Αναδημοσίευση από: ardin-rixi.gr
Του Κώστα Σαμάντη από το περιοδικό Άρδην τ. 105
Σημείο αναφοράς τείνει να γίνει πλέον η φράση του υπουργού Παιδείας (το Άρδην κυκλοφόρησε πριν τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης), Ν. Φίλη, «Πού ήταν η Εκκλησία στην Κατοχή;» μια φράση η οποία δείχνει πλήρη αμάθεια ή μια ιδεολογική προκατάληψη, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Θα χρειαστεί να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και συγκεκριμένα να ξεκινήσουμε από διακόσια χρόνια πριν, μιας και η συγκεκριμένη ιδεοληψία ξεκινάει από τη διαστρέβλωση ενός σημαντικού τμήματος του έργου του Κάρολου Μαρξ. Είναι αυτή ακριβώς η διαστρέβλωση που έχει οδηγήσει σε λάθος αναλύσεις και απόψεις στον χώρο της Αριστεράς.
Ο Κάρολος Μαρξ υπήρξε άριστος μαθητής στα μαθητικά του χρόνια. Οι δύο πρώτες διατριβές τις οποίες έγραψε ως μαθητής αφορούσαν η μία στην κοινωνία και η δεύτερη στη θρησκεία. Για τη δεύτερη μάλιστα, στην οποία ανάλυε τη συνεκτική δράση της θρησκείας μέσα στην κοινωνία, βραβεύτηκε.
Χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1843, γράφει το έργο του Συμβολή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Η απομόνωση μίας φράσης συνετέλεσε στη μεγαλύτερη παραποίηση και παρεξήγηση ενός φιλοσοφικού έργου. Είναι η περίφημη ρήση «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», μία από τις γνωστότερες που αποδίδονται σε αυτόν. Είναι αυτή η οποία έχει κυριολεκτικά σημαδέψει το μεγαλύτερο πλήθος των μαρξιστών.
Αξίζει όμως να θυμηθούμε όλη τη φράση, να κατανοήσουμε τι ακριβώς έγραψε ο Μαρξ στη συγκεκριμένη παράγραφο.
Λέει λοιπόν: Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα μιας χωρίς πνευματικότητα κατάστασης. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Και αυτό βγάζει εντελώς άλλο νόημα.
Προφανώς και ο Μαρξ στέκεται κριτικά και μάλιστα σε αυστηρό επίπεδο απέναντι στη θρησκεία. Την κρίνει ως θεσμό ο οποίος, σε κάποιες κρίσιμες ιστορικές περιόδους, έχει ταυτιστεί και συνεργαστεί με την κοσμική εξουσία, έχει συνεργαστεί σε διώξεις, διωγμούς και δεινά απέναντι σε ανθρώπους που ξεσηκώνονταν διεκδικώντας το δίκιο τους. Όμως αυτή η συγκεκριμένη εκδήλωση, μιας φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας κατ’ ουσίαν, όπως είναι ο χριστιανισμός, αδικεί την αφετηρία της ως μιας θεωρίας εξισωτικής χειραφέτησης η οποία, στο όνομα αυτής της αξίας, θεωρήθηκε επικίνδυνη για τις αλαζονικές και ολοκληρωτικές εξουσίες τα πρώτα χρόνια και γι’ αυτό κυνηγήθηκε.
Θα ήταν άδικο όμως να κρίνει κάποιος το σύνολο, το όλον από το μερικό, και ειδικά από αυτό το οποίο έχει απαρνηθεί τον πυρήνα του προτάγματος από το οποίο προέρχεται.
Έτσι, η συλλήβδην απόρριψη της Εκκλησίας (η οποία Εκκλησία αποτελεί το σώμα πάνω στο οποίο υλοποιείται το δόγμα του χριστιανισμού και δη της Ορθοδοξίας) δεν μπορεί να σταθεί, έστω και αν, σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, η επίσημη έκφραση αυτού του δόγματος κάποιες φορές είχε στραφεί ενάντια ακόμη και στο ίδιο της το ποίμνιο. Δεν μπορεί η τραγική ύπαρξη της Ιεράς Εξέτασης ή οι επεκτατικοί πόλεμοι, οι οποίοι βαφτίστηκαν σταυροφορίες, να αμαυρώσουν μια θεωρία ή την έκφρασή της στο σύνολο.
