Αναδημοσίευση από: ethnos.gr
Με αυτά τα λόγια η γερουσιαστής περιέγραψε ενώπιον της καναδικής Γερουσίας την προσωπική δραματική της ιστορία. Η οικογένειά της κατέληξε σε μια αποθήκη στην Αθήνα, προσπαθώντας να επιβιώσει ? και όπως είπε στο «Εθνος», ο πατέρας αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, αφήνοντας πίσω την άνετη ζωή στη Σμύρνη...
Οι δύο γερουσιαστές έχουν εισηγηθεί την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων και η σχετική συζήτηση αναμένεται να καταλήξει σε ένα νομοσχέδιο, το οποίο θα περιλαμβάνει δύο άξονες: ο πρώτος θα είναι η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων Ελλήνων από το 1916 έως το 1923 και να καταδικάσουν κάθε απόπειρα άρνησης ή παραποίησης αυτής της ιστορικής αλήθειας, το ότι δηλαδή αποτελεί γενοκτονία και έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας.
Είμαστε παιδιά μεταναστών, δεν ξεχνάμε τους πρόσφυγες
ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Μετά την Ελλάδα, τη Σουηδία, την Αρμενία, την Ολλανδία και την Αυστρία η Βουλή του Καναδά βρίσκεται στο κατώφλι μιας ιστορικής απόφασης: της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Τη σχετική συζήτηση ξεκίνησαν δύο γερουσιαστές ελληνικής καταγωγής - η
Πάνα Μέρτσαντ των Φιλελευθέρων και ο Λέο (Λεωνίδας) Χουσάκος των
Συντηρητικών.
Η 73χρονη Πάνα Μέρτσαντ ήταν η πρώτη από τους δύο γερουσιαστές που
εισήγαγε το θέμα στην καναδική Γερουσία στις 6 Φεβρουαρίου. Το πλήρες
όνομά της πριν παντρευτεί τον δικηγόρο Τόνι Μέρτσαντ ήταν Παναγιώτα
Παπαγεωργίου. Ο πατέρας της, Ιωάννης Παπαγεωργίου, έζησε στη Σμύρνη
μέχρι τα οκτώ του χρόνια.
«Είδε την οικογένειά του να ξεριζώνεται
βίαια και να χωρίζεται. Αυτός μαζί με τη μητέρα του και τις δύο
μικρότερες αδελφές του κατάφεραν να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο. Η τρίτη
κόρη της οικογένειας χάθηκε μέσα στον πανικό και κανείς δεν έμαθε τι
απέγινε. Κατάφερε να ξεφύγει; Πνίγηκε; Εμεινε πίσω;»...
Σε μια αποθήκη
Με αυτά τα λόγια η γερουσιαστής περιέγραψε ενώπιον της καναδικής Γερουσίας την προσωπική δραματική της ιστορία. Η οικογένειά της κατέληξε σε μια αποθήκη στην Αθήνα, προσπαθώντας να επιβιώσει ? και όπως είπε στο «Εθνος», ο πατέρας αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, αφήνοντας πίσω την άνετη ζωή στη Σμύρνη...
«Εγώ κατάγομαι από τη Μάνη», λέει στο «Εθνος» ο Λέο
Χουσάκος. «Εμείς δεν είχαμε τέτοιες δυσκολίες με τους Τούρκους εκείνες
τις εποχές. Αλλά δεν παύω να είμαι Ελληνας. Γεννήθηκα στον Καναδά, αλλά η
ελληνική φλέβα είναι δυνατή και πάντα νιώθω την υποχρέωση να
υπερασπίζομαι τα εθνικά μας θέματα σε όποιο σημείο της Γης κι αν βρεθώ».
Για κάποιον που γεννήθηκε στον Καναδά μιλά άψογα τα Ελληνικά.
«Στο
Μόντρεαλ η ελληνική παροικία και η ελληνική γλώσσα είναι αρκετά
δυνατές. Εχουμε έξι δημοτικά σχολεία και τώρα χτίζουμε και ένα ελληνικό
γυμνάσιο.
Η επαρχία του Κεμπέκ είναι μια περιοχή όπου ομιλούνται
δύο γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. Οταν μαθαίνεις δύο τι είναι
ακόμα μία παραπάνω; Τα Ελληνικά είναι η πιο πλούσια γλώσσα στον κόσμο.
Αν τη γνωρίζεις, σε διευκολύνει σε οποιοδήποτε επάγγελμα κάνεις στη ζωή
σου».
