Αναδημοσίευση από: crashonline.gr
Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα καθώς πλησιάζει η εφαρμογή του, επιβεβαιώνοντας την προ διετίας αποκάλυψη του Γιώργου Τράγκα μέσω του περιοδικού CRASH, ότι οι Γερμανοί θέλουν να βάλουν χέρι στο σύνολο των περιουσιών των Ελλήνων, εφαρμόζοντας νόμο, αντίστοιχο με αυτό του Χίτλερ και του Γκέρινγκ κατά των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία.
Στο e-περιουσιολόγιο όπως κατ’ επανάληψη έχει γράψει και το crashonline.gr, ο που θα καταγραφούν πλήρως όλα τα περιουσιακά στοιχεία των φορολογουμένων και θα είναι η απαρχή όχι μόνο ενός νέου φόρου επί του συνόλου της περιουσίας αλλά και σημείο αναφοράς για την σύνταξη που θα παίρνει τελικά κάποιος, ασχέτως αν για 35 χρόνια πληρώνει εισφορές.
Η αποκάλυψη του περιοδικού CRASH ανέφερε:
Η «Νύχτα των Κρυστάλλων»
Το βαθύ τραπεζικό κράτος της Ευρώπης σημαίνει την ώρα του τέλους του «παιχνιδιού» στην ελληνική αποικία χρέους με μια πρόταση τόσο ζοφερή που εμπνευστής της μπορεί να είναι μόνον ένας υψηλόβαθμος εν ενεργεία ναζιστής. Και πράγματι, έτσι είναι. Διότι ο «εφάπαξ περιουσιακός φόρος», που «μπορεί να συμπληρώσει τα μέτρα λιτότητας» όταν οι δανειστές αποφασίσουν ότι «το χρέος ενδέχεται να μην είναι πλέον βιώσιμο», όπως φωτογραφίζει η έκθεση του Ιανουαρίου 2014 της Deutsche Bundesbank, εφαρμόστηκε παλαιότερα από τον παντοδύναμο εκείνη την εποχή Χέρμαν Γκέρινγκ στη διαβόητη «Διάταξη για την τιμωρία των Εβραίων με γερμανική υπηκοότητα της 12ης Νοεμβρίου του 1938».
Η ανατριχιαστική πρόταση του βαθέος τραπεζικού συστήματος για το οικονομικό Νταχάου για τους Έλληνες σημαίνει με λίγα λόγια την ώρα του τέλους στον αργό μας οικονομικό θάνατο με τι άλλο… μια ακόμη επίδειξη ισχύος, μια ακόμη παράσταση «σοκ και δέους», ένα κούρεμα σε καταθέσεις και ακίνητη περιουσία για όλους (το ποσοστό του οποίου δεν προσδιορίζεται στην έκθεση, αλλά εύκολα κανείς μπορεί να το συμπεράνει δεδομένων των οικονομικών μας μεγεθών, στο 20%). Δεν είναι λάθος στη μετάφραση, ούτε υπερβολή. Αυτή είναι πράγματι η πρόταση του γερμανικού τραπεζικού κατεστημένου για να εισπράξουν τα λεφτά «τους».
«Ξεχνώντας» φυσικά τα δικά τους χρέη (πολεμικές αποζημιώσεις και κατοχικό δάνειο) και με όχημα τον οδοστρωτήρα του χρέους, που έχει καταντήσει, και με δικούς τους χειρισμούς, πίθος των Δαναΐδων, η «ιδέα» των Γερμανών για το πώς θα εισπράξουν τις απαιτήσεις τους (που περιγράφεταιανάγλυφα παρακάτω με όλες τιςζοφερές της λεπτομέρειες) είναι εμπνευσμένη από τον Νόμο Γκέρινγκ και την εφάπαξ αρπαγή της περιουσίας που,το 1938, είχε στόχο τους Εβραίους.
Η λιτή διατύπωση του ναζισμού χωρούσε τότε τη βία της ισχύος σε δύο λακωνικές προτάσεις: «Επιβάλλεται στο σύνολο των Εβραίων με γερμανική υπηκοότητα η εισφορά ύψους ενός δισεκατομμυρίου μάρκων του Ράιχ στο γερμανικό Ράιχ», ενώ ακολουθούσε ένα ακόμη άρθρο: «Οι κανόνες εφαρμογής θα επιβληθούν από τον υπουργό Οικονομικών του Ράιχ σε συνεννόηση με τους συμμετέχοντες υπουργούς» και από κάτω Βερολίνο, 12 Νοεμβρίου 1938, και η υπογραφή του σιδερένιου χεριού του ναζιστή Γκέρινγκ.