Είναι σαν να λέμε ότι, επειδή η πλειοψηφία ενός κοινοβουλίου απαρτίζεται από διεφθαρμένους πολιτικούς ή από πολιτικούς οι οποίοι στρέφονται ενάντια στον λαό (επίκαιρο σύμπτωμα των ημερών), θα πρέπει να υιοθετηθεί το επιχείρημα ότι ΟΛΟΙ οι πολιτικοί τα παίρνουν, ΟΛΟΙ οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι και άρα θα πρέπει να καταργηθεί, ή μάλλον «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή». Είναι σαν να λέμε ότι η υπαρκτή δράση ακραίων ομάδων-οπαδών στον χώρο του ποδοσφαίρου ή η κάποιες φορές εγκληματική δράση των χούλιγκαν θα πρέπει να οδηγήσει συλλήβδην στον χαρακτηρισμό, όσων ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, ως αλητήριων.
Ας επιστρέψουμε όμως στα καθ’ ημάς. Ποιος ήταν ο ρόλος της Ορθοδοξίας σε δύσκολους καιρούς για το έθνος μας; Ποια ήταν η δράση της Εκκλησίας όταν αυτό το έθνος κινδύνευε ακόμη και με εξαφάνιση;
Σημείο αναφοράς τείνει να γίνει πλέον η φράση του υπουργού Παιδείας (το Άρδην κυκλοφόρησε πριν τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης), Ν. Φίλη, «Πού ήταν η Εκκλησία στην Κατοχή;» μια φράση η οποία δείχνει πλήρη αμάθεια ή μια ιδεολογική προκατάληψη, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Θα χρειαστεί να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και συγκεκριμένα να ξεκινήσουμε από διακόσια χρόνια πριν, μιας και η συγκεκριμένη ιδεοληψία ξεκινάει από τη διαστρέβλωση ενός σημαντικού τμήματος του έργου του Κάρολου Μαρξ. Είναι αυτή ακριβώς η διαστρέβλωση που έχει οδηγήσει σε λάθος αναλύσεις και απόψεις στον χώρο της Αριστεράς.
Ο Κάρολος Μαρξ υπήρξε άριστος μαθητής στα μαθητικά του χρόνια. Οι δύο πρώτες διατριβές τις οποίες έγραψε ως μαθητής αφορούσαν η μία στην κοινωνία και η δεύτερη στη θρησκεία. Για τη δεύτερη μάλιστα, στην οποία ανάλυε τη συνεκτική δράση της θρησκείας μέσα στην κοινωνία, βραβεύτηκε.
Χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1843, γράφει το έργο του Συμβολή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Η απομόνωση μίας φράσης συνετέλεσε στη μεγαλύτερη παραποίηση και παρεξήγηση ενός φιλοσοφικού έργου. Είναι η περίφημη ρήση «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», μία από τις γνωστότερες που αποδίδονται σε αυτόν. Είναι αυτή η οποία έχει κυριολεκτικά σημαδέψει το μεγαλύτερο πλήθος των μαρξιστών.
Αξίζει όμως να θυμηθούμε όλη τη φράση, να κατανοήσουμε τι ακριβώς έγραψε ο Μαρξ στη συγκεκριμένη παράγραφο.
Λέει λοιπόν: Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα μιας χωρίς πνευματικότητα κατάστασης. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Και αυτό βγάζει εντελώς άλλο νόημα.
Προφανώς και ο Μαρξ στέκεται κριτικά και μάλιστα σε αυστηρό επίπεδο απέναντι στη θρησκεία. Την κρίνει ως θεσμό ο οποίος, σε κάποιες κρίσιμες ιστορικές περιόδους, έχει ταυτιστεί και συνεργαστεί με την κοσμική εξουσία, έχει συνεργαστεί σε διώξεις, διωγμούς και δεινά απέναντι σε ανθρώπους που ξεσηκώνονταν διεκδικώντας το δίκιο τους. Όμως αυτή η συγκεκριμένη εκδήλωση, μιας φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας κατ’ ουσίαν, όπως είναι ο χριστιανισμός, αδικεί την αφετηρία της ως μιας θεωρίας εξισωτικής χειραφέτησης η οποία, στο όνομα αυτής της αξίας, θεωρήθηκε επικίνδυνη για τις αλαζονικές και ολοκληρωτικές εξουσίες τα πρώτα χρόνια και γι’ αυτό κυνηγήθηκε.
