Αναδημοσίευση από: protagon.gr
Η κρίση και οι πολιτικές οι οποίες ακολούθησαν ευνοούν τη μετατροπή της οικονομικής δραστηριότητας σε Φαρ Ουέστ όπου όλο και περισσότεροι κινούνται με «μαύρα», όλοι χρωστούν σε όλους και όλοι μαζί στο κράτος και στις τράπεζες
ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ
Φανταστείτε ότι η χώρα είναι ένα τεράστιο καζάνι. Ολοι χωράμε και κανένας δεν μπορεί να φύγει. Κάτω από το καζάνι καίει μία δυνατή φωτιά. Είναι η κρίση. Και εμείς γυρίζουμε σαν καρότα στη φασολάδα. Ο ένας περιστρέφεται γύρω από τον άλλον και όλοι μαζί βράζουμε στο ζουμί μας. Αυτό το ζουμί κοστίζει περί τα 240 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία που δημοσιεύει η «Καθημερινή της Κυριακής» είναι εντυπωσιακά. Αν πάρεις ένα τεφτέρι και μετρήσεις πόσα χρωστάμε στο Δημόσιο, στα Ταμεία, στις τράπεζες και ο ένας στον άλλον, γρήγορα θα χάσεις τα νούμερα. Τα 95 δισ. οφείλονται μόνο στην Εφορία. Οι μισοί Ελληνες δεν μπορούν να πάρουν φορολογική ενημερότητα. Πάνω από 400.000 είναι απλήρωτοι από τον εργοδότη τους. Κανένας δεν γνωρίζει πόσα ενοίκια δεν πληρώνονται κάθε μήνα. Το Δημόσιο οφείλει τουλάχιστον 4,5 δισ. ευρώ σε φορολογούμενους και προμηθευτές. Και όλα τα υπόλοιπα, μέχρι να φτάσουμε στα 240 δισ. είναι χρέη προς τις τράπεζες.
Όλα αυτά τα χρέη, το ζουμί στο καζάνι της κρίσης, ημέρα με την ημέρα φουσκώνουν. Κάποια στιγμή θα φτάσουν σε ονομαστικό ύψος που θα δείχνει τρομακτικό και θα ακούγεται αστείο. Και υπάρχουν πλέον σουρεαλιστικές περιπτώσεις. Ξέρω άνθρωπο, ζει στην Αθήνα, που είναι άνεργος και χρωστάει 2 εκατ. ευρώ σε Δημόσιο, Ταμεία και τρίτους. Ανησυχεί μόνο για τους τρίτους γιατί εκείνοι μπορούν να ντύσουν τις πατούσες του με τσιμέντο και να τον στείλουν να κοιτάξει για θαλάσσιες χελώνες. Ξέρω και άλλους που μιλούν πλέον για τα χρέη τους τόσο cool και ψύχραιμα που είναι σαν να σου περιγράφουν γκομενοδουλειά. Ελεύθερος επαγγελματίας έκανε login στον ΕΦΚΑ και είδε ένα ποσό ελαφρώς πάνω από τα πενήντα χιλιάρικα. Πήρε βαθιά τζούρα και μαζί με τον καπνό έβγαλε και μερικά μπινελίκια από το στόμα. Ακόμα καλύτερο: υπάρχουν άνθρωποι που απλώς αρνούνται να περάσουν καν από το site του ΕΦΚΑ. Και άλλοι που καταφέρνουν και ζουν σχεδόν στην αφάνεια, στην παρανομία. Με μηδενική φορολογική δήλωση, λεφτά σε λογαριασμό τρίτου και από πίσω χρέη να τους ακολουθούν σαν σκυλιά με αφρισμένο στόμα. Δεν είναι μόνο ένα σύμπτωμα της κρίσης. Είναι ένα κουβάρι που θα κάνει χρόνια να ξεμπλέξει. Και, κυρίως, μία παθογένεια που γίνεται κομμάτι της οικονομικής μας κουλτούρας.
Η κρίση και όσοι ωφελήθηκαν πολιτικά από αυτή, νομιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την ηθική της αρπαχτής και τον τσαμπουκά του «Δεν πληρώνω». Αυτό που έχει συμβεί με τα «κόκκινα δάνεια» αποτυπώνεται και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες: τα λαμόγια και οι αεριτζήδες προσπαθούν να χαθούν μέσα στη μερίδα των ανθρώπων που χτυπήθηκαν από την ύφεση και τους φόρους. Παράλληλα η τρομακτική αύξηση των επιβαρύνσεων οδηγεί σε ενστικτώδη απόκλιση από τη νόμιμη δραστηριότητα, μόνο και μόνο για λόγους επιβίωσης. Κάθε μήνα πέντε με έξι χιλιάδες επαγγελματίες κλείνουν τα μπλοκάκια τους. Σε λίγο δεν θα βρίσκεις ηλεκτρολόγο ή υδραυλικό που να κόβει απόδειξη. Η κρίση ούτως ή άλλως σε προτρέπει να αναζητήσεις χρήματα έξω από το πλαίσιο της κανονικότητας. Αν αυτή η τάση ενισχυθεί και από την επίσημη πολιτική, τότε το παράλληλο σύστημα διογκώνεται. Ολο και περισσότεροι λειτουργούν όπως κάνουν στην Κούβα: είναι άλλες οι συναλλαγές (και το νόμισμα) με τους τουρίστες και άλλες με το κράτος.
Πριν από την κρίση η παραοικονομία εθεωρείτο ένα από τα βασικά, δομικά προβλήματα της οικονομίας με ισχυρό αποτύπωμα στην κοινωνία. Η αδυναμία δε για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τα αίτια της καχεξίας μας. Τελικά, επτά χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, η λειτουργία ενός παράλληλου συστήματος οικονομίας τείνει να αποτελέσει περιβάλλον επιβίωσης και κύριο προορισμό οικονομικής δραστηριότητας για ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν αλλιώς.
Με αυξανόμενη ταχύτητα ο οικονομικός χώρος μετατρέπεται σε Φαρ Ουέστ όπου ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει με οποιοδήποτε τρόπο, καθιστώντας πολυτελή αφέλεια κάθε έννοια ηθικής. Τα «μαύρα» δεν είναι πλέον κάτι για το οποίο οφείλεις να ντρέπεσαι. Είναι πια αναγκαιότητα.