Αναδημοσίευση από: topontiki.gr
ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΒΑΣΙΛΑ
ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΒΑΣΙΛΑ
Τα στατιστικά στοιχεία τα οποία ανατρέπουν την αισιοδοξία της κυβέρνησης
Μπορεί να πανηγυρίζει η κυβέρνηση ότι η ανεργία μειώθηκε στο 23%, ωστόσο για έναν ακόμα μήνα η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση της «μαύρης» κλίμακας της ανεργίας και μάλιστα με ποσοστά υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τα νεώτερα στοιχεία της Eurostat, η ανεργία στην Ελλάδα παραμένει πάνω από την «κόκκινη ζώνη» του 20% και συγκεκριμένα στο 23,1% (στοιχεία Σεπτεμβρίου), έναντι 19,2% (στοιχεία Νοεμβρίου) στην Ισπανία, που βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Από εκεί και πέρα οι συγκρίσεις είναι μάταιες, αφού Κύπρος, Ιταλία, Κροατία και Πορτογαλία «παίζουν» μεταξύ 14,2% και 10,5%, όντας οι μόνες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση που διατηρούνται σε επίπεδα άνω του 10%.
Σύμφωνα μάλιστα με τα νεότερα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 3,69 εκατομμύρια, την ώρα που οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι και τα άτομα που δεν αναζητούν εργασία ανήλθαν αθροιστικά σε 4,35 εκατομμύρια.
Ταυτόχρονα, η αναγγελία μέσα από το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» της αύξησης της απασχόλησης και της μείωσης του συνολικού αριθμού των ανέργων έδωσε μια κυβερνητική αίσθηση αισιοδοξίας για αναστροφή του αρνητικού κλίματος στην απασχόληση του εργατικού δυναμικού.
Μια πιο αναλυτική ματιά στα στατιστικά, όμως, ανατρέπει αυτήν την αισιοδοξία. Αιτία είναι η αυτονόητη ερώτηση, αν πρέπει να μετράμε τα άνεργα άτομα σε σχέση με το σύνολο των εργαζομένων ή την άνεργη εργατική δύναμη σε σχέση με τη διαθέσιμη εργατική δύναμη από το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Μαύρη εικόνα
Σύμφωνα με το σύστημα «Εργάνη», το 2016 από το σύνολο των προσλήψεων (2.142.974), το 54,74% (1.173.009) ήταν εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι το 54,74% του εργατικού δυναμικού εργάζεται πολύ λιγότερο από το υπόλοιπο 45,26%!
Ευλόγως λοιπόν το θέμα δεν είναι να μετρήσουμε πόσα άτομα εργάστηκαν έστω και μια ώρα τη βδομάδα και να τους κατατάξουμε στους εργαζομένους, αλλά να μετρήσουμε πόση εργατική δύναμη από την κανονικά διαθέσιμη του εργατικού δυναμικού αξιοποιείται πραγματικά και προσμετράται ως εργάσιμος χρόνος και πόσος χρόνος αργεί και πρέπει να προστεθεί στον χρόνο ανεργίας των ολοκληρωτικά ανέργων.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (Οκτώβριος 2016), οι άνεργοι ανέρχονταν σε 1.102.335 άτομα ή στο 23% του εργατικού δυναμικού ενώ οι απασχολούμενοι ανέρχονταν σε 3.690.425, επί συνόλου εργατικού δυναμικού 4.792.760 ατόμων.
Με τον νέο υπολογισμό της άνεργης εργατικής δύναμης, η ανεργία θα διαμορφωθεί περίπου (1.102.335+469.236) σε 1.571.571 άτομα ή το 32,78% του εργατικού δυναμικού!
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν η χώρα στερείται από την απασχόληση του 32,78% της διαθέσιμης εργατικής δύναμης με όλες τις συνέπειες στην οικονομία, στο ΑΕΠ, στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των πολιτών.
