Αναδημοσίευση από: topontiki.gr
ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΒΑΣΙΛΑ
ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΒΑΣΙΛΑ
Στις 4.000 ευρώ το θέλει το ΔΝΤ για να παραμείνει, λέει, στο ελληνικό πρόγραμμα
Οι καλοί μας φίλοι του ΔΝΤ διαπίστωσαν ότι, στην Ελλάδα, 55% των μισθωτών και των συνταξιούχων δηλώνουν εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο των 8.636 ευρώ.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο μέσος όρος μισθωτών και συνταξιούχων που δηλώνουν κάτω από το αφορολόγητο όριο στις χώρες τής ευρωζώνης είναι 8%, τα «τζιμάνια» του ταμείου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το όριο πρέπει να μειωθεί είτε επειδή είναι πολύ ψηλά είτε επειδή οι Έλληνες... φοροδιαφεύγουν!
Αποσιωπούν όμως σκόπιμα το γεγονός ότι, εξαιτίας των δικής τους εμπνεύσεως καταστροφικών δημοσιονομικών μέτρων που επέβαλαν τα προηγούμενα επτά χρόνια στη χώρα μας διά των μνημονίων, οι Έλληνες πολίτες υπέστησαν απώλειες άνω του 40% στα εισοδήματά τους από το 2010 έως το 2016, ενώ πάνω από 1.000.000 εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος των εισοδημάτων να υποχωρήσει δραματικά και πολλοί φορολογούμενοι να βρεθούν χωρίς να το θέλουν με εισοδήματα χαμηλότερα του αφορολόγητου ορίου.
Έχουν δηλαδή το θράσος να επικαλούνται εξελίξεις για τις οποίες οι ίδιοι ευθύνονται, προκειμένου να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα περαιτέρω περικοπών στα αφορολόγητα όρια...
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που μας λένε «λαμόγια»... Το κάνουν κάθε φορά που θέλουν να πάρουν λεφτά!!!
Για τον λόγο αυτόν άλλωστε θέλουν να μειωθεί το ετήσιο αφορολόγητο όριο των μισθωτών και των συνταξιούχων στα 4.000 ευρώ.
Βέβαια, αν κάποιος διαιρέσει τα 8.636 διά 14 μήνες για υπαλλήλους στον ιδιωτικό τομέα, βγαίνει ότι παίρνουν μισθό 616,86 ευρώ τον μήνα ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι διαιρώντας διά 12 παίρνουν μηνιαίο μισθό 719,67 τον μήνα.
Με τον επίσημο κατώτερο μισθό στα 586 ευρώ μεικτά (489,31 καθαρά), με τον μισθό όσων δεν έχουν κλείσει τα 25 τους χρόνια στα 511 ευρώ μεικτά (426,69 καθαρά), με το ΕΚΑΣ υπό κατάργηση και με τις συντάξεις να έχουν κλαδευτεί 13-14 φορές μέσα σε εφτά χρόνια, γιατί είναι παράλογο το ότι 55% των Ελλήνων δηλώνει εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο, κύριοι του ΔΝΤ;
Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για αυτούς... Δεν τους νοιάζει τίποτα!!!
Το μόνο που θέλουν είναι η μείωση του αφορολόγητου ορίου στις 4.000 ευρώ εδώ και τώρα ώστε, λέει, να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος, η οποία θα έχει ως συνέπεια να κληθούν να καταβάλουν φόρο εισοδήματος ακόμη και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που λαμβάνουν κάθε μήνα 290-300 ευρώ, καθώς επίσης και όλοι, ανεξαιρέτως, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, μεταξύ των οποίων κι αυτοί του ΟΓΑ που λαμβάνουν σύνταξη 360 ευρώ τον μήνα!
Οι άνθρωποι του ΔΝΤ σκέφτονται καθαρά τοκογλυφικά, αφού διεκδικούν πίσω τα χρήματα που δάνεισαν, όχι μόνο με τόκο, αλλά και με ανθρωποθυσίες αφού, αν κάποιος καταλάβει τι σημαίνει στην πράξη η μείωση αυτή, αγανακτεί με τη λογική τους.
