Αναδημοσίευση από: capital.gr
Του Κώστα Ράπτη
Του Κώστα Ράπτη
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι λεγόμενοι νεοσυντηρητικοί (συντομογραφικά: neocons) αποτελούσαν την ηγεμονική πτέρυγα στα διπλωματικά, ακαδημαϊκά και πολιτικά δίκτυα στα οποία διαμορφώνεται η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η πρότασή τους για μιαν Αμερική που συνειδητά θα ενδυόταν αυτοκρατορικό ρόλο και θα απέτρεπε, μέσα από επιδείξεις συντριπτικής ισχύος, την εμφάνιση ανταγωνιστών σε μεγάλο βαθμό καθοδήγησε τις πολεμικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και κατόπιν στο Ιράκ. Η αμφίβολη αποτελεσματικότητα και το υψηλό κόστος αυτών των επεμβάσεων οδήγησε σε σχετική ανυποληψία αυτή τη σχολή σκέψης, ιδίως κατά την προεδρία Obama.
Στην προεκλογική εκστρατεία του 2016 συνέβη το εξής παράδοξο: το συνδεδεμένο από την εποχή του Reagan με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ρεύμα των neocons απομακρύνθηκε από τον κομματικό υποψήφιο, Donald Trump λόγω των "απομονωτικών" τοποθετήσεών του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο Robert Kagan, ιστορικός και εκ των συντακτών του μανιφέστου των neocons "Project for a New American Century”, ο οποίος το καλοκαίρι του 2016 κατήγγειλε τον Trump και δήλωσε ότι στηρίζει την Hillary Clinton.
Συμβαίνει βέβαια ο Kagan να είναι και σύζυγος της Victoria Nuland, υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ μέχρι την ορκωμοσία του Trump και θεωρούμενης ως βέβαιης υπουργού Εξωτερικών μιας κυβέρνησης Clinton, σε περίπτωση που το εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου ήταν διαφορετικό. Η ουκρανική κρίση (στο πλαίσιο της οποίας η τότε υφυπουργός διατύπωσε τις γνωστές… αθυρόστομες απόψεις της για τον ρόλο της Ε.Ε.) και ο συνολικός νεοψυχροπολεμικός εκτροχιασμός των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων σφραγίσθηκε από την παρουσία της Nuland στο State Depantment.
Ο Robert Kagan, πάλι, δεν δείχνει να έχει διόλου "μουδιάσει" από την έλευση του Donald Trump στα πράγματα. Με εκτενές άρθρο του στο περιοδικό Foreign Policy επιχειρηματολογεί δυναμικά ως προς την ανάγκη να προετοιμαστούν
οι Ηνωμένες Πολιτείες για μια σύγκρουση με τη Ρωσία και την Κίνα, την οποία ο ίδιος θεωρεί αναπόφευκτη.
Το άρθρο , υπό τον τίτλο "Με την όπισθεν προς τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο", διατυπώνει τη θέση ότι ο σημερινός κόσμος σφραγίζεται από δύο τάσεις: αφενός την ενίσχυση των φιλοδοξιών της Ρωσίας και της Κίνας ως αναθεωρητικών δυνάμεων και αφετέρου την υποχώρηση της βούλησης και ικανότητας του "δημοκρατικού κόσμου", ιδίως των ΗΠΑ, να υπερασπιστούν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Για τον Kagan η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι όποτε ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων έφθανε να θεωρείται ξεπερασμένος, τότε ακριβώς ξέσπαγε μια μεγάλη διεθνής σύρραξη, αρχής γενομένης από το παράδειγμα του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Σύμφωνα με τον νεοσυντηρητικό θεωρητικό, τόσο η Ρωσία όσο και Κίνα αποτελούν κλασικές αναθεωρητικές δυνάμεις, κατά τρόπο ανάλογο με τη ναζιστική Γερμανία. Σήμερα απολαμβάνουν μεγαλύτερη ασφάλεια παρά ποτέ και διεκδικούν ηγεμονικό ρόλο στις ζώνες επιρροής τους απειλώντας την παγκόσμια ισορροπία. Στο παρελθόν, οι φιλοδοξίες του βρίσκονταν υπό έλεγχο κυρίως λόγω της υπέρτερης ισχύος των ΗΠΑ και της ικανότητας τους να διαμορφώνουν συμμαχίες που προκαλούσαν το κατάλληλο δέος και στην Κίνα ή τη Ρωσία.