Μακροχρόνια άνεργοι
Εν τω μεταξύ οι μακροχρόνια άνεργοι, όσοι δηλαδή αναζητούν εργασία πάνω από 12 μήνες, αποτελούν το 73,8% των άνεργων. Με λίγα λόγια επτά στους δέκα ανέργους έχουν να δουλέψουν πάνω από έναν χρόνο – πρόκειται για 820.000 άτομα. Παράλληλα, εννέα στους δέκα ανέργους βρίσκονται κυριολεκτικά στο περιθώριο και δεν λαμβάνουν καμία απολύτως στήριξη από τον ΟΑΕΔ, ούτε επίδομα ανεργίας ούτε επιδότηση απασχόλησης.
Μόνο το 10% των ανέργων λαμβάνει επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ ενώ το πρόσθετο επίδομα των 700 ευρώ τον μήνα το λαμβάνει μόλις το 1,5% του συνόλου των εγγεγραμμένων μακροχρόνια άνεργων.
Σημαντικά είναι επίσης τα εξής στοιχεία:
Κάθε άνεργος είναι άνεργος περισσότερο από δυόμισι χρόνια.
Σε 350.000 οικογένειες δεν υπάρχει εργαζόμενο μέλος.
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (27,2%) είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό των αντρών.
Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (46,9%).
Την 4ετία των δύο μνημονίων (2010-2014) καταγράφηκε αύξηση κατά 45% στον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων και μείωση κατά 47% στον αριθμό των δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας.
Η πραγματική ανεργία στερεί από το ασφαλιστικό σύστημα πάνω από 7 δισ. ευρώ.
Μεσήλικες στον Καιάδα
Εκρηκτική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό των άνεργων πενηντάρηδων τα τελευταία χρόνια, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας το ποσοστό των ανέργων που ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 55-64 ετών, από 9,2% που ήταν τον Οκτώβριο του 2011, εκτινάχθηκε στο 19,3% τον αντίστοιχο μήνα του 2016, καθώς απολύονται εργαζόμενοι με κατά το πλείστον υψηλές αποδοχές για να προσληφθούν νέοι φθηνότεροι με τον κατώτατο μισθό.
Ουσιαστικά πρόκειται για μία κατηγορία ανέργων, κυρίως του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, οι οποίοι λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία εξόδου στη συνταξιοδότηση.
Το ίδιο αυτό πρόβλημα αντιμετωπίζουν με ανάλογη ένταση και οι μακροχρόνια άνεργοι οι οποίοι στατιστικά εντάσσονται στην κατηγορία 45-54 ετών, καθώς οι περιορισμένες, αν όχι μηδαμινές, δυνατότητες ανεύρεσης εργασίας τούς στερούν τη δυνατότητα συμπλήρωσης ενός επαρκούς αριθμού ημερών ασφάλισης, ώστε να προσδοκούν σε μία αξιοπρεπή σύνταξη. Έτσι, διαμορφώνεται μια ανθρώπινη δεξαμενή εγκλωβισμένων ανέργων, η οποία στις ηλικίες μεταξύ 45 και 64 ετών αριθμεί 287.900 άτομα μακροχρόνια ανέργων (ΕΛΣΤΑΤ, 3ο τρίμηνο 2015), που έχουν αποκοπεί από την αγορά εργασίας και παράλληλα βρίσκονται χρονικά σε μεγάλη απόσταση από την ηλικία συνταξιοδότησης.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία (2014) της Eurostat, η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε. στις ηλικίες 55-64 ετών με ποσοστό 34%, όταν στις χώρες της ευρωζώνης το αντίστοιχο ποσοστό απασχόλησης είναι 51,7% και στην Ε.Ε. των 28 χωρών-μελών ανέρχεται στο 51,8%. Επίσης, η Ελλάδα σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία σημείωσε το 2014 το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στο σύνολο του πληθυσμού (49,4 %).