Στην περίπτωση της έκθεσης της Bundesbank, η απαίτηση υποταγής των Ευρωπαίων με «ελληνική υπηκοότητα» αναλύεται διεξοδικά σε 56 «τεχνικού τύπου» σελίδες και την υπογράφει η Bundesbank. Το συμπέρασμα, ένα και το αυτό: «Θα σας πάρουμε τα πάντα».
Με όσα διαγράμματα και τεχνικές δικαιολογίες κι αν πασπαλίσει κάποιος αυτή τη φαεινή ιδέα της ομάδας του κυρίου Weidmann (CEO της Deutsche Bundesbank), δεν παύει να φαντάζει απολύτως αδιανόητη για τη σημερινή Ελλάδα, την οποία η έκθεση δεν ονοματίζει αλλά «φωτογραφίζει» ποικιλοτρόπως ως τη χώρα «ειδική περίπτωση» που θα είχε νόημα να παρθεί ένα τέτοιο εφάπαξ μέτρο στο σημείωμα με τίτλο: «Μερικές χώρες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις».
Σε αυτό αναφέρεται ότι «ανάμεσα στις χώρες που πλήττονται από την κρίση η Ελλάδα αποτελεί από πολλές απόψεις μία ειδική περίπτωση. Ενώ έχει πετύχει τη μακράν μεγαλύτερη εξυγίανση, παραμένει αβέβαιο αν το δεύτερο πρόγραμμα προσαρμογής θα εφαρμοστεί όπως έχει συμφωνηθεί. Στο παρελθόν το πρόγραμμα έχει επανειλημμένως διορθωθεί ή και πλήρως αντικατασταθεί. Από τη μία, οι προσδοκίες για τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική εξέλιξη αποδείχθηκαν πως ήταν πολύ αισιόδοξες και παράλληλα τα διαρθρωτικά προβλήματα είχαν υποτιμηθεί. Από την άλλη, ορισμένα συμφωνημένα μέτρα δεν εφαρμόστηκαν πλήρως ή εφαρμόστηκαν με καθυστέρηση. Παρά την αναδιάρθρωση του χρέους για τους ιδιώτες πιστωτές, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας δεν φαίνεται να έχει εξασφαλισθεί. Η προγραμματισμένη μεγάλη μείωσή του μπορεί να επιτευχθεί μόνον όταν θα πληρούνται οι μακροοικονομικοί και χρηματοοικονομικοί όροι. Εδώ οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές εξελίξεις παίζουν λιγότερο καθοριστικό ρόλο από ό,τι η δυναμική ανάπτυξης, που είναι αποτέλεσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Για τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας ρυθμιστικό ρόλο θα παίξει η εμπιστοσύνη στην πολιτική της πορεία».
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η Ελλάδα εξετάζεται χωριστά, ως ειδική περίπτωση, σύμφωνα με τις θεωρητικές επιταγές του σχήματος του «failedstate», της «αποτυχημένης πολιτείας», αν και αυτό δεν λέγεται ανοιχτά, αλλά μόνον ως υπαινιγμός, λόγω της «συνύπαρξης» εντός της ΕΕ.
Το επόμενο κεφάλαιο, «Εφάπαξ περιουσιακός φόρος ως εργαλείο λύσης εθνικών κρίσεων φερεγγυότητας στο πλαίσιο της παρούσας Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης;», αφήνει τις περιστροφές στην άκρη και μπαίνει στο «ψητό». Διαβάζοντάς το, όπως παρατίθεται παρακάτω, θα καταλάβετε ότι το εφησυχαστικό ερωτηματικό στο τέλος του τίτλου είναι μάλλον διακοσμητικό.