Ειδικότερα:
Περίπου 2.500.000 μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσια εισοδήματα από 4.000 έως και 12.000 ευρώ είτε θα επιβαρυνθούν για πρώτη φορά με φόρο εισοδήματος είτε θα κληθούν να πληρώσουν φόρους διπλάσιους έως και 80πλάσιους από αυτούς που πληρώνουν σήμερα! Οι περισσότεροι από αυτούς θα επιβαρυνθούν, είτε για πρώτη φορά είτε επιπροσθέτως, με ποσά φόρου εισοδήματος από 220 έως και 1.020 ευρώ, με συνέπεια πολλοί εξ αυτών να χάσουν πάνω από έναν μισθό ή μία σύνταξη!
Ακόμη και οι 1.000.000 χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι με ετήσια εισοδήματα κάτω από 4.000 ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν φόρο εισοδήματος για πρώτη φορά καθώς, ενώ τα πραγματικά τους εισοδήματα είναι χαμηλότερα από τις 4.000 ευρώ, τα τελικά φορολογητέα εισοδήματά τους υπερβαίνουν τις 4.000 ευρώ, επειδή καθένας από αυτούς βαρύνεται με τεκμαρτό εισόδημα το οποίο προσδιορίζεται αθροιστικά:
α) από το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή των 2.500 ευρώ αν είναι έγγαμος και
β) από το τεκμήριο διαβίωσης της κύριας κατοικίας (είτε αυτή είναι ιδιόκτητη είτε ενοικιαζόμενη είτε δωρεάν παραχωρούμενη), το ποσό του οποίου στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεπερνά τις 2.000-2.500 ευρώ (υπολογίζεται με 40 ευρώ ανά τ.μ. μέχρι τα πρώτα 80 τ.μ. και με 65 ευρώ ανά τ.μ. για τα επόμενα 40 τ.μ., από 81 έως τα 120 τ.μ. κ.λπ.).
Περίπου 1.700.000 μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσια – πραγματικά ή τεκμαρτά – εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ θα υποχρεωθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρο εισοδήματος 1.020 ευρώ τον χρόνο.
Την ίδια ώρα το δυσμενέστερο σενάριο που έρχεται σε αυτήν στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων είναι το εξής:
1 Μισθωτοί και συνταξιούχοι με πραγματικά ετήσια εισοδήματα πάνω από 4.000 και μέχρι 12.000 ευρώ, δηλαδή κυρίως εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με μηνιαίες αποδοχές από 290 έως 860 ευρώ, καθώς επίσης και δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι με μηνιαίες αποδοχές από 330 έως 1.000 ευρώ θα επιβαρυνθούν – είτε για πρώτη φορά είτε επιπροσθέτως – με φόρο εισοδήματος από 44 έως και 1.020 ευρώ ετησίως. Από αυτούς, όσοι εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μηνιαίως από 620 έως 860 ευρώ, καθώς και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι με μηνιαίες αποδοχές από 720 έως 1.000 ευρώ θα πληρώσουν ποσά φόρου μεγαλύτερα κατά 2,5 έως και 80 φορές σε σύγκριση με αυτά που πληρώνουν σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα όσων έχουν ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 8.700 ευρώ, για τους οποίους ο φόρος από μόλις 14 ευρώ τον χρόνο θα εκτοξευθεί στα 1.034 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή θα αυξηθεί κατά 7.285,71% ή περίπου κατά 80 φορές! Επίσης οι έχοντες ετήσιο εισόδημα 9.000 ευρώ θα δουν τον ετήσιο φόρο να αυξάνεται από τα 80 στα 1.100 ευρώ, δηλαδή κατά 1.275% ή περίπου κατά 14 φορές! Γενικά, όσο πιο χαμηλό είναι το ετήσιο εισόδημα τόσο πιο μεγάλη θα είναι η ποσοστιαία αύξηση του φόρου και συνακόλουθα η εισοδηματική απώλεια. Τις ίδιες επιπτώσεις θα έχουν και όσοι μισθωτοί και συνταξιούχοι έχουν μεν πραγματικά εισοδήματα χαμηλότερα των 4.000 ευρώ, αλλά εξαιτίας των τεκμηρίων διαβίωσης εμφανίζονται τελικώς με φορολογητέα εισοδήματα ανώτερα των 4.000 ευρώ και μέχρι 12.000 ευρώ.
2 Μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσια – πραγματικά ή τεκμαρτά – εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ και μέχρι 50.000 ευρώ θα δουν τις ετήσιες φορολογικές επιβαρύνσεις τους να αυξάνονται κατά 1.020 ευρώ ή σε ποσοστά από 8,36% έως και 140%!