Οι γονείς του ήρθαν στον Καναδά τη δεκαετία του ’50 και
έκαναν διάφορες δουλειές για να ζήσουν: «Δούλεψαν σκληρά για να
επιβιώσουν σε αυτήν τη χώρα, χωρίς να ξεχάσουν ποτέ την πατρίδα. Ο
πατέρας μου δούλευε καθαριστής, οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς. Η
μητέρα μου στα εργοστάσια κατασκευής ρούχων. Κανείς δεν ήρθε από την
Ελλάδα στον Καναδά για το κλίμα», λέει χαριτολογώντας...
Οι εισηγήσεις
Οι δύο γερουσιαστές έχουν εισηγηθεί την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων και η σχετική συζήτηση αναμένεται να καταλήξει σε ένα νομοσχέδιο, το οποίο θα περιλαμβάνει δύο άξονες: ο πρώτος θα είναι η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων Ελλήνων από το 1916 έως το 1923 και να καταδικάσουν κάθε απόπειρα άρνησης ή παραποίησης αυτής της ιστορικής αλήθειας, το ότι δηλαδή αποτελεί γενοκτονία και έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας.
Ο
δεύτερος άξονας θα είναι ο ορισμός στον Καναδά της 19ης Μαΐου ως ημέρας
μνήμης για τους πάνω από 353.000 Ελληνες του Πόντου «που σκοτώθηκαν ή
εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η εισήγηση
του Λέο Χουσάκου.
ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΛΕΟ ΧΟΥΣΑΚΟΣ:
Είμαστε παιδιά μεταναστών, δεν ξεχνάμε τους πρόσφυγες
«Η
εμπειρία μας ως μεταναστών μάς ευαισθητοποιεί για το θέμα των
προσφύγων» λέει στο «Εθνος» ο 49χρονος Λέο Χουσάκος. «Εγώ γεννήθηκα στον
Καναδά επειδή οι γονείς μου τον διάλεξαν ως χώρα υποδοχής. Είχαν ωστόσο
εναλλακτική επιλογή -να πάνε στην Αμερική ή στην Αυστραλία. Οι
μετανάστες έχουν προσφέρει τρομερές θυσίες κι έχουν δημιουργήσει τις
βάσεις για να φτάσει ο Καναδάς στο επίπεδο ανάπτυξης και ευημερίας που
βρίσκεται σήμερα. Και είμαι υπερήφανος που με διόρισε ο πρωθυπουργός
πρόεδρο της Γερουσίας και ήμουν ο πρώτος επικεφαλής του Κοινοβουλίου που
δεν είχε αγγλική ή γαλλική καταγωγή».
«Η ατέλειωτη ροή προσφύγων
και οικονομικών μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική στα
ελληνικά νησιά το 2015 και 2016 και η αξιοσημείωτη φιλοξενία και η
έλλειψη εχθρότητας από τον ελληνικό λαό, η ελληνική ''φιλοξενία'',
κέρδισαν ευρύτερη απήχηση και τους επαίνους όλων των πολιτών του κόσμου»
συμπληρώνει η Πάνα Μέρτσαντ. Παράλληλα, ο Λέο Χουσάκος μάς δίνει μια
διάσταση της σημερινής αξίας της αναγνώρισης της γενοκτονίας των
Ποντίων: «Για μας είναι σημαντικό να μην ξεχάσουμε αυτά τα γεγονότα,
γιατί στη σημερινή εποχή έχουμε πολλούς χριστιανούς που απειλούνται με
εκδίωξη από τα σπίτια τους στον κόσμο, όπως συμβαίνει στη Συρία. Αλλά
είναι πολύ σημαντικό μάθημα σεβασμού της διαφορετικής κουλτούρας του
άλλου σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία όπως ο Καναδάς».
Η αντίδραση της Τουρκίας
Μιλώντας για την αντίδραση της Τουρκίας, ο γερουσιαστής προσθέτει: «Οι αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς θα είναι οι ίδιες με αυτές που βλέπουμε τώρα: βομβαρδίζουν τους συνάδελφους μας με e-mails, γράμματα και επιστολές που διαστρεβλώνουν τα ιστορικά γεγονότα. Δυστυχώς αυτή είναι η επιλογή που έχουν κάνει, αντί να παραδεχτούν ένα ιστορικό γεγονός όπως κάνουν όλες οι δημοκρατικές χώρες».
Μιλώντας για την αντίδραση της Τουρκίας, ο γερουσιαστής προσθέτει: «Οι αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς θα είναι οι ίδιες με αυτές που βλέπουμε τώρα: βομβαρδίζουν τους συνάδελφους μας με e-mails, γράμματα και επιστολές που διαστρεβλώνουν τα ιστορικά γεγονότα. Δυστυχώς αυτή είναι η επιλογή που έχουν κάνει, αντί να παραδεχτούν ένα ιστορικό γεγονός όπως κάνουν όλες οι δημοκρατικές χώρες».