Το κείμενο ξεκινάει εξηγώντας το «πρόβλημα»…
«Στη διάρκεια της παρούσας κρίσης κατά καιρούς υπήρχαν αμφιβολίες αν ορισμένα κράτη-μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο δημόσιο χρέος τους ή αν σε πολιτικό επίπεδο θα έπαιρναν τα απαραίτητα μέτρα. Εν μέρει τα ασφάλιστρα κινδύνου για τα ομόλογα αυτών των κρατών ανέβαιναν πολύ και η αξιολόγηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας από σημαντικούς οίκους αξιολόγησης χειροτέρευε σημαντικά. Σε αυτό το πλαίσιο η ΟΝΕ δημιούργησε διάφορα βοηθητικά μέτρα. Αυτά ήταν καταρχήν συνδεδεμένα με όρους εξυγίανσης. Παρ’ όλα αυτά γινόταν κοινοτικοποίηση των κινδύνων, χωρίς αυτό να συνδέεται όμως και με τη μεταβίβαση της εθνικής κυριαρχίας στην κοινότητα».
Αν και στη δική μας περίπτωση, με την παρουσία επιτελείων σε κάθε υπουργείο, είναι να αναρωτιέται κανείς αν έχει μείνει έστω και μια σταλιά «εθνικής κυριαρχίας» τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, η συγγραφική ομάδα συνεχίζει «διερευνώντας» το πλαίσιο νομιμότητας μιας τέτοιας «λύσης»: «Γενικά στην ΟΝΕ συνεχίζει να ισχύει το νομικό πλαίσιο το οποίο είναι καταγεγραμμένο στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Κατά συνέπεια, τα κράτη-μέλη αποφασίζουν, κατά κύριο λόγο αυτόνομα, για τη δημοσιονομική και οικονομική τους πολιτική.
Η ευθύνη για τις υποχρεώσεις άλλων κρατών-μελών αποκλείεται σε μεγάλο βαθμό και απαγορεύεται η κρατική νομισματική χρηματοδότηση μέσω της κοινής νομισματικής πολιτικής. Η ευθύνη και ο έλεγχος εναρμονίζονται κατά κάποιο τρόπο, επειδή οι φορολογούμενοι των κρατών-μελών εγγυώνται για τα εθνικά δημόσια χρέη τους. Όταν προβλήματα φερεγγυότητας δεν μπορούν να επιλυθούν, αναλαμβάνουν οι δανειστές. Έτσι φέρουν και την ευθύνη των χρηματοοικονομικών κινδύνων της δικής τους επενδυτικής απόφασης, σύμφωνα πάντα με τις αρχές της αγοράς. Βοηθητικά προγράμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους των άλλων κρατών-μελών, θα πρέπει να ενεργοποιούνται ως έσχατη λύση, όταν σε διαφορετική περίπτωση θα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ΟΝΕ. Επιπλέον, προαπαιτείται να αντιμετωπίζεται “μόνο” πρόβλημα ρευστότητας και η βιωσιμότητα της δημόσιας οικονομίας να είναι δεδομένη ή να έχουν παρθεί τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να καταστεί ξανά βιώσιμη. Η (πραγματική) ελάφρυνση χρέους μέσω αύξησης πληθωρισμού θα πρέπει να αποκλειστεί, εν όψει της υποχρεωτικής σταθερότητας που επιβάλλει το Ευρωσύστημα. Οπότε στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης παραμένει η υποχρέωση, όταν ένα κράτος-μέλος βρεθεί σε κρίση, να εξαντλήσει πρώτα τις δικές του δυνάμεις στην προσπάθεια να υπάρξει ξανά εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα της δημόσιας οικονομίας του, και να αποτρέψει μία κατάσταση εθνικής ανάγκης, που οπωσδήποτε είναι μία κρατική χρεοκοπία».
Και σιγά σιγά περνάμε στο παρασύνθημα, στη μεγάλη κρατική και ιδιωτική περιουσία που τη μετράμε, την ξαναμετράμε και την καταγράφουμε από το… Καστελλόριζο έως σήμερα (και τώρα πλέον μαθαίνουμε το γιατί): «Στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης παρατηρείται ότι η εμπιστοσύνη ως προς τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ορισμένων χωρών μειώθηκε, παρόλο που εκτός αυτού του χρέους υπάρχει μία μεγάλη κρατική και ιδιωτική περιουσία. Σε αναλογία με το ΑΕΠ, αυτές οι περιουσίες είναι εν μέρει μεγαλύτερες από αυτές των χωρών που προσφέρουν βοήθεια. Με αυτά τα δεδομένα προτείνεται αρχικά η μείωση του χρέους να επιτυγχάνεται με τη μείωση της κρατικής περιουσίας στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης. Επιπλέον τίθεται το ερώτημα αν σε έκτακτες συνθήκες εθνικής ανάγκης μαζί με τις ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα εξυγίανσης, τα οποία στοχεύουν σε μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα, μπορούν και οι ιδιωτικές περιουσίες να συμβάλουν στην αποφυγή μίας κρατικής χρεοκοπίας».