Θα ήταν άδικο όμως να κρίνει κάποιος το σύνολο, το όλον από το μερικό, και ειδικά από αυτό το οποίο έχει απαρνηθεί τον πυρήνα του προτάγματος από το οποίο προέρχεται.
Έτσι, η συλλήβδην απόρριψη της Εκκλησίας (η οποία Εκκλησία αποτελεί το σώμα πάνω στο οποίο υλοποιείται το δόγμα του χριστιανισμού και δη της Ορθοδοξίας) δεν μπορεί να σταθεί, έστω και αν, σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, η επίσημη έκφραση αυτού του δόγματος κάποιες φορές είχε στραφεί ενάντια ακόμη και στο ίδιο της το ποίμνιο. Δεν μπορεί η τραγική ύπαρξη της Ιεράς Εξέτασης ή οι επεκτατικοί πόλεμοι, οι οποίοι βαφτίστηκαν σταυροφορίες, να αμαυρώσουν μια θεωρία ή την έκφρασή της στο σύνολο.
Είναι σαν να λέμε ότι, επειδή η πλειοψηφία ενός κοινοβουλίου απαρτίζεται από διεφθαρμένους πολιτικούς ή από πολιτικούς οι οποίοι στρέφονται ενάντια στον λαό (επίκαιρο σύμπτωμα των ημερών), θα πρέπει να υιοθετηθεί το επιχείρημα ότι ΟΛΟΙ οι πολιτικοί τα παίρνουν, ΟΛΟΙ οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι και άρα θα πρέπει να καταργηθεί, ή μάλλον «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή». Είναι σαν να λέμε ότι η υπαρκτή δράση ακραίων ομάδων-οπαδών στον χώρο του ποδοσφαίρου ή η κάποιες φορές εγκληματική δράση των χούλιγκαν θα πρέπει να οδηγήσει συλλήβδην στον χαρακτηρισμό, όσων ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, ως αλητήριων.
Ας επιστρέψουμε όμως στα καθ’ ημάς. Ποιος ήταν ο ρόλος της Ορθοδοξίας σε δύσκολους καιρούς για το έθνος μας; Ποια ήταν η δράση της Εκκλησίας όταν αυτό το έθνος κινδύνευε ακόμη και με εξαφάνιση;
Αναμφίβολα, η πιο κρίσιμη περίοδος για την επιβίωση του έθνους μας ήταν τα 400 σχεδόν χρόνια της τουρκοκρατίας. Στα χρόνια αυτά ο μοναδικός συνεκτικός ιστός αυτού του λαού, το κέντρο γύρω από το οποίο συναθροιζόταν, ο άξονας ο οποίος στήριζε τη συνεκτικότητα και την επιβίωση των κοινοτήτων, ήταν ακριβώς ο άξονας της Ορθοδοξίας και η δράση της Εκκλησίας. Λογικό, μιας και όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί είχαν καταρρεύσει ή καταργηθεί. Το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργούσε ακριβώς και αποκλειστικά μέσα από τη δράση της Εκκλησίας (ιδιαίτερα για ένα μεγάλο πρωταρχικό διάστημα) και αυτό αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο. Το ίδιο συνέβαινε σε ό,τι αφορά την εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών κοινοτήτων, μιας και η δράση αυτή είναι που έδινε το μέτρο και την ισορροπία. Στο σημείο αυτό προφανώς δεν αναφερόμαστε στο Φανάρι, η πολυεπίπεδη (εξαιτίας της θέσεως, αλλά και της κατάστασης μέσα την οποία λειτουργούσε) δράση του οποίου αποτελεί από μόνο του ένα ιδιαίτερο θέμα συζήτησης. Όσο σημαντική όμως ήταν η συμβολή της Ορθοδοξίας στη διατήρηση και τη λειτουργία των ελληνικών κοινοτήτων, άλλο τόσο σημαντική ήταν και η συμβολή της στις εξεγέρσεις και στις επαναστάσεις οι οποίες έλαβαν χώρα στη διάρκεια των 400 χρόνων της τουρκοκρατίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας από τους σημαντικότερους αριστερούς ιστορικούς, ο Νίκος Σβορώνος, «Η Εκκλησία… θα συνεχίσει το έργο της ανασυγκρότησης της πνευματικής ζωής των Ελλήνων …. Υπήρξε η κατευθυντήρια γραμμή του Έθνους. Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σ’ όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις, ακόμη και διευθύνοντάς τες …. ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή» (1), δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι η Ορθοδοξία ήταν βασικός συντελεστής στον αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Τα ονόματα των κληρικών που είχαν συμμετάσχει στις διαρκείς αυτές εξεγέρσεις, αλλά και στην Επανάσταση του 1821, πλείστα όσα. Επιφανέστερος όλων ο Κοσμάς ο Αιτωλός ο οποίος είχε ως έργο ζωής την ανάσταση αυτού του έθνους και ο οποίος έφτανε σε σημείο να κλείνει ακόμη και εκκλησίες για να ανοίγει σχολειά.
