Αναδημοσίευση από: piotita.gr
Θολό παραμένει το τοπίο στο μέτωπο του Κυπριακού, λίγες μόνο ημέρες
πριν τη διάσκεψη της Γενεύης. Υπενθυμίζουμε ότι ο Αναστασιάδης
υποστήριζε πως δεν θα έπρεπε να συζητηθεί η εξωτερική πτυχή του
Κυπριακού (τα ζητήματα της ασφάλειας, των εγγυήσεων και των τουρκικών
στρατευμάτων) πριν ολοκληρωθούν επιτυχώς οι διαπραγματεύσεις για την
εσωτερική πτυχή. Από τη θέση αυτή υποχώρησε μετά το προσωρινό ναυάγιο
της συνάντησης στο Μον Πελεράν της Ελβετίας το Νοέμβριο. Για την
ακρίβεια, στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ακιντζί συμφώνησε να οριστεί η 12η Ιανουαρίου ως ημερομηνία σύγκλησης της διάσκεψης.
Η κίνησή του εκείνη εγκλώβισε και την Αθήνα. Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε
εδώ και πολύ καιρό ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε
διάσκεψη για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού, εάν δεν είχε
διασφαλισθεί ότι η Άγκυρα έχει αποδεχθεί αφενός την κατάργηση του
παρωχημένου καθεστώτος των εγγυήσεων, αφετέρου την αποχώρηση των
στρατευμάτων της από τη Μεγαλόνησο. Στο πλαίσιο αυτό, είχε θέσει ως όρο
να προετοιμασθεί μία συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν, η οποία να πιστοποιήσει
ότι Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε ακτίνα συμφωνίας στο κρίσιμο αυτό
ζήτημα.
Την 1η Δεκεμβρίου και χωρίς συνεννόηση, ο Αναστασιάδης
έσπασε την κοινή γραμμή Αθήνας-Λευκωσίας, αποδεχόμενος ημερομηνία
σύγκλησης διάσκεψης, χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί οι όροι που και ο ίδιος
και η ελληνική κυβέρνηση είχαν θέσει. Αντιμέτωποι με τετελεσμένο, οι
Τσίπρας και Κοτζιάς έπρεπε ή να διαφωνήσουν δημοσίως σ’ αυτή την κρίσιμη
καμπή, ή να το “καταπιούν” και να διαχειρισθούν την κατάσταση, έστω και
από δυσμενή θέση. Επέλεξαν το δεύτερο για να μην προκαλέσουν ανοιχτή
ρήξη με τη Λευκωσία, αλλά και για να μη χρεωθεί η Ελλάδα το διπλωματικό
κόστος ότι τορπίλισε τη λύση.
Στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου συμφωνήθηκε, επίσης, ότι από
τις 8-11 Ιανουαρίου οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων θα διαπραγματευθούν
ανοικτά ζητήματα της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού και στις 12
Ιανουαρίου θα καθίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών και οι τρεις
εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία). Τι σημαίνει αυτό;
- Πρώτον, ότι από τη διάσκεψη θα απουσιάζει η Κυπριακή Δημοκρατία! Ο Αναστασιάδης προσπάθησε να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις, δηλώνοντας ότι ο ίδιος θα παρευρεθεί με διπλή ιδιότητα: και του ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας και του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον διαψεύδει, όμως, η επίσημη ανακοίνωση της Γραμματείας του ΟΗΕ. Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι ο Αναστασιάδης θα συμμετάσχει αποκλειστικά και μόνο με την πρώτη ιδιότητα. Σε ανακοίνωση, μάλιστα, του ΟΗΕ προς τα διεθνή ΜΜΕ, αναφέρεται πρώτα το όνομα του Ακιντζί και έπεται το δικό του. Ίσχυσε το κριτήριο της αλφαβητικής σειράς, επειδή ακριβώς από πλευράς ιδιότητας θεωρούνται ισότιμοι (ηγέτες των δύο κοινοτήτων).