Η απάντηση βέβαια είναι θετική, αφού οι περιουσίες δεν είναι οι δικές τους, που βεβαίως και πρέπει να προστατεύονται με το θεμελιώδες και «ιερό» αξίωμα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, αλλά εκείνες των «άσωτων» Νοτίων: «Στο πλαίσιο αυτό θα εξετασθούν διάφορες απόψεις μιας εφάπαξ εισφοράς από την καθαρή περιουσία των ημεδαπών, δηλαδή ενός φόρου πάνω στην περιουσία μείον το παθητικό.Κατά βάση μια τέτοια εισφορά, και ιδιαίτερα ένας τακτικός περιουσιακός φόρος, από μακροοικονομικής άποψης συνδέεται με προβλήματα.
Το σχετικό κόστος αλλά και ο κίνδυνος για την ανάπτυξη της οικονομίας επιβαρύνουν επιπλέον την κατάσταση. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όπου υπάρχει κίνδυνος κρατικής χρεοκοπίας, μία εφάπαξ εισφορά περιουσίας θα μπορούσε να φέρει καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι οι υπόλοιπες σχετικές επιλογές. Μία πιο μεγάλη, αλλά σε σύγκριση με τον περιουσιακό φόρο μακροχρόνια, επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα μέσω μόνιμων φόρων, όπως είναι οι καταναλωτικοί ή οι εισοδηματικοί φόροι, ή και οι μεγάλες περικοπές στα δημόσια έξοδα, θα μπορούσαν πλέον να μην αρκούν ή να μην μπορούν πια να επιβληθούν. Εν τέλει πρόκειται περί μίας κατάστασης όπου οι εν δυνάμει δανειστές αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του χρέους και ο περιουσιακός φόρος είναι η μόνη επιλογή για να αποφευχθεί η χρεοκοπία».
Φθάνουμε στο δια ταύτα της υλοποίησης και τις «ευεργετικές» επιπτώσεις…
«Κάτω από ιδανικές συνθήκες, εντός της πληγείσης χώρας θα μπορούσε να γίνει μέσω του καθαρού περιουσιακού φόρου μία εφάπαξ ανακατανομή των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Με αυτό τον τρόπο το χρέος θα έπεφτε σχετικά σύντομα κατά ένα σημαντικό ποσοστό και η εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητά του θα μπορούσε να αποκατασταθεί πιο γρήγορα. Σε περίπτωση που ο περιουσιακός φόρος βασίζεται στην περιουσία που δημιουργήθηκε ή αποκτήθηκε στο παρελθόν, και εφόσον πρόκειται πραγματικά για εφάπαξ εισφορά, οι φορολογούμενοι θα μπορούν με δυσκολία να τον αποφύγουν. Συνεπώς θα υπήρχε και ελάχιστη μείωση στα κίνητρα εργασίας και αποταμίευσης, σε αντίθεση με την περίπτωση που ο φόρος περιουσίας συλλεγόταν συνεχώς. Μία γρήγορη μείωση του χρέους θα είχε θετικό αντίκτυπο στα ασφάλιστρα κινδύνου της πληγείσας χώρας. Επιπλέον, ενώ θα μειωνόταν η αβεβαιότητα σχετικά με μελλοντικές φορολογήσεις, θα μεγάλωναν και τα κίνητρα εργασίας και αποταμίευσης. Συνυπολογίζοντας την κοινωνική αποδοχή και την πολιτική ικανότητα επιβολής αυτής της εφάπαξ εισφοράς, ο φόρος αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιθυμητό συμπλήρωμα της πολιτικής παράλληλα με τα υπόλοιπα μέτρα λιτότητας.
