Αναδημοσίευση από: liberal.gr
Του Βασίλη Γεώργα
Του Βασίλη Γεώργα
Με την πολιτική της υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και της άγριας δίωξης των ελεύθερων επαγγελματιών μέσα από το νέο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών, η κυβέρνηση έκανε μια συνειδητή επιλογή που έχει όλα τα στοιχεία να αποβεί πολύ γρήγορα καταστροφική για την πραγματική οικονομία.
Με πρόφαση τη «δίκαιη ανακατανομή από τους έχοντες στους μη έχοντες», έβαλε στο στόχαστρο προς λαφυραγώγηση τα εναπομείναντα μεσαία και υψηλά εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 70.000 ευρώ τα οποία, παρότι συνιστούν μειοψηφία σήμερα, είναι εκείνα που μέχρι σήμερα σιτίζουν τα φορολογικά έσοδα, τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Στον αντίποδα αυτών ευελπιστεί ότι ελαφρύνοντας κατά μερικές δεκάδες ευρώ τα ασφαλιστικά βάρη από εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένους χαμηλότερων εισοδημάτων, μπορεί να προσδοκά ότι όσοι δεν κατέβαλαν μέχρι σήμερα τις εισφορές τους (σχεδόν οι μισοί από τους 730.000 ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ), από αύριο θα το κάνουν και έτσι θα τονωθούν οι χρηματοροές στο ασφαλιστικό σύστημα το οποίο ήδη ξεκινά με έλλειμμα άνω του 1 δισ. ευρώ. Μπορεί αυτό σε κάποιο βαθμό να συμβεί, αλλά το ρίσκο είναι να σταματήσουν να πληρώνουν πολύ περισσότεροι φόρους και εισφορές σε σύγκριση με όσους θα ξεκινήσουν πάλι.
Η σωρευτική αποστέρηση εισοδημάτων μέσα από φόρους και εισφορές που αντιστοιχούν στο 50% έως 60% των αποδοχών ενός ελεύθερου επαγγελματία ή ενός αγρότη ή ενός μισθωτού με μπλοκάκι, μπορεί πολύ εύκολα και ταχύτατα -εντός του 2017- να αποδειχθεί όπλο μαζικής καταστροφής για το ίδιο το ασφαλιστικό σύστημα και την οικονομία.
Ακόμη δεν έχει πειστεί κανείς ότι μια οικονομία που θα επιβαρυνθεί πρόσθετους φόρους 2,5 δισ. ευρώ και έξτρα εισφορές, θα μπορέσει να ανακάμψει και μάλιστα με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% μέσα στην χρονιά που έρχεται, όταν οι φόροι στο εισόδημα και στην παραγωγή θα φτάσουν για πρώτη φορά φέτος να αντιστοιχούν στο 25% του ΑΕΠ.
Αν επιβεβαιωθούν οι «Κασσάνδρες» των φοροτεχνικών και ασφαλιστικών γραφείων της χώρας, η κατάσταση αναμένεται ότι θα είναι ιδιαίτερα προβληματική τους επόμενους μήνες ιδίως στο σκέλος των εσόδων από τα οποία η κυβέρνηση προσδοκά ότι θα αποπληρώσει δανειακές ανάγκες μέχρι να εκταμιευτεί η δόση και να επιτύχει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρηματιών της ελεύθερης αγοράς που καλείται να πληρώσει σε εισφορές μέχρι και το 37,95% των καθαρών εισοδημάτων του (ασφάλιση, περίθαλψη, επικούρηση και εφάπαξ) και επιπλέον τους φόρους, την εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος, δεν θα αποφασίσει εύκολα να μεταβιβάσει το 50-60% των χρημάτων του στο Δημόσιο. Θα προτιμήσει να κηρύξει έστω και προσωρινά «στάση πληρωμών» τους πρώτους μήνες της νέας, και στην καλύτερη θα περιμένει τους συμψηφισμούς με τα εισοδήματα της επόμενης (2016) για να δει τι θα κάνει.
Επίσης έχει γίνει πλέον προφανές από την κινητικότητα που αναπτύσσεται στα φοροτεχνικά γραφεία πως με ασφαλιστικές και φορολογικές επιβαρύνσεις 33.300 ευρώ για εισόδημα 60.000 ευρώ, ένας επιτυχημένος επαγγελματίας δεν έχει πολλά περιθώρια εκτός από το να αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους για να δηλώνει τα εισοδήματά του. Η μετατροπή της δραστηριότητας σε ΙΚΕ ή σε άλλου τύπου εταιρείας και η αναζήτηση λογιστικών τρικ για να αυξήσει τις δαπάνες που περικόπτουν στο τέλος την συνολική επιβάρυνση, είναι οι πιο «αθώες» των εναλλακτικών επιλογών που εξετάζονται αυτή την περίοδο και αναμένεται ότι θα μπουν μαζικά σε εφαρμογή το επόμενο τρίμηνο.
Ακόμη και σε επαγγελματίες με χαμηλότερα δηλωθέντα εισοδήματα που δηλώνουν σήμερα αδυναμία καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση που επέρχεται δεν είναι τέτοια που να τους δίνει κίνητρο επιστροφής στα γκισέ του ΕΦΚΑ και της εφορίας.
Αν πέρυσι οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές στο Δημόσιο αυξήθηκαν κατά περίπου 14 δισ. ευρώ (σ.σ 12,6 δισ. ήταν μέχρι τον Νοέμβριο) και στα ταμεία κατά 2 δισ. ευρώ, το 2017 με τις νέες επιβαρύνσεις και χωρίς κάποια σοβαρή αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία, οι δυσκολίες ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις θα είναι πολύ μεγαλύτερες.
Η υπερφορολόγηση αντί της μείωσης δημοσίων δαπανών είναι μια πολιτική και οικονομική επιλογή τέτοια που κάνει πολλούς ακόμη και εντός της κυβέρνησης να ανησυχούν ότι επειδή δεν συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, θα ανοίξει πολύ σύντομα το δρόμο σε ακόμη πιο βίαιη ανακατανομή εισοδημάτων. Είτε μέσα από την αδυναμία του ασφαλιστικού συστήματος να ανταποκριθεί κάποια στιγμή στην πληρωμή συντάξεων, είτε μέσα από την φοροδοτική κόπωση των πολιτών που εισφέρουν στον κορβανά, εν τέλει θα φέρει ταχύτερα στο προσκήνιο ριζικές και επώδυνες λύσεις όπως οι περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και οι μειώσεις στο αφορολόγητο όριο.