Απόστολος Διαμαντής
Ο καθηγητής κ. Γεωργάτος, σχολιάζοντας το κείμενό μου για τις θεματικές εβδομάδες του Υπουργείου Παιδείας, σημειώνει πως οι Φίλης και Γαβρόγλου «συμπεριφέρονται ως ώριμοι και κυρίως υπεύθυνοι πολιτικοί που καταλαβαίνουν το νόημα της παράδοσης και της συνταγματικής επιταγής με λίγο πιο σύνθετο τρόπο απ’ ό,τι εμφανίζεται στις φυλλάδες».
Φοβάμαι πως ο κ. Γεωργάτος με παρεξήγησε. Ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως οι υπουργοί Παιδείας της κυβέρνησης δεν είναι ώριμοι και πως δεν καταλαβαίνουν το σύνταγμα και το νόημα της παράδοσης. Τα καταλαβαίνουν άριστα. Αυτό που εννοώ είναι πως δεν τα υπολογίζουν, διότι δεν θεωρούν πως το έθνος και ο λαός πρέπει να διατηρούν τα στοιχεία της συνεκτικής τους ιστορικής παράδοσης και αφετέρου διότι δεν θεωρούν τις συνταγματικές προβλέψεις αυτονόητα υποχρεωτικές. Και τα δύο αυτά προκύπτουν από την ιδεολογική τους θέση πως τα έθνη είναι κατασκευές του εθνικισμού και όχι ιστορικές πραγματικότητες και πως τα συντάγματα είναι καταστατικοί χάρτες προς αναθεώρηση- όπως εξάλλου ο ίδιος ο κ. Γεωργάτος αποδέχεται.
Δεν είναι της παρούσης να μπούμε φυσικά σε τέτοια λεπτομερή συζήτηση για την ιδεολογία μερίδας της σύγχρονης φιλελεύθερης αριστεράς- στην οποία ανήκει εν πολλοίς και ο Συριζα. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε πως οι βασικές παράμετροι αυτής της ιδεολογίας είναι κοινές με την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, των ανοιχτών συνόρων και της κατάργησης των εθνικών κρατών. Στερεότυπες παραδοχές αυτής της ιδεολογίας είναι πως κάθε αναφορά σε εθνική παιδεία, σε θρησκευτική ταυτότητα και σε παράδοση γλώσσας και εθίμων ενέχει ρατσιστικές παραδοχές και εν τέλει εκφράζει μια φοβική αντίδραση εναντίον του «άλλου».
Φυσικά, άμεσος πολιτικός στόχος της νέας αυτής παγκόσμιας ιδεολογικής τάσης, η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία μεταπολεμικά και κυρίως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, είναι η διευκόλυνση της ελεύθερης κίνησης προσώπων, εμπορευμάτων και κεφαλαίου που απαιτούν οι χρηματιστικές ελίτ, η κατάργηση των εθνικών κυριαρχιών και επομένως και της εθνικής παράδοσης που την συνοδεύει και την θεμελιώνει.
Η Αριστερά διεθνώς είναι, σε ένα ορισμένο βαθμό, ο ιδεολογικός προπομπός αυτής της πολιτικής στόχευσης. Εξ’ αυτού του λόγου, εδώ και δεκαετίες, καταβάλλεται συντονισμένη προσπάθεια να αποδομηθεί ο συνεκτικά ιστορικός χαρακτήρας του ελληνικού έθνους, να αποκοπεί η αρχαία ελληνική παράδοση από τη βυζαντινή και τη νεώτερη, να αμφισβητηθεί ο κεντρικός ρόλος της εκκλησίας στην ιστορική διαδρομή του μεσαιωνικού και νέου ελληνισμού και όλα αυτά να υλοποιηθούν από την αλλαγή κατεύθυνσης της εκπαίδευσης.