Καθόλου τυχαία βέβαια δεν επελέγη από τους ξεσηκωμένους το 1821 η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου ως η επίσημη έναρξη της επανάστασης, καθόλου τυχαία δεν ευλογήθηκαν τα όπλα του αγώνα από την Εκκλησία, καθόλου τυχαία δεν ειπώθηκε το, «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», καθόλου τυχαία όλες οι επαναστατικές σημαίες των κοινοτήτων, που αγωνίζονταν ενάντια στην τουρκοκρατία (και υπήρχαν αρκετές από αυτές), όλες μα όλες, έφεραν τον σταυρό.
Η συμβολή του κλήρου στην Επανάσταση του 1821 (2) ήταν αξιοσημείωτη, όσο επίσης αξιοσημείωτη υπήρξε σε μια άλλη ένδοξη περίοδο του λαού μας, την περίοδο της εθνικής αντίστασης το 1941-42. Πριν φτάσουμε όμως σε αυτή αξίζει να αναφέρουμε τη στάση του Χρυσοστόμου Σμύρνης (με σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα), ο οποίος, σε μία από τις κρισιμότερες καμπές της ιστορίας της χώρας μας, επέλεξε να παραμείνει στη Σμύρνη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτό ισοδυναμούσε με ένα μαρτυρικό θάνατο. Η συνέχεια είναι γνωστή, όπως και το μαρτύριο συνελήφθη, διαπομπεύθηκε, κατακρεουργήθηκε.
Ας έλθουμε όμως στην περίοδο της εθνικής αντίστασης. Ποια ήταν η δράση και η συμμετοχή της Εκκλησίας στο παλλαϊκό αυτό έπος του λαού μας; Σύμφωνα με τον Μανώλη Γλέζο και στο δίτομο βιβλίο που έχει γράψει για την εθνική αντίσταση, η συμμετοχή των κληρικών σε αυτή ξεπερνούσε τον αριθμό των 1.500. Ο Δημήτρης Λιβιεράτος, εξέχων ιστορικός του εργατικού κινήματος στη χώρα μας, σε εκδήλωση που είχε γίνει στον Υμηττό το 2006, με ευκαιρία την Εργατική Πρωτομαγιά, είχε δηλώσει ότι ο ισχυρισμός του Μανώλη Γλέζου είναι επιεικής. Κατ’ αυτόν, οι συμμετέχοντες κληρικοί στον απελευθερωτικό αγώνα του ’41-’44 ξεπερνούσαν τα 1.700 άτομα. Και αν κάποιοι δεν πείθονται από τις πιο πάνω εκτιμήσεις για τη συμμετοχή του κλήρου στην εθνική αντίσταση, αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα ακόμη παραδείγματα.
Στο αντάρτικο τραγούδι, Ο Άρης κάνει πόλεμο, μια στροφή του μας θυμίζει τους βασανισμούς των κληρικών από τους Γερμανούς φασίστες: «Παπάδες για να τυραννάς στη μέση στο παζάρι/Έχεις μπροστά σου σήμερα, τον Καπετάνιο Άρη».