- Δεύτερον, ότι η διάσκεψη θα είναι πενταμερής, όπως παγίως ζητούσε η Άγκυρα και όπως παγίως αρνιόταν η Λευκωσία και η Αθήνα. Την 1η Δεκεμβρίου ο Αναστασιάδης αποδέχθηκε ότι μόνο εάν συμφωνήσουν οι πέντε μπορεί να παρακαθίσουν άλλοι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη. Είναι άλλο η συμμετοχή στο τελετουργικό και άλλο η συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις. Αυτό ισχύει για τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και για την ΕΕ, η οποία θα έχει ιδιότητα παρατηρητή.
Το χειρότερο από όλα είναι ότι η διαδικαστική, αλλά πολιτικά κρίσιμη, συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου προσδίδει εμμέσως πλην σαφώς πολιτική υπόσταση στον χρόνιο ισχυρισμό της Άγκυρας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι «εκλιπούσα».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Αναστασιάδης αποδυναμώνει το διεθνώς
αναγνωρισμένο κράτος τους, το μοναδικό διπλωματικό όπλο που διαθέτουν οι
Ελληνοκύπριοι σ’ αυτή τη μάχη.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να υπογραμμισθεί ότι η τουρκική πλευρά
επιμένει απολύτως στην απαίτησή της το νέο κράτος που θα προκύψει από
ενδεχόμενη συμφωνία (Ενωμένη Κυπριακή Ομοσπονδία το έχουν αποκαλέσει) να
μην αποτελεί μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ουσιαστικά να
αποτελεί μετεξέλιξη των τετελεσμένων που έχει δημιουργήσει η εισβολή και
κατοχή.
Οι Τούρκοι απαιτούν τον εκ των προτέρων ενταφιασμό της Κυπριακής
Δημοκρατίας για να μην έχουν οι Ελληνοκύπριοι διέξοδο διαφυγής στην
καθόλου απίθανη περίπτωση που προκληθεί αδιέξοδο και το νέο ομοσπονδιακό
κράτος καταρρεύσει. Ήταν ακριβώς αυτή η διάταξη του σχεδίου Ανάν το
2004 που είχε υποχρεώσει τον τότε πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο να πει στο
διάγγελμά του ενόψει του δημοψηφίσματος: «παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα».
Το γεγονός ότι ο Αναστασιάδης κινείται προς την κατεύθυνση που
απέρριψε ο Παπαδόπουλος υπερβαίνει τη νόμιμη εξουσία του. Το διακύβευμα
είναι ζωτικής σημασίας για να αφεθεί στα χέρια του όποιου προέδρου. Η
μεθόδευση που οδηγεί σε κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά
πραξικόπημα πρώτου μεγέθους. Εάν υπογράψει συμφωνία πριν τη διεξαγωγή
των δημοψηφισμάτων, θα έχει δημιουργήσει πολιτικό τετελεσμένο, με την
έννοια ότι θα διευκολύνει την Άγκυρα να ενεργοποιήσει το σχέδιο Β, στο
οποίο από τώρα απειλητικά αναφέρεται.
Προφανώς, ο Αναστασιάδης δεν συναίνεσε σ’ όλα τα παραπάνω εθνικά
επιζήμια και δεν έφερε την Αθήνα προ τετελεσμένου, χωρίς να έχει πλάτες.
Είναι κοινό μυστικό ότι αυτή τη φορά τα νήματα από το παρασκήνιο κινεί
όχι το Λονδίνο, αλλά η Αμερικανίδα βοηθός υπουργός Εξωτερικών Νούλαντ.
