Του Στέλιου Συρμόγλου
Και βέβαια δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε. Επινοούμε άπειρες προσχηματικές δικαιολογίες για δικαιολογήσουμε τη μακρόχρονη περίοδο χαλάρωσης και νάρκης που διατρέχουμε. Η αυταπάτη μας και οι ψευδαισθήσεις μας προσλαμβάνουν ενίοτε διαστάσεις αγωνιστικής διάθεσης, που ωστόσο παραμένει "ξαπλωμένη" στο ανάκλιντρο του "βολέματος" ή και του ωχαδερφισμού.
Παρακολουθούμε τα πολιτικά συνθήματα που μένουν μόνο συνθήματα, οι σκοποί ξεπέφτουν στους σωρείτες των λέξεων, και οι προθέσεις παραγράφονται από τη ρουτίνα ή τα προβλήματα, συχνά δυσβάστακτα, της καθημερινότητας.
Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, έχοντας δοκιμάσει το καταθλιπτικό βάρος της οικονομικής δουλείας, τέτοια χαλάρωση μπορεί να αποδειχθεί κοινωνικά θανάσιμη. Γιατί μια τέτοια χαλάρωση, όχι απλώς δεν μας υπόσχεται την πλούσια συνέχεια της αυταπάτης μας, αλλά μάλλον έχει μια κατάληξη: την τελμάτωση και σιγά σιγά την παραμόρφωση του ίδιου του νοήματος της κατακτημένης ελευθερίας.
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ζώον πολιτικόν, είναι συνάμα και ο θεός της μοίρας του. Δεν είναι αυτό άρνηση των εξωτερικών, των αντικειμενικών όρων της πολιτικοοικονομικής κατάστασης, αλλά γόνιμη εκμετάλλευσή τους προς όφελος της κοινωνίας και του πολιτισμού. Ο παραμερισμός ή η υποτίμηση του ρόλου της θέλησης του ανθρώπου στην εξέλιξη των κοινωνιών ανήκει στη νηπιακή ηλικία της ματεριαλιστικής κοινωνιολογίας.
Αναντίρρητα, όταν η ανθρώπινη θέληση εκδηλωθεί κατά τρόπο ριζικά αντίρροπο προς την υποτιθέμενη φυσική πορεία της πολιτικοοικονομικής κατάστασης και εξέλιξης, δημιουργούνται οι κρίσεις των καθεστώτων και της "σωτηριολογίας", που επιφανειακά παρέχουν την εντύπωση της σταθερότητας και της επίλυσης των προβλημάτων, πάντα σε βάθος χρόνου απροσμέτρητο.
Οι κρίσεις αυτές, όταν η πιεστική δύναμη των πολιτών διαθέτει αρκετό δυναμισμό, μπορούν να παραταθούν και να δώσουν την εντύπωση μιας νέας κοινωνικής σύνθεσης, ενώ στην πραγματικότητα για την παράταση της αντίδρασης που διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι.
Η δεινή χρεωκοπία αυτής της λογικής παρατείνει την αξιοθρήνητη εικόνα της σημερινής Ελλάδας. Με το ελληνικό πνεύμα να παρακολουθεί νωθρότατα υπναλέο τις ήττες του στην ευρωπαική και διεθνή κονίστρα ή στην καλύτερη περίπτωση περιοριζόμενο στον αχάριστο ρόλο του παρατηρητή.
Και οι διαμαρτυρίες του, όταν κάποια οξυδερκή άτομα το κεντρίζουν σε κάποια αντίδραση, να περιορίζεται σε άχρηστες ιερεμιάδες.
Ετσι, ακόμη και τα αρχαία αγάλματα, και κυρίως αυτά, ακούνε τον επιθανάτιο ρόγχο της ελευθερίας τούτου του τόπου...ΚΑΙ