Αναδημοσίευση από: ethnos.gr
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ
Τορπίλη στη διαδικασία των συνομιλιών του Κυπριακού έριξε ο Ερντογάν, με τρόπο που υπονομεύει όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων, θέτοντας συγχρόνως σοβαρά ερωτήματα για τη συμβατότητα του καθεστώτος που δημιουργεί με την Ευρώπη.
Το ξέσπασμα Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας λίγες μόνον ώρες μετά τη δημοσίευση του Κοινού Ανακοινωθέντος της Πενταμερούς Διάσκεψης, ήρθε να προσγειώσει όσους πίστευαν στα «θαύματα», αλλά και να εκθέσει όσους σε Αθήνα και Λευκωσία έσπρωχναν με κάθε τρόπο σε αυτό το ραντεβού, στα τυφλά.
Τον Τούρκο πρόεδρο εκνεύρισε το γεγονός ότι το παιχνίδι που είχε στηθεί δεν βγήκε για τους τουρκικούς σχεδιασμούς, αλλά και η ενεργός παρουσία του προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι.
Το παιχνίδι στη Γενεύη είχε στηθεί με σημαδεμένα χαρτιά, καθώς οι Βρετανοί (με τη στήριξη και της Αμερικανίδας ΥΦΥΠΕΞ Β. Νούλαντ) είχαν καθοδηγήσει τη διαδικασία, με τον πρόθυμο κ. Αϊντα να επιχειρεί να εγκλωβίσει την ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά σε μια συζήτηση, που η Αγκυρα θα απέφευγε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα επί του ζητήματος των εγγυήσεων και της ασφάλειας, ενώ αντίθετα θα καταγράφονταν οι «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς. Μετά από αυτό είναι σαφές ότι οι πιέσεις θα στρέφονταν στην Ελλάδα για άρση των «κόκκινων γραμμών» λες και είναι η χώρα μας η κατοχική δύναμη στο νησί.
Το σχέδιο μάλιστα προέβλεπε άφιξη και των πρωθυπουργών για να επιβεβαιώσουν το αποτέλεσμα αυτό και δεν είναι τυχαίες οι διαρκείς διαρροές από την Αγκυρα ότι ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ «αναχωρεί» για τη Γενεύη.
Μετά από αυτό το δύσκολο παιχνίδι, που είχε μπλόφες και εκρηκτικές στιγμές, η Τουρκία πλέον είναι υποχρεωμένη να τοποθετηθεί επισήμως στη συνάντηση των τεχνοκρατών της Τετάρτης, όπου ήδη έχουν τεθεί μια σειρά προτάσεις και «νέα εργαλεία», που αποτελεσματικά μπορεί να αντιμετωπίσουν το κρίσιμο ερώτημα της ασφάλειας των πολιτών και του νέου κράτους αλλά και των εγγυήσεων εφαρμογής της λύσης, σε συνδυασμό με αξιόπιστους τρόπους για ένα καθαρό χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Οι τεχνοκράτες
Ενώ το απόγευμα της Πέμπτης είχε ήδη γίνει βολιδοσκόπηση στις συναντήσεις του γ.γ. του ΟΗΕ με τις εγγυήτριες δυνάμεις για τη συγκρότηση του παράλληλου μηχανισμού σε επίπεδο τεχνοκρατών για τη συζήτηση των θεμάτων της ασφάλειας και των εγγυήσεων, επιδιώχθηκε να ξεκινήσουν τις εργασίες τους από το πρωί της Παρασκευής με προοπτική να «κλείσουν» μέσα σε λίγες ώρες ή έστω σε λίγα εικοσιτετράωρα το κεφάλαιο αυτό, χωρίς να υπάρχει ένας δομημένος και συγκροτημένος διάλογος με συγκεκριμένες και ολοκληρωμένες προτάσεις, αλλά μια συζήτηση γενική, με τα Ηνωμένα Εθνη να καταγράφουν «κόκκινες γραμμές» και τη διαδικασία προφανώς να οδηγείται σε θορυβώδες αδιέξοδο.