Υπενθυμίζουμε επίσης τη συμμετοχή τριών επισκόπων στην εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων, όπου φτιάχτηκε η πρώτη κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδος, και στην οποία συμμετείχαν ο επίσκοπος Ηλείας Αντώνιος, Σάμου Ειρηναίος και Κοζάνης Ιωακείμ. Επίσης, ότι δεξί χέρι του Άρη Βελουχιώτη υπήρξε η ηγούμενος αντάρτης αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος, γνωστός και ως πατήρ Ανυπόμονος.
Όσοι είχαν την τύχη να δουν φωτογραφικό υλικό από την απελευθέρωση του Βόλου από τον ΕΛΑΣ το 1944, θα έβλεπαν ότι η απελευθέρωση της πόλης εορτάστηκε με μία λαμπρή παρέλαση στην οποία συμμετείχαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και η νεολαία της πόλης, στην κορυφή της οποίας παρέλασης περίοπτη θέση είχαν οι ιερείς με τα άγια και τις εικόνες.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τον ιστορικό λόγο του Άρη Βελουχιώτη, όταν στις 19 Οκτωβρίου απελευθερώθηκε η Λαμία. Σε αυτόν αναφέρει επί λέξει: Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματός μας και η συμβολή του κλήρου (επαναλαμβάνω, του κλήρου), που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη. Μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αυτοί που εμφανίζονται σαν προστάτες της Εκκλησίας γκρέμισαν μαζί με τους Γερμανούς και γδέρνουνε παπάδες. Ο κομμουνισμός λένε θα καταργήσει τη θρησκεία, μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράγμα αδύνατο έστω κι αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλαν να την καταργήσουν.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της επταετίας, που δυστυχώς ένα μεγάλο κομμάτι της διοίκησης της Εκκλησίας και των θρησκευτικών οργανώσεων είχαν ταυτιστεί ολοκληρωτικά με το δικτατορικό καθεστώς, υπήρξε το παράδειγμα πολιτικοποιημένων χριστιανών, οι οποίοι ως τέτοιοι συμμετείχαν ενάντια στο καθεστώς της επταετούς δικτατορίας με αποτέλεσμα αυτής της δράσης να υποστούν συλλήψεις, βασανισμούς, εξορίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πατήρ Γεώργιος Πυρουνάκης (3), η εφημερίδα Χριστιανική και ο ηγέτης του κινήματος Νίκος Ψαρουδάκης.
Η αντιστασιακή δράση της Εκκλησίας όμως δεν εξαντλείται στα καθ’ ημάς. Είναι δυστυχώς ελάχιστα γνωστές οι κινητοποιήσεις ιερωμένων στις παγκόσμιες κινητοποιήσεις του Μάη του ’68, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη θεολογία της απελευθέρωσης, ή θεολογία της επανάστασης, που ξεδιπλώθηκε τη δεκαετία του ’60 με επιφανείς εκπροσώπους, ανάμεσα σε άλλους, των Φράι Μπέττο και Καμίλο Τόρες οι οποίοι αντιτάχθηκαν, ακόμη και ένοπλα, στα δικτατορικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής. Ακόμη πιο πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 1980, για πρώτη φορά στην ιστορία ένα επαναστατικό κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, το Σαντινιστίκο Μέτωπο Λαϊκής Απελευθέρωσης, εξέδωσε ένα ντοκουμέντο πάνω στη θρησκεία το οποίο, λέξη προς λέξη, λέει το εξής: Χωρίς αμφιβολία, εμείς οι Σαντινίστας βεβαιώνουμε ότι η δική μας πείρα δείχνει πως όταν οι χριστιανοί, στηριγμένοι στην πίστη τους, μπορέσουν να απαντήσουν στις ανάγκες του λαού και της ιστορίας, οι ίδιες τους οι πεποιθήσεις τους ωθούν στη συμμετοχή στην επανάσταση. Η πείρα μας δείχνει ότι μπορεί κανείς να είναι πιστός και ταυτόχρονα συνεπής επαναστάτης και ότι δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα δύο (4).
