Αναδημοσίευση από: leonidasvatikiotis.wordpress.com
Πολύ ουσιαστικά ζητήματα σε σχέση με τη διαχείριση των αποθεμάτων
χρυσού εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών θέτει ο Νόρμπερτ Χέρινγκ στο
επίκαιρο βιβλίο του, Η κατάργηση των μετρητών και οι συνέπειές της,
οδεύοντας προς τον ολοκληρωτικό έλεγχο (εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 2016). Ο
συγγραφέας και οικονομικός συντάκτης της μεγαλύτερης ημερήσιας
οικονομικής εφημερίδας της Γερμανίας, Χάντελσμπλατ, ανοίγει για πρώτη
φορά δημόσια τη συζήτηση σε σχέση με τα αποθεματικά που φυλάσσονται στην
Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης.
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Κατά τον Νόρμπερτ Χέρινγκ, που έγινε πρόσφατα γνωστός στο ελληνικό
κοινό μέσα από το ντοκιμαντέρ This is Not a Coup, στο προτελευταίο
κεφάλαιο του βιβλίου