Ο κ. Κοτζιάς, αφού είχε δεχθεί ανάλογες εισηγήσεις από τη νομική ομάδα που τον συνόδευε με επικεφαλής τον καθηγητή Χ. Ροζάκη, στην παρέμβασή του δήλωσε ότι δεν συναινεί σε αυτή την ανατροπή της διαδικασίας και ότι πρέπει να συζητηθεί το πολιτικό πλαίσιο και κατόπιν να δοθούν οι κατευθυντήριες γραμμές στους τεχνοκράτες? Εξήγησε μάλιστα, με τρόπο που ο κ. Τσαβούσογλου εξέλαβε ως υπαινιγμό για την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα του, ότι αφού γίνουν όλα αυτά θα πρέπει να υπάρξει και συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία για την εξασφάλιση πολιτικής νομιμοποίησης για μια τέτοια διαδικασία.
Ο κ. Τσαβούσογλου τότε άλλαξε γνώμη και ανακοίνωσε οτι επιστρέφει στην Αγκυρα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων, χωρίς καν να δώσει απάντηση στην παραίνεση του Νίκου Αναστασιάδη να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι είχε έρθει με το κυβερνητικό αεροσκάφος και μπορούσε έτσι να παραμείνει στη Γενεύη, λίγες ώρες το πρωί της Παρασκευής?
Τα συμπεράσματα των τεχνοκρατών θα τεθούν υπόψη των μερών σε πολιτικό επίπεδο (και μάλιστα στην ίδια σύνθεση που συνεκλήθη η Διάσκεψη δηλαδή οι δύο ηγέτες και οι ΥΠΕΞ των τριών εγγυητριών δυνάμεων), ενώ εάν εχει σημειωθεί τέτοια πρόοδος που να δικαιολογεί την εκπροσώπηση σε ανώτατο επίπεδο, τότε θα κληθούν να συμμετάσχουν και οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Βρετανίας και ο πρόεδρος της Τουρκίας. Το χρονοδιάγραμμα της 18ης Ιανουαρίου είναι πάντως ανοικτό και η Διάσκεψη παίρνει έτσι open ended (ανοικτού τέλους) χαρακτήρα μέχρι να εξευρεθούν σημεία προσέγγισης.
Παράλληλα στην Κύπρο θα συνεχίζεται σε επίπεδο διαπραγματευτικών ομάδων η συζήτηση των υπολοίπων ανοικτών θεμάτων στα υπόλοιπα κεφάλαια του Κυπριακού, όπου η απόσταση παραμένει μεγάλη, καθώς όσο στο κεφάλαιο εγγυήσεις/ασφάλεια δεν υπάρχει προσέγγιση, παραμένει παγωμένο το πάρε-δώσε που θέλουν οι Τουρκοκύπριοι να επιτύχουν με την εξασφάλιση της εκ περιτροπής προεδρίας δίνοντας ως αντάλλαγμα τη Μόρφου. Αυτό είναι ένα πάρε-δώσε που οι δυο ηγέτες εκτιμούν ότι θα τους προσφέρει ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα το οποίο θα μπορούν να «πουλήσουν» σε ένα δημοψήφισμα.
Η στάση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας για πρόοδο καθώς εμφανίσθηκε με απόλυτα ανελαστικές θέσεις στα θέματα της ασφάλειας, επιμένοντας ότι πρέπει να διατηρηθούν οι εγγυήσεις και η παρουσία τουρκικού στρατού που θα προσφέρουν συνθήκες... ασφάλειας στους Τουρκοκυπρίους και μετά την επίτευξη λύσης.
Ομως ο κ. Τσαβούσογλου επιχείρησε να εμπλέξει τη διαδικασία και σε άλλα θέματα τής καθ’ αυτό διαπραγμάτευσης που ανήκει στις δυο κοινότητες θέλοντας να αμφισβητήσει ουσιαστικά το ευρωπαϊκό πλαίσιο και την ευρωπαϊκή παρουσία στη Διάσκεψη.