Τελευταίο, αλλά καθόλου ελάχιστο παράδειγμα, η συνεργασία της Εκκλησίας και του κινήματος των Ζαπατίστας. Είναι γνωστή η συμπαράσταση του επισκόπου Σαμουέλ Ρουίς (ο και κόκκινος επίσκοπος λεγόμενος) του Σαν Κριστόμπαλ προς το συγκεκριμένο κίνημα, συμπαράσταση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόπειρα δολοφονίας του από παραστρατιωτικές δυνάμεις το 1997.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπενθυμίσω τη συνάντηση του προκαθημένου της ελληνικής εκκλησίας Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με την πολιτική ηγεσία του τόπου, στην οποία και τα δύο μέρη συμφώνησαν ότι η Εκκλησία έχει να εκτελέσει ένα δύσκολο έργο αυτή την περίοδο των μνημονίων και της οικονομικής εξάρτησης της χώρας και το αθόρυβο έργο αυτό η Εκκλησία, μέσα από τις δομές της (συσσίτια ενοριών, κοινωνικά παντοπωλεία αλλά και ευρύτερες δράσεις αλληλεγγύης) επιτελεί έχοντας ως μοναδικό της αντίπαλο το χρέος της διεύρυνσης αυτής της αλληλεγγύης.
Επανερχόμενοι λοιπόν στη φράση που υπήρξε η αφορμή για αυτή την τοποθέτηση, καταλήγουμε: Η Εκκλησία όχι μόνο δεν ήταν απούσα, αλλά η αντιστασιακή της παράδοση την οδηγεί, οφείλει να την οδηγήσει, στον δρόμο της αλληλεγγύης και της συμπόρευσης με το ποίμνιό της, με την κοινωνία συνολικότερα. Μόνο ένας τυφλός, αμαθής ή ιδεολογικά εμμονικός, όπως είναι ο υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης, δεν μπορεί να δει αυτό το γεγονός.
Τελευταίο, αλλά καθόλου ελάχιστο παράδειγμα, η συνεργασία της Εκκλησίας και του κινήματος των Ζαπατίστας. Είναι γνωστή η συμπαράσταση του επισκόπου Σαμουέλ Ρουίς (ο και κόκκινος επίσκοπος λεγόμενος) του Σαν Κριστόμπαλ προς το συγκεκριμένο κίνημα, συμπαράσταση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόπειρα δολοφονίας του από παραστρατιωτικές δυνάμεις το 1997.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπενθυμίσω τη συνάντηση του προκαθημένου της ελληνικής εκκλησίας Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με την πολιτική ηγεσία του τόπου, στην οποία και τα δύο μέρη συμφώνησαν ότι η Εκκλησία έχει να εκτελέσει ένα δύσκολο έργο αυτή την περίοδο των μνημονίων και της οικονομικής εξάρτησης της χώρας και το αθόρυβο έργο αυτό η Εκκλησία, μέσα από τις δομές της (συσσίτια ενοριών, κοινωνικά παντοπωλεία αλλά και ευρύτερες δράσεις αλληλεγγύης) επιτελεί έχοντας ως μοναδικό της αντίπαλο το χρέος της διεύρυνσης αυτής της αλληλεγγύης.
Επανερχόμενοι λοιπόν στη φράση που υπήρξε η αφορμή για αυτή την τοποθέτηση, καταλήγουμε: Η Εκκλησία όχι μόνο δεν ήταν απούσα, αλλά η αντιστασιακή της παράδοση την οδηγεί, οφείλει να την οδηγήσει, στον δρόμο της αλληλεγγύης και της συμπόρευσης με το ποίμνιό της, με την κοινωνία συνολικότερα. Μόνο ένας τυφλός, αμαθής ή ιδεολογικά εμμονικός, όπως είναι ο υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης, δεν μπορεί να δει αυτό το γεγονός.
1. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 49.
2. Θ. Σιμοπούλου, Μάρτυρες και αγωνισταί Ιεράρχαι, τ. Α΄ και Β΄-Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 12 σ. 135.
3. Το διάστημα της χούντας παύθηκε από την ενορία της Ελευσίνας και τοποθετήθηκε ως βοηθός ιερέα στον Άγιο Στέφανο Αττικής. Ανακρίθηκε και διώχθηκε τα χρόνια εκείνα, αλλά δεν σταμάτησε να υπερασπίζεται έμπρακτα πολιτικούς κρατούμενους. Δήλωσε παρών σε πολλές δίκες της εποχής.
4. Ο Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο, εκδόσεις Γνώσεις, 1987