Οι πλούσιοι θα αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της προσαρμογής».«Εν τέλει, στην εν λόγω χώρα με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να εξελιχθούν καλύτερα οι μακροοικονομικές προοπτικές και η κοινωνική αποδοχή της δημοσιονομικής πολιτικής, παρά με το εναλλακτικό σενάριο της χρεοκοπίας. Αν μη τι άλλο, αν όλες οι δυνατότητες εξυγίανσης έχουν δοκιμαστεί και η αξιοπιστία του ισχύοντος ευρωπαϊκού πλαισίου έχει προστατευθεί, η στάση αυτή είναι και συνεπής με τη δημοσιονομική προσωπική ευθύνη των κρατών-μελών. Τα κίνητρα για να ακολουθηθεί μία υγιής δημοσιονομική πολιτική στο μέλλον θα είναι μεγαλύτερα, όταν θα γίνεται σαφές ότι σε περίπτωση κρίσης η επιβάρυνση δεν θα μετατοπίζεται σε φορολογούμενους άλλων χωρών».
Η έκθεση βέβαια εντοπίζει και κάποιες δυσκολίες στην εφαρμογή αυτής της «ιδέας»…
«Στην πραγματικότητα όμως η επιβολή ενός τέτοιου εφάπαξ περιουσιακού φόρου εμπεριέχει σοβαρά προβλήματα. Ένα από τα πολλά προαπαιτούμενα για την επιτυχή επιβολή αυτού του μέτρου είναι να πειστούν όλοι ότι ο φόρος αυτός επιβάλλεται εφάπαξ, λόγω μίας εθνικής κρίσης, για μία και μοναδική φορά. Μόνον έτσι θα μπορούν να περιοριστούν αρνητικές συνέπειες στις επενδυτικές δραστηριότητες αλλά και μία πιθανή εκροή κεφαλαίων. Γενικότερα, το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο φόρος δεν θα επιβληθεί ξανά. Θα γινόταν όμως πιο πιστευτό, αν, πρώτον είχαν ήδη δρομολογηθεί αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, δεύτερον, αν μπορούσε να δοθεί μία προοπτική -με αποκλίσεις ασφαλείας- για το πότε τα δημοσιονομικά θα γίνουν και πάλι βιώσιμα και, τρίτον, αν το πολιτικό κόστος για μία νέα φορολόγηση αυτού του είδους δεν ήταν πολύ μεγάλο. Επιπλέον, η απόφαση μίας τέτοιας φορολόγησης θα πρέπει να παρθεί γρήγορα. Ειδάλλως θα υπάρχει μεγαλύτερη φοροδιαφυγή, και όσο αυτή θα μεγαλώνει θα μικραίνει η αποδοχή αυτής της εισφοράς».
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ακίνητη περιουσία…
«Επιπρόσθετα προβλήματα παρουσιάζονται στο γεγονός ότι η αξιολόγηση, ιδιαίτερα των μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, είναι σχετικά χρονοβόρα και συχνά και αμφιλεγόμενη. Επίσης, στην ακίνητη περιουσία θα μπορούσε να φανεί αναγκαία η επέκταση του χρόνου πληρωμής του φόρου, πράγμα που σημαίνει ότι η μείωση χρέους δεν θα πραγματοποιηθεί πλήρως».
Παρακάτω αποκαλύπτεται ο τρόπος που θα τεθεί το ζήτημα, ποιο θα είναι δηλαδή το δίλημα που, καθώς, φαίνεται, συνοψίζεται στο «χρεοκοπία ή εφάπαξ περιουσιακός φόρος».
Η επιβολή ενός εφάπαξ καθαρού περιουσιακού φόρου είναι συνδεδεμένη με σοβαρούς κινδύνους και οι προϋποθέσεις για την επιτυχή υλοποίησή τηςπληρούνται με δυσκολία. Γι’ αυτό και αυτή η επιβολή θα πρέπει να εξετάζεται μόνο σε απολύτως εξαιρετικές καταστάσεις, όπως είναι ο κίνδυνος της χρεοκοπίας ενός κράτους. Σε σύγκριση όμως με την πτώχευση, ο περιουσιακός φόρος θα μπορούσε να σχεδιαστεί πιο οργανωμένα.