Πολλοί κατηγορούν δημοσίως τον Αναστασιάδη για αλλεπάλληλα λάθη και
παραλείψεις, ακόμα και για αλκοολισμό. Στην πραγματικότητα, αποφεύγουν
να θέσουν το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται από τα ίδια τα γεγονότα:
πρόκειται για απλά λάθη, ή για συνειδητές επιλογές; Υπενθυμίζουμε ότι το
2004 ο Αναστασιάδης είχε φανατικά υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν, οδηγώντας
σε διάσπαση το ίδιο του το κόμμα. Επρόκειτο αποκλειστικά και μόνο για
μία πολιτική θέση, ή τόσο εκείνη όσο και η τωρινή στάση του οφείλονται
και σε εξαρτήσεις;
Κατηγορηματική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, αλλά είναι σαφές πως ο
Κύπριος πρόεδρος είναι το όχημα που οδηγεί σε υποθήκευση της επιβίωσης
του κυπριακού Ελληνισμού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι
αποδέχεται τις λεγόμενες εποικοδομητικές ασάφειες, παρότι η πείρα έχει
διδάξει ότι αυτές προκαλούν ένταση και στην περίπτωση του Κυπριακού σε
υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο παιχνίδι που βρίσκεται αυτές τις ημέρες σε
εξέλιξη. Λόγω και των παρασκηνιακών πιέσεων που του ασκεί η Ουάσιγκτον,
ο Τσίπρας “κατάπιε” το τετελεσμένο του Αναστασιάδη όσον αφορά τη
σύγκληση της διάσκεψης. Επισήμως, όμως, δεν έχει εγκαταλείψει τη θέση
του “όχι εγγυήσεις, όχι τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο”. Η πραγματική
δοκιμασία θα είναι στη Γενεύη. Εκεί θα φανεί η αντοχή του.
Προς το παρόν, ο Κοτζιάς προσπαθεί να αποτρέψει τον εγκλωβισμό της
Αθήνας στο δίλημμα ή να υποχωρήσει για τις εγγυήσεις και τα τουρκικά
στρατεύματα, ή να χρεωθεί το υψηλό κόστος ενός ναυαγίου. Στη συνάντησή
του με τον ειδικό σύμβουλο του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών
Έιντε υπογράμμισε ότι η διαδικασία στη Γενεύη δεν θα είναι “ή τώρα ή
ποτέ”, αλλά αντίθετα θα είναι “ανοικτού τέλους”, δηλαδή οι
διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και το ταξίδι του Έλληνα υπουργού
Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει το νέο γενικό γραμματέα του
ΟΗΕ Πορτογάλο Γκουτιέρες. Η πρωτοβουλία του αυτή υποχρέωσε και τον
Τούρκο ομόλογό του να ταξιδέψει επίσης στη Νέα Υόρκη για να μην αφήσει
το έδαφος ελεύθερο στην ελληνική διπλωματία. Παραλλήλως, ο Τσίπρας έχει
επιδοθεί σε τηλεφωνική διπλωματία με Ευρωπαίους ομολόγους του.
Οι προσπάθειες της Αθήνας, ωστόσο, υπονομεύονται από τον Αναστασιάδη.
Ενώ ρητορικά δηλώνει ότι συμφωνεί με την κατάργηση των εγγυήσεων και
την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, έχει καταθέσει προτάσεις
(5σέλιδο non paper με τίτλο “Ασφάλεια και Εγγυήσεις κατά τη μεταβατική
περίοδο”) που αναιρούν αυτή τη θέση. Δεν δίστασε, μάλιστα, να δηλώσει
ότι «οι εγγυήσεις μπορούν να δοθούν από το Συμβούλιο Ασφαλείας, την ΕΕ,
την Τουρκία και όχι μόνο».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Λευκωσία ζητάει από το Συμβούλιο Ασφαλείας
του ΟΗΕ να έχει την ευθύνη για την εφαρμογή της συμφωνίας και για τα
ζητήματα ασφάλειας κατά τη μεταβατική περίοδο. Ζητάει, μάλιστα, τα
μόνιμα μέλη του να παραιτηθούν του δικαιώματος βέτο, ώστε να μην
παρεμποδίζεται η λήψη απόφασης. Μέχρις εδώ δεν υπάρχει κάτι μεμπτό.
Αποδέχεται, όμως, την παραμονή περίπου 10.000 Τούρκων στρατιωτών (το
σχέδιο Ανάν πρόβλεπε 6.000) σε μία βάση στη βόρειο Κύπρο, χωρίς να
καθορίζεται ο χρόνος αποχώρησής τους. Η Άγκυρα θέλει 15ετία με δικαίωμα
παράτασης. Στην πραγματικότητα, ακόμα και μικρότερη δύναμη είναι από
επιχειρησιακής απόψεως αρκετή σε περίπτωση κρίσης.