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις νέες ανατροπές που επήλθαν στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, για να συνταξιοδοτηθεί κάποιος με μειωμένη σύνταξη πρέπει να έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, ενώ για πλήρη σύνταξη απαιτείται η συμπλήρωση του 67ου έτους.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το νέο πρόγραμμα μέσω ΟΑΕΔ για άτομα άνω των 55 ετών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, το έκανε γνωστό η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας Ράνια Αντωνοπούλου και αφορά 10.000 θέσεις για ανέργους ηλικίας 55-67 ετών και θα είναι για εργασία 12 μηνών με δυνατότητα ανανέωσης για ακόμη 12.
Όπως εξήγησε η Ρ. Αντωνοπούλου, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ Μερόπης Τζούφη, «πέρα από τον ιδιωτικό τομέα, θα έχουμε προσλήψεις και στον δημόσιο τομέα, στον βαθμό που υπάρχουν κάποιες θέσεις εργασίας σε δήμους, αλλά όχι μόνο». Στόχος επίσης του υπουργείου είναι να αυξηθούν και οι αμοιβές και να φτάσουν τα 600 ευρώ τον μήνα.
«Στο επόμενο πρόγραμμα που θα βγει για 10.000 ανθρώπους μέσα στον Φεβρουάριο, θα έχουμε ένα ανώτερο όριο μέχρι και 600 ευρώ, στον βαθμό που αυτό αντιστοιχεί στο 50% του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους» είπε η αναπληρώτρια υπουργός σημειώνοντας ότι σήμερα, στο πλαίσιο των υποστηρικτικών προγραμμάτων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, το κράτος συνεισφέρει 381 ευρώ τον μήνα και σε περίπτωση που ο άνεργος είναι άνω των 50 ετών η συνεισφορά για εργασία στον ιδιωτικό τομέα φτάνει τα 500 ευρώ τον μήνα.
Ωστόσο τα προγράμματα ΟΑΕΔ είναι γνωστό ότι προσφέρουν ολιγόμηνη απασχόληση, με αντάλλαγμα εργασία χωρίς κανένα δικαίωμα, μισθούς κάτω από 500 ευρώ και μηδενικό κόστος για τον εργοδότη. Ειδικότερα, «κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας», έχουν καθαρές ανώτατες αμοιβές «όχι μεγαλύτερες» από 490 ευρώ ή 19,6 ευρώ καθαρά την ημέρα όσοι είναι άνω των 25 ετών και 427 ευρώ μηνιαία ή 17 ευρώ την ημέρα για όσους είναι κάτω των 25 ετών.
Μιλάμε για ένα σύγχρονο σκλαβοπάζαρο, με θύματα τους ανέργους, οι οποίοι άθελά τους και συμμετέχοντας σε αυτήν τη λογική βάζουν το λιθαράκι τους για την ολοκληρωτική αποσύνθεση των εργασιακών σχέσεων.
Άμεσα ωφελούμενοι, για αρχή, ήταν οι επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα που προσελάμβαναν αθρόα, αφού πρώτα έκαναν εκκαθαρίσεις, απολύοντας και οδηγώντας σε «εθελούσια» έξοδο τους «καλά» αμειβόμενους υπαλλήλους.
Άλλωστε την τελευταία εξαετία νομιμοποιήθηκαν και γενικεύθηκαν, μέσα από το μνημονιακό νομοθετικό οπλοστάσιο, οι μορφές ευέλικτης, ανειδίκευτης και ανασφάλιστης εργασίας, οι οποίες υλοποιούνται μέσω δήθεν πρακτικής εκπαίδευσης ή μαθητείας.
Τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας στο Δημόσιο, τα voucher στον ιδιωτικό τομέα, ήρθαν να ανακυκλώσουν την ανεργία υποκαθιστώντας ουσιαστικά τα επιδόματα, αλλά και τις παλαιές παροχές ενός υπό κατάρρευση κοινωνικού κράτους.