Και το «ηθικολογικό» επιμύθιο…
«Επίσης, θα υπήρχε μία συνέπεια στην αρχή της εθνικής ευθύνης, αφού πρώτα θα αναλάμβαναν οι φορολογούμενοι την ευθύνη για τις υποχρεώσεις του κράτους τους και μετά θα υπήρχε η απαίτηση αλληλεγγύης από τα άλλα κράτη».
Αν είχε κανείς να διαλέξει ανάμεσα στα προαναφερθέντα σημεία της έκθεσης, το τελευταίο είναι το πιο αξιοθρήνητο. Οι «προτεσταντικές» αξίες των ισχυρών της ΕΕ, που μοιάζουν να εξαντλούν την αυστηρότητά τους στη «δίκαιη» παραδειγματική τιμωρία του άλλου, εν προκειμένω της Ελλάδας, αποτελούν βέβαια την πιο περίτρανη υποκρισία. Υπάρχει πλήθος αρθογραφίας που αποδεικνύει τα κέρδη από την κρίση για τη γερμανική τραπεζική ελίτ. Κι ωστόσο σε αυτή την έκθεση-«μνημείο» κυνισμού, για να προστατεύσουν τα επεκτατικά τους οικονομικά συμφέροντα, οι ταγοί του χρηματοπιστωτικού τέρατος, που ευθύνονται όσο κανείς άλλος για τις κοινωνικές καταστροφές της ευρωζώνης, ενδύονται το προτεσταντικό τους «ράσο», «ηθικολογώντας» μέσα σε ένα κατά τα άλλα οικονομοτεχνικό κείμενο, που βεβαίως δεν μας αναφέρει τίποτα για τα κέρδη των γερμανικών τραπεζών από την κρίση, ούτε και για τις φοροαποφυγές και τη διαφθορά των εταιρειών γερμανικών συμφερόντων που φεσώνουν δεκαετίες τη χώρα μας. Το να διαστρέφεις όμως την πραγματικότητα, ερμηνεύοντάς την κατά το δοκούν, όπως έκανε πριν από 80 χρόνια ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Χίτλερ εκπρόσωπος του τρίτου Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ, είναι από ό,τι φαίνεται στο DNA όσων αισθάνονται σε διάφορες ιστορικές στιγμές παντοδύναμοι (τότε ο Γκέρινγκ είχε διατάξει τον περιουσιακό φόρο επειδή «η εχθρική στάση του ιουδαϊσμού απέναντι στον γερμανικό λαό και το Ράιχ, η οποία δεν διστάζει να προβεί σε άνανδρες δολοφονίες, απαιτεί μία αποφασιστική υπεράσπιση και σκληρή τιμωρία»).
Ποιος θα θέσει το «δίλημμα του φυλακισμένου»…
Η καταστροφή του ΕΝΦΙΑ, με το εμφανές πολιτικό κόστος, αποτελεί «χάδι» σε σχέση με την πραγματοποίηση της γερμανικής «απειλής», του εφάπαξ φόρου σε καταθέσεις και ακίνητη περιουσία, που θα μπορούσε, σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, να φθάνει ακόμη και το 20%. Το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα έως τώρα δεν μπόρεσε να περιορίσει καμιά καταστροφή δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για «αντίσταση» στις επιταγές των «εταίρων».Το μέγα ερώτημα που ανακύπτει, λοιπόν, είναι ένα και μοναδικό:
Ποιος Έλληνας πρωθυπουργός θα είναι εκείνος που θα θέσει το «δίλημμα του φυλακισμένου»; Ποιος θα αναφωνήσει από κάποιο άλλο ακριτικό νησί μας «χρεοκοπία ή περιουσιακός φόρος» στους υπό οικονομικό αφανισμό Έλληνες; Όποιος κι αν κάθεται εκείνη την ώρα πάνω στην «ηλεκτρική καρέκλα», το όνομά του θα γραφεί με ακόμη μελανότερα γράμματα στα μαύρα κατάστιχα της ελληνικής ιστορίας και θα κινδυνεύσει να είναι εκείνος που θα φύγει όπως ο Ντε Λα Ρούα, αξημέρωτα, με ελικόπτερο. Μήπως να το ξανασκεφθούν όσοι βρίσκονται ή όσοι βιάζονται να βρεθούν στο Μαξίμου;