του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου
Αν θυμάμαι σωστά, οι παλαιότεροι πολιτικοί ηγέτες στην Ελλάδα θεωρούσαν σε ότι αφορά στο Κυπριακό ό,τι πολλές φορές "η μη λύση είναι προτιμότερη από μία κακή λύση". Με αυτή τη φιλοσοφία πορεύτηκαν για παράδειγμα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αλλά και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σήμερα βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μία ιστορικής σημασίας και υψηλής εθνικής ευθύνης στιγμή.
Η μοίρα δε τα έχει φέρει έτσι που σε αυτή την πολύ κρίσιμη καμπή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, οι έχοντες την κορυφαία ευθύνη δεν έχουν το πολιτικό ανάστημα προκατόχων τους. Και αυτό ισχύει και για τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και για το Νίκο Αναστασιάδη. Ωστόσο, ιδιαίτερα στον Κύπριο πρόεδρο είναι που έτυχε να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα βήμα που μπορεί να αποδειχθεί και μοιραίο.
Η πάγια θέση της ελληνικής πλευράς – και της ελληνικής κυβέρνησης και της κυπριακής - υπήρξε η παραδοχή ότι το Κυπριακό είναι ζήτημα "εισβολής και κατοχής". Και ότι δεν μπορεί να γίνει επί της ουσίας καμία συζήτηση επίλυσής του αν πρώτα δεν αποχωρήσουν από το νησί τα στρατεύματα κατοχής, ο "Αττίλας". Ώστε να μην γίνεται η συζήτηση υπό το βάρος τετελεσμένων. Τα περί "αμοιβαίων υποχωρήσεων" και "συμβιβασμών", που φυσικά είναι συνήθη ζητούμενα όταν πρόκειται για διεθνή προβλήματα και που σήμερα απαιτούνται από την ελληνική πλευρά, μπορεί να σημάνουν ή να ερμηνευτούν ότι ο Ερντογάν, με την συγκατάθεση της ελληνοκυπριακής πλευράς, θα νομιμοποιήσει αυτό που κατέχει δια της βίας…
Γι αυτό και οι παλαιοί πολιτικοί προτιμούσαν μία διαιώνιση της συζήτησης από μία λύση που θα καθιστούσε τετελεσμένα όλα όσα μέχρι σήμερα αμφισβητούνται εντόνως. Ακόμη και όταν ήρθε το σχέδιο Ανάν, ως πρώτη απόπειρα να υπάρξει λύση εκτός "ατζέντας" περί εισβολής(…) και το οποίο είναι αλήθεια ότι ο Γιώργος Παπανδρέου υποστήριζε ένθερμα, υπήρξε η αντίδραση από την πλευρά του Τάσου Παπαδόπουλου ο οποίος είχε πει τότε ότι "παρέλαβα κράτος και δεν θα παραδώσω κοινότητα"! Και μέσω του δημοψηφίσματος που απέρριψε με συντριπτική πλειοψηφία το σχέδιο, αυτό δεν προχώρησε.
Σήμερα, αν και φαινόταν ότι αρχικά υπήρχε διάθεση για συμβιβασμό, κάτι που φαίνεται να αποτελεί και θέση του κ. Αναστασιάδη αν ικανοποιηθεί στο εδαφικό, τελευταία αρχίζουν και κερδίζουν έδαφος στην Κύπρο οι φωνές που υποστηρίζουν ότι δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή μία κακή λύση. Η οποία θα αλλοιώνει την ισχύ της ελληνοκυπριακής πλευράς. Αρχίζουν να πληθαίνουν οι οπαδοί της "μη λύσης".
Σε κάθε περίπτωση βέβαια απαιτείται ιδιαίτερη σύνεση αλλά και συναίσθηση του ιστορικού ρόλου, από εκείνους που καλούνται σήμερα να διαπραγματευτούν. Το έδαφος κάτω από τα πόδια τους είναι αναμφίβολα καυτό. Και το αναφέρω αυτό και σε σχέση με τις επαφές που ξεκινούν σε πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα ενόψει των κρίσιμων συναντήσεων στη Γενεύη.
Βεβαίως, αποτελεί πραγματικότητα ότι σε κάθε εποχή διαμορφώνονται και διαφορετικές συγκυρίες αλλά και διαφορετικοί τρόποι πίεσης. Και είναι σαφές ότι η Κύπρος –όσο και αν έχει σχετικά ανακάμψει – δεν βρίσκεται σε περίοδο ισχύος ώστε να αντέξει σε έντονες πιέσεις. Πολύ δε περισσότερο η Ελλάδα. Θα μπορούσε να είναι λύση ένα νέο δημοψήφισμα; Ενδεχομένως. Ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί και παγίδα. Αν απορρίψουν εκ νέου μία πρόταση, τότε είναι μάλλον βέβαιο ότι θα βρεθούν στη δίνη διεθνούς δυσφορίας εμφανιζόμενοι ως οι… αμετακίνητοι. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει για να υπάρξει συγκατάθεση, να έχουν διαμορφωθεί έτσι οι προϋποθέσεις για να γίνει αποδεκτή μία λύση, ώστε τουλάχιστον αν όχι ευνοϊκή, να μπορεί να θεωρείται τουλάχιστον βιώσιμη…
Είναι ξεκάθαρο ότι το παζλ είναι και δυσεπίλυτο αλλά και κρύβει κινδύνους. Την ώρα μάλιστα που η Τουρκία εμμέσως πλην σαφώς απειλεί με την προσάρτηση των κατεχόμενων. Και κάτι τέτοιο θα σημάνει απώλεια εθνικού εδάφους και για την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και για τον ελληνισμό συνολικότερα. Και αν υπάρχει κάποιος που νομίζει ότι μία τέτοια ενέργεια μπορεί μετά να αντιστραφεί, ας θυμηθεί την περίπτωση της Κριμαίας…