Τώρα πλέον, η Τουρκία δεν χρειάζεται να κάνει απόβαση στην Κύπρο.
Λόγω γειτνίασης και λόγω της ύπαρξης του τουρκοκυπριακού κρατιδίου
μπορεί σε ελάχιστο χρόνο να μεταφέρει στη Μεγαλόνησο όσες δυνάμεις θέλει
χωρίς κίνδυνο. Ακόμα και η πλήρης αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων
δεν εξασφαλίζει τους Ελληνοκύπριους, εάν υπάρχει καθεστώς εγγυήσεων που
επιτρέπει στην Άγκυρα να επέμβει στρατιωτικά με πρόσκληση του
τουρκοκυπριακού κρατιδίου.
Το ελληνοκυπριακό non paper προβλέπει τη συγκρότηση ενός συμβουλίου
από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που με βάση ειδικές διαδικασίες θα
χειρισθούν ενδεχόμενη κρίση με βίαια επεισόδια. Η όλη λογική του είναι
ότι τα δύο συνιστώντα κρατίδια και σε δεύτερο επίπεδο η Ελλάδα και η
Τουρκία θα συνεργασθούν για να αντιμετωπίσουν μία κρίση. Γι’ αυτό και
δίνει έμφαση στην υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας
και του νέου ομοσπονδιακού κυπριακού κράτους. Η ιδέα αυτή βρίσκει
σύμφωνη την Αθήνα, η οποία έχει και δικούς της λόγους να θέλει να
κρατήσει χαμηλά τη θερμοκρασία και στα ελληνοτουρκικά.
Κρίση στην Κύπρο, όμως, θα προκύψει μόνο εάν συγκρουσθούν οι δύο
πλευρές. Δεν θα προκύψει από θερμόαιμους που λειτουργούν αυτόνομα. Το
ίδιο έγγραφο ζητάει σε ακραία περίπτωση την παρέμβαση μίας πολυεθνικής
δύναμης 2.500 στρατιωτών. Η διεθνής πείρα, όμως, διδάσκει πως εάν τα
πράγματα φθάσουν σε τέτοιο σημείο καμία δύναμη του ΟΗΕ δεν πρόκειται να
λύσει το πρόβλημα. Οι Ελληνοκύπριοι θα παραμείνουν πρακτικά
απροστάτευτοι, επειδή, λόγω της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας, είναι η
αδύναμη πλευρά.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Άγκυρα απορρίπτει την ελληνοκυπριακή
πρόταση. Απαιτεί να διατηρηθούν οι εγγυήσεις και να παραμείνει ικανή
στρατιωτική δύναμή της στην Κύπρο. Αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να
διατηρήσει δικαιώματα εγγυήτριας δύναμης μόνο για το τουρκοκυπριακό
συνιστών κρατίδιο. Τί ακριβώς θα σημαίνει αυτό σε περίπτωση αδιεξόδου
και κατάρρευσης της ομοσπονδίας; Από την πλευρά της, η Γραμματεία του
ΟΗΕ προσπαθεί με συμβιβαστική φόρμουλα να συνδέσει τη σταδιακή κατάργηση
των εγγυήσεων με την παραχώρηση στην τουρκοκυπριακή πλευρά ως
ανταλλάγματος την εκ περιτροπής προεδρία. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως,
ότι –σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση– το 89,4% των Τουρκοκύπριων και
εποίκων τάσσεται υπέρ της παραμονής του τουρκικού στρατού στην Κύπρο,
ενώ το 88,8% τάσσεται υπέρ της διατήρησης του καθεστώτος των εγγυήσεων.