3 Μισθωτοί με ετήσια – πραγματικά ή τεκμαρτά – εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ θα υποστούν πρόσθετες επιβαρύνσεις 1.020 ευρώ τον χρόνο, οι οποίες όμως σε ποσοστά είναι πολύ μικρές, καθώς δεν θα υπερβαίνουν το 8,3%.
Τα νοικοκυριά γίνονται ολοένα και φτωχότερα
Μείωση εισοδημάτων παρουσίασε το 75,3% των νοικοκυριών το 2016, σε σχέση με το 2015, σύμφωνα με ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ. Αποθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν συντριπτικά αρνητικές, καθώς το 73,5% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης (μόνο το 5,1% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του).
Παράλληλα, παρατηρείται τάση διεύρυνσης της ανισότητας υπέρ των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων, καθώς στην κατηγορία των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ παρουσιάζεται αύξηση στο 11,1% του πληθυσμού.
Το 37,1% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το 2016 είχε εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ, ποσοστό οριακά αυξημένο σε σχέση με το 36,3% του 2015.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μόνο το 1,5% του πληθυσμού καταφέρνει να αποταμιεύσει. Σε ποσοστό 16% τα νοικοκυριά δήλωσαν ότι τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες.
Σύμφωνα με το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, ενδεικτικό της εκτεταμένης εισοδηματικής επισφάλειας είναι το γεγονός ότι στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500 ευρώ, το 15,8% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 51,4% απαντά πως θα κάλυπτε αυτήν τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.
Σχεδόν τα 2/3 των νοικοκυριών (65,3%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζην.
Σχεδόν 1,1 εκατ. νοικοκυριά (32,6%) έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 73,3% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Από το σύνολο των άνεργων μελών των νοικοκυριών μόνο το 9,5% λαμβάνει επίδομα ανεργίας.
Οικονομική επισφάλεια δεν διατρέχει μόνο ανέργους αλλά και εργαζομένους. Περισσότερα από ένα στα πέντε νοικοκυριά (22,4%) έχουν ένα μέλος στην οικογένεια που εργάζεται για λιγότερα χρήματα από τον επίσημα καθορισμένο κατώτατο μισθό των 586 ευρώ (490 ευρώ καθαρή αμοιβή).
Το 9,7% των νοικοκυριών δηλώνει ότι είχε ένα τουλάχιστον μέλος της που έχει μεταναστεύσει για να βρει εργασία (το ποσοστό αντιστοιχεί σε πάνω από 400.000 οικογένειες). Το 42% των νοικοκυριών θα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσει, αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις εξεύρεσης εργασίας. Στις νεότερες ηλικίες 18 - 35 ετών το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 67,7%.
Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν στο χαμηλό 9% (από 12,6% το 2012), ποσοστό που αναμένεται να υποχωρήσει με την εφαρμογή του νέου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών.
Σταθερά υψηλό, αλλά οριακά μειούμενο είναι το ποσοστό των νοικοκυριών (49,2%) που δηλώνει τη σύνταξη κάποιου μέλους ως την κυριότερη πηγή εισοδήματος. Η μικρή μείωση (έναντι 52% τον Δεκέμβριο του 2014) πιθανότατα οφείλεται στην προοδευτική οριζόντια μείωση του επιπέδου των συντάξεων.
Το 21,3% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία, ενώ το 58,2% των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση. Συνολικά, από την έναρξη της κρίσης πάνω από 160.000 νοικοκυριά έχουν υποστεί δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων.
Το 27,3% των νοικοκυριών με δανειακές υποχρεώσεις έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες (περίπου 430.000 νοικοκυριά). Εντονότερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν τα φτωχότερα και μονομελή νοικοκυριά (άνω του 40%).
Το 34% των νοικοκυριών εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος, ενώ ειδικότερα το 15,1% των νοικοκυριών με ιδιόκτητο ακίνητο δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει τους φόρους για τα ακίνητα που διαθέτει (ΕΝΦΙΑ).
Το 34,5% εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις το επόμενο έτος. Ένα στα τέσσερα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έχουν στεγαστικό δάνειο, ενώ το 31,5% εξ αυτών έχει καθυστερημένες οφειλές.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις στο 40% των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, ένα στα τέσσερα νοικοκυριά (24,3%) εκφράζει φόβο ότι θα χάσει το σπίτι του εξ αιτίας τόσο των συσσωρευμένων υποχρεώσεων όσο και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων (δανειακών, φορολογικών και άλλων).