Ωστόσο, η ισχύς των δημοκρατικών χωρών υποχωρεί. Τόσο οι οικονομικές δυσκολίες όσο και η κρίση εμπιστοσύνης στις καθολικές αξίες του διαφωτισμού ενισχύουν τον εθνικισμό και τον "φυλετισμό" (tribalism), γεννώντας μια πηγή αδυναμίας στον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης.
Κατά τον Kagan το πρόβλημα συνίσταται στο ότι οι τωρινές γενιές Αμερικανών δεν μπορούν να αντιληφθούν τη σημασία των θυσιών που συνεπάγεται το να συνεχίσουν να αναλαμβάνουν οι ΗΠΑ την ευθύνη διατήρησης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Σύμπτωμα αυτής της υποχώρησης αποτελεί η αποτυχία της Δύσης να απαντήσει στην πρόκληση της "ρωσικής εισβολής" στην Ουκρανία, όπως και η απροθυμία ανάληψης ενός περισσότερο ενεργητικού αμερικανικού ρόλου στην συριακή κρίση – με αποτέλεσμα να καλύψει το κενό η Μόσχα.
"Η φύση απεχθάνεται το κενό", συνεχίζει ο Kagan, συνεπώς την υποχώρηση των ΗΠΑ και των λοιπών δυτικών δυνάμεων την εκμεταλλεύονται οι δύο αναθεωρητικές δυνάμεις: η μεν Κίνα με πιο προσεκτικά βήματα κατοχύρωσης της θέσης της, αλλά ενίοτε και με δοκιμαστικά επιθετικές κινήσεις όπως π.χ. στη Νότια Σινική Θάλασσα, η δε Ρωσία με τη "στρατιωτική εισβολή" στη Γεωργία και την Ουκρανία ή πλέον με την "παρέμβαση" στην ίδια την προεδρική εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ.
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση ο Kagan θεωρεί ότι η επιλογή μιας στενότερης ερμηνείας των αμερικανικών συμφερόντων και ενός συρρικνωμένου ρόλου των ΗΠΑ στα παγκόσμια πράγματα αποτελεί ίδιον όχι μόνο του Trump, αλλά και του Barack Obama ή του Bernie Sanders. Η μόνη υποψήφια που επέμεινε στον "αναντικατάστατο" διεθνή ρόλο των ΗΠΑ, δηλ. η Hillary Clinton ήταν και αυτή που έχασε. Όμως αυτό, προσθέτει, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους, καθώς η εμπειρία των δεκαετιών του 1920 και του 1930 έδειξε ότι η απόσυρση των ΗΠΑ από τα διεθνή πράγματα είχε τραγικά αποτελέσματα.
Ο Kagan δεν θεωρεί ότι αποτελεί λύση το να δοθούν στις "αναθεωρητικές δυνάμεις" δικές του ζώνες επιρροής σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η παγκόσμια ειρήνη: είναι λανθασμένη η προσπάθεια επιστροφής σε μια λογική που απλώς θα πολλαπλασιάσει τις εστίες έντασης, ανακαλώντας τις καταστροφές που ακολούθησαν την κατάρρευση της βρετανικής παγκόσμιας κυριαρχίας. Αντίστοιχα, θεωρεί ανεπαρκείς όλες τις επικλήσεις της "μαλακής" ισχύος (soft power) ή της "έξυπνης ισχύος" (smart power), καθώς εκτιμά ότι η καθαρή στρατιωτική ισχύς αποτελεί πάντα τον καθοριστικό παράγοντα σε τελική ανάλυση. Επομένως, είναι επιτακτικό οι ΗΠΑ να έχουν την ισχύ εκείνη που θα διατηρεί τυχόν ανταγωνιστικές δυνάμεις υπό έλεγχο.
"Ήταν το μεγάλο επίτευγμα της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ παγκόσμιας τάξης στα 70 χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ότι αυτό το είδος ανταγωνισμού ήταν υπό έλεγχο και αποφεύχθηκαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις" καταλήγει το άρθρο. "Θα είναι παραπάνω από κρίμα αν οι Αμερικανοί καταστρέψουν αυτό που δημιούργησαν – όχι επειδή δεν μπορούσαν πια να το συντηρήσουν αλλά απλώς επειδή σταμάτησαν να προσπαθούν".
Το εάν θα εισακουστούν οι εκκλήσεις του Kagan μένει να φανεί. Καταδεικνύουν, όμως, το εύρος των αντιθέσεων που διαπερνούν το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Δεδομένων πάντως των αρκετά επιθετικών τοποθετήσεων του ίδιου του Trump, ιδίως απέναντι στην Κίνα, είναι πιθανό περισσότερα στοιχεία της ατζέντας των neocons να χρωματίσουν στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.