Ωστόσο, παρά την καταρχήν επιτυχία του σχεδίου, εν τούτοις το βάρος της ελληνικής ιστορικής παράδοσης είναι τέτοιο και είναι τόσο βαθιά η ρίζα του ελληνικού πολιτισμού, ως συνισταμένης του συνόλου του δυτικού πολιτισμού, είναι τόσο στενοί οι δεσμοί κλήρου και λαού, είναι τόσο μακραίωνη η ιστορία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνισμού, που καθίσταται εντελώς ανίσχυρη κάθε προσπάθεια αποδόμησής του.
Ωστόσο, η κυβέρνηση συνεχίζει να συμπεριφέρεται στο ζήτημα της εκπαίδευσης με τρόπο σχεδόν φανατικό. Με το ζήλο του νεοφώτιστου αντικληρικαλιστή. Με καθαρά πολιτική και όχι εκπαιδευτική στόχευση. Εάν ο κ. Γαβρόγλου ήθελε απλώς να εισάγει πληροφόρηση για τις τρέχουσες απόψεις περί δικαιωμάτων, θα μπορούσε να το κάνει με κάποιες διαλέξεις ειδικών εκτός προγράμματος. Είναι παντελώς απαράδεκτο να υποχρεώνονται μαθητές και δάσκαλοι σε διδασκαλίες ηθικοπλαστικές περί ρατσισμού και ομοφοβίας εντός ωραρίου, την ώρα δηλαδή που η ελληνική παιδεία εμφανώς υστερεί, την ώρα που ο ίδιος υπουργός προσπαθεί να κάνει τα αρχαία και τα θρησκευτικά προαιρετικά μαθήματα.
Επομένως, δεν είναι ηθικολογία να τονίζεις την αξία της διδασκαλίας των ελληνικών, είναι μια αυτονόητη απαίτηση. Αντιθέτως, ηθικολογία είναι να κάνεις πλύση εγκεφάλου σε εφήβους, για το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντι σε άτομα με διαφορετική σεξουαλική συμπεριφορά από τη δική μας. Αυτό είναι ο ορισμός της ηθικολογίας, πρόκειται για εκπαιδευτικό στόχο που θα ζήλευε και ο Καλβίνος ακόμα.
Το σχολείο δεν έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει σ’ αυτά τα προσωπικά ζητήματα, εκτός και πρόκειται για ζητήματα υγείας. Τίποτε άλλο. Τα άτομα είναι απολύτως ελεύθερα να συμπαθούν ή να αντιπαθούν όποιον θέλουν, να πιστεύουν σε ό,τι θέλουν και να έχουν τις ιδέες περί ηθικής που επιθυμούν, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν- και πόσο μάλλον στον υπουργό- αρκεί να μην παραβαίνουν το νόμο. Το να επιβάλεις ηθική συμπεριφορά σε παιδιά, σε ζητήματα αυστηρά προσωπικής σεξουαλικής επιλογής, αυτό είναι ο κανόνας του ολοκληρωτισμού και θυμίζει ζηλωτές του μοναχισμού από την ανάποδη και σε πολύ χειρότερη μορφή, καθώς εδώ έχουμε καθαρή πολιτική επιβολή.
Τέλος, σχετικά με το Σύνταγμα. Εάν το επικαλούμαι είναι διότι φτάσαμε πλέον στον πάτο. Είμαστε υποχρεωμένοι να το επικαλεστούμε το σύνταγμα. Είναι το τελευταίο καταφύγιο του λαού απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Μια κυβέρνηση- και μάλιστα χαμηλών ποσοστών- δεν έχει το δικαίωμα να αλλάζει τόσο ριζικά τον προσανατολισμό της ελληνικής παιδείας. Και μέχρι να αλλάξει το ισχύον Σύνταγμα ο καθένας έχει το δικαίωμα να το επικαλείται και να προσφεύγει στο ΣτΕ, με το αίτημα της απόσυρσης διατάξεων νόμου που είναι αντισυνταγματικές.