Κατά τα άλλα, οι δύο πλευρές διαφωνούν και για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού:
Στον τομέα της διακυβέρνησης παραμένει ανοικτό το ζήτημα της εκ
περιτροπής προεδρίας. Όπως προαναφέραμε ο Έιντε κάνει προσπάθεια να
συνδυάσει σ’ ένα πάρε-δώσε την τουρκική απαίτηση για εκ περιτροπής
προεδρία με το εδαφικό (επιστροφή της Μόρφου) και με τις εγγυήσεις.
Διαφωνία υπάρχει και για τον μηχανισμό λήψης αποφάσεων. Η τουρκική
πλευρά απαιτεί οι αποφάσεις στο ανώτατο επίπεδο της ομοσπονδίας (μάλλον
δύο Ελληνοκύπριοι και δύο Τουρκοκύπριοι) να λαμβάνονται με μια
τουλάχιστον τουρκοκυπριακή ψήφο. Αυτό ισοδυναμεί με δικαίωμα βέτο, με
ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα της
λύσης.
Η προσπάθεια να βρεθεί ένας τρόπος για να λαμβάνεται απόφαση σε
περίπτωση που οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι διαφωνούν για κάποιο
ζήτημα είχε οδηγήσει στη γελοία φόρμουλα να γίνεται κλήρωση! Μετά τον
θόρυβο που προκλήθηκε, η ελληνοκυπριακή πλευρά προσανατολίζεται την
απόφαση να παίρνει ξένος δικαστής που θα ορίζεται από το Διεθνές
Δικαστήριο και δεν θα είναι πάντα ο ίδιος.
Στο περιουσιακό, η πρόοδος είναι περιορισμένη. Έχουν καθορισθεί 30
κριτήρια για τις περιουσίες και ετοιμάστηκε κατάλογος για τα άτομα με
προτεραιότητα. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θέλει να εξασφαλίσει την
επιστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων ελληνοκυπριακών περιουσιών. Το
περιουσιακό συνδέεται με το εδαφικό. Η τουρκική πλευρά θέλει την
επιστροφή όσο το δυνατόν λιγότερων Ελληνοκύπριων στον Βορρά. Εκτός
αυτού, θέλει το πλεονέκτημα να το έχει ο σημερινός χρήστης
(Τουρκοκύπριος, έποικος ή και ξένος) και όχι ο νόμιμος Ελληνοκύπριος
ιδιοκτήτης.
Στο εδαφικό η διαπραγμάτευση θα γίνει όταν στις 11 Ιανουαρίου στη
Γενεύη μπουν στο τραπέζι οι χάρτες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχεται
ποσοστό 28,2% της Κύπρου για το τουρκοκυπριακό κρατίδιο, αλλά ζητάει την
επιστροφή της Μόρφου και άλλων εδαφών που θα επιτρέψουν σε περίπου
75.000 Ελληνοκύπριους να γυρίσουν στα σπίτια τους και να υπάγονται στο
ελληνοκυπριακό κρατίδιο. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ζητάει 29,2% και να
διατηρήσει υπό δικό της έλεγχο τη Μόρφου. Ο Ακιντζί δέχεται να
επιστρέψει εδάφη που να αντιστοιχούν στην επιστροφή μόνο 55.000
Ελληνοκύπριων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη συμφωνία της 1ης
Δεκεμβρίου για τον οδικό χάρτη, ο Ακιντζί απέφυγε να διαπραγματευθεί
εποικοδομητικά, επειδή στόχος της τουρκικής πλευράς είναι να μεταφέρει
τα ανοικτά ζητήματα στη διάσκεψη της Γενεύης. Ελπίζει βασίμως ότι εκεί ο
Αναστασιάδης, αλλά και η ελλαδική πλευρά, θα δεχθούν ασφυκτικές πιέσεις
για να υποχωρήσουν ατάκτως. Εάν πάλι δεν υποχωρήσουν και προκύψει
αδιέξοδο, την ευθύνη θα την φορτωθεί η Λευκωσία και η Αθήνα. Στο σημείο
που έχει φέρει τα πράγματα ο Αναστασιάδης, είναι εξαιρετικά δύσκολο ο
κυπριακός Ελληνισμός να απεμπλακεί, χωρίς να πληρώσει υψηλό
πολιτικό-διπλωματικό κόστος.