Ετσι ζήτησε να γίνει πρωταρχικό δίκαιο της ΕΕ η Συμφωνία Λύσης του Κυπριακού (ώστε να διασφαλισθούν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι εξαιρέσεις και οι παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να αποτραπούν και οι προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) αλλά και να κατοχυρωθεί στην Κύπρο η εξασφάλιση των τεσσάρων ελευθεριών που προβλέπεται για ολους τους Ευρωπαίους πολίτες, συνεπώς και για τους Ελληνες και τους πολίτες της Τουρκίας. Αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτό, καθώς αφενός θα αποτελεί μια παραβίαση του κοινοτικού κεκτημένου με σοβαρά προβλήματα εφαρμογής αλλά κυρίως θα απειλούσε να κατακλύσει την Κύπρο με χιλιάδες Τούρκους μετανάστες που θα δημιουργούσαν ένα νέο κύμα «εποίκων» αλλοιώνοντας την ταυτότητα και τις ισορροπίες του νησιού.
Πάντως η αρνητική στάση Τσαβούσογλου έναντι της ΕΕ και η συνεχής αμφισβήτηση του ρόλου της και στη Διάσκεψη αλλά και ως πλαισίου που θα προσφέρει ασφάλεια και ισότητα δικαιωμάτων στους Τουρκοκύπριους προκάλεσε ένταση με τον Ζ. Κ. Γιούνκερ.
Σε μια στιγμή της βραδινής συνεδρίασης, ο πρόεδρος της Κομισιόν εκνευρισμένος με τα όσα έλεγε ο κ. Τσαβούσογλου και τους υπαινιγμούς εναντίον της ΕΕ, σχολίασε ότι «σύντομα θα τρέχει η Τουρκία και πάλι για λεφτά στην ΕΕ...». Αυτή η παρατήρηση προκάλεσε έντονη αντίδραση του Τούρκου υπουργού, που απάντησε σε έντονο ύφος ότι «κανείς δεν έχει δικαίωμα να προσβάλλει έτσι την Τουρκία, που είναι μια μεγάλη δύναμη και δεν εχει ανάγκη την ΕΕ?».
Μείζον θέμα
Η κυπριακή πλευρά και προσωπικά ο Νίκος Αναστασιάδης σε ό,τι αφορά το εδαφικό ανέμενε ότι θα μπορούσε τελικά να ανταλλάξει την εκ περιτροπής προεδρία με τη Μόρφου, ένα παζάρι ανισοβαρές βεβαίως για την ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά που θα μπορούσε να προβληθεί επικοινωνιακά ώστε να γλυκάνει την «αντιδημοφιλή εκ περιτροπής προεδρία». Ομως οι, για δεύτερη φορά, δηλώσεις του Ερντογάν για τη Μόρφου δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας καθώς πλέον η Τουρκία θέτει απροκάλυπτα η ίδια κόκκινες γραμμές στο εδαφικό και στη διακυβέρνηση...
Μείζον θέμα παραμένει βεβαίως και αυτό της εκπροσώπησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Πενταμερή Διάσκεψη, καθώς ο κ. Αναστασιάδης μπορεί να δήλωνε ότι παρευρίσκεται με τη διπλή ιδιότητά του ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αλλά σε όλα τα έγγραφα της διάσκεψης είτε ενημερωτικά είτε στο ανακοινωθέν δεν αναφέρθηκε παρά μόνο με το όνομά του και την προσφώνηση «H.E.» (αυτού εξοχότητα) όπως ακριβώς και ο Μ. Ακιντζί.
Ο κ. Κοτζιάς είχε μαζί του μια μεγάλη ομάδα νομικών και εμπειρογνωμόνων με τους Χ. Ροζάκη, Π. Λιάκουρα, Φ. Παζαρτζή και Α. Τζανακόπουλο. Η ελληνική αντιπροσωπεία είχε από πριν επεξεργασθεί εναλλακτισκά σενάρια τόσο για το θέμα της υιοθέτησης ενός συστήματος παρακολούθησης της εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέσω μιας ομάδας που θα αναφέρεται στον ΟΗΕ, είχε εξετάσει την ιστορική εμπειρία από διαδικασίες αποχώρησης στρατιωτικών δυνάμεων (με επικέντρωση σε εκείνη των σοβιετικών δυνάμεων από τη Γερμανία) αλλά και σε ζητήματα διαχείρισης διαπραγματεύσεων καθώς από την αρχή είχε προκριθεί μια διαδικασία «ανοικτού τέλους» που θα αποδραματοποιούσε τη Διεθνή Διάσκεψη και θα άφηνε ανοικτή την προοπτική του διαλόγου.