Γράφει ο Γεράσιμος Παναγιωτάτος – Τζάκης
Δικηγόρος
Δεκατρία χρόνια μετά τη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με το συγκλονιστικά πλειοψηφικό ΟΧΙ του κυπριακού ελληνισμού στο σχέδιο Ανάν, ο ελληνισμός βρίσκεται σε παρόμοιο διεθνές περιβάλλον ως προς το ζήτημα. Και πάλι οι ασφυκτικές πιέσεις και τα εκβιαστικά χρονοδιαγράμματα, οι απειλές περί δήθεν τελευταίας ευκαιρίας, οι εκφοβισμοί για de iure διχοτόμηση του νησιού.
Αφού επί χρόνια δεν πραγματοποιήθηκε η ορθή διαχείριση του ΟΧΙ του 2004, δεν έλαβε χώρα η προσήκουσα ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης και των ηγεσιών της για τις θέσεις της ελληνικής πλευράς και δεν τολμήσαμε την επανατοποθέτηση του κυπριακού στη σωστή του βάση (αποχώρηση στρατευμάτων κατοχής και εποίκων, ενιαίο κράτος με εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής) και την απομάκρυνση από τη θολούρα της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» (στην πραγματικότητα χαλαρής συνομοσπονδίας), που είχε κατ’ ουσία επιβληθεί στις διαπραγματεύσεις τον πρώτο καιρό μετά την εισβολή, ήταν αυτονόητο ότι ο διεθνής παράγων και η Τουρκία θα επανέφεραν στο προσκήνιο ένα παρόμοιο εκτρωματικό σχέδιο δήθεν λύσης.
Η Τουρκία και οι μεγάλες δυνάμεις που τη σιγοντάρουν, επέλεξαν την τρέχουσα περίοδο για την κορύφωση των αντιδημοκρατικών πιέσεών τους γιατί τη θεωρούν χρυσή ευκαιρία γι’ αυτές. Μια Ελλάδα γονατισμένη από έξι χρόνια μνημονιακών πολιτικών, με οικονομική και κοινωνική κρίση τεραστίων διαστάσεων και μια Κύπρο με Πρόεδρο το γνωστό διαπρύσιο κήρυκα του σχεδίου Ανάν, Νίκο Αναστασιάδη. Από κοντά και ο συρφετός της εθελοδουλίας που ενυπάρχει σε πολιτικούς, πανεπιστημιακούς και δημοσιογραφικούς κύκλους στην Ελλάδα και την Κύπρο και εμφανίζεται πάντοτε την κρίσιμη στιγμή για να υποστηρίξει με δήθεν επιστημονική σοβαροφάνεια ό,τι ακριβώς συμφέρει τον αντίπαλο σε όλα τα εθνικά θέματα που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός.
Παραμονή τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και εποίκων, μη επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους, εκ περιτροπής προεδρία, φαλκίδευση της δημοκρατικής αρχής με το εφεύρημα της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων, δικαιώματα παραλυτικής αρνησικυρίας (veto) σε κυβέρνηση και κοινοβούλιο ώστε τις κρίσιμες αποφάσεις να λαμβάνουν οι ξένοι επικυρίαρχοι του προτεκτοράτου που θα έχουν δημιουργήσει, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία των εκτρωματικών σχεδιασμών των ξένων. Έχουν ετοιμάσει και προσπαθούν να επιβάλουν στην Κύπρο, στον 21ο αιώνα, ένα νέο ρατσιστικό καθεστώς τύπου «Απαρτχάιντ». Το ρόλο των μαύρων τον επιφυλάσσουν στους Ελληνοκυπρίους και το ρόλο των λευκών τον επιφυλάσσουν στην Τουρκία και τους χιλιάδες εποίκους που έχει παρανόμως μεταφέρει στο νησί για να αλλοιώσει τη σύνθεση του πληθυσμού.
Είναι θετικό ότι η ελληνική κυβέρνηση, διά του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, έχει προειδοποιήσει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχθεί ένα σχέδιο που θα προβλέπει την παραμονή των στρατευμάτων κατοχής, των εποίκων και του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων. Δεν αρκεί, όμως, γιατί αυτή τη φορά η απόκρουση του εγκληματικού σχεδίου θα είναι δυσκολότερη. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει η φυσική παρουσία του μεγάλου πατριώτη ηγέτη Τάσσου Παπαδόπουλου, να εξηγήσει με συγκλονιστικό διάγγελμα όλα τα επικίνδυνα στοιχεία του σχεδίου και να οδηγήσει τον κυπριακό ελληνισμό στη σωστή απόφαση.
Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει πιο δυναμική η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να μη μένει στο διεθνή παράγοντα η παραμικρή ελπίδα ότι με αύξηση των πιέσεων ο ελληνισμός θα υποχωρήσει, και παράλληλα να υπάρξει σύμπνοια των κομμάτων της αντιπολίτευσης στη δημιουργία αυστηρής εθνικής γραμμής. Ας ευχηθούμε, οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας, αρχής γενομένης από τις συναντήσεις μεταξύ πρωθυπουργού και πολιτικών αρχηγών τη Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017, να αναπτύξουν ανταγωνισμό πατριωτισμού και όχι ανταγωνισμό υποχωρητικότητας όπως σε κάποιες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Κυρίως χρειάζεται, όταν έρθει η ώρα, η επίσημη Ελλάδα να καταστήσει σαφές στον κυπριακό ελληνισμό, όπως το 2004, ότι τον στηρίζει απολύτως για να μπορέσει να πει το μεγάλο ΟΧΙ και να μη βάλει την υπογραφή του στη νομιμοποίηση της τουρκικής εισβολής και κατοχής της πατρίδας του. Και να τον διαβεβαιώσει ότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται μαζί του για μια λύση δίκαιη και βιώσιμη, συμβατή με το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δηλαδή μια Κύπρο ελεύθερη, ενιαία και ανεξάρτητη, με μία διεθνή κυριαρχία και μία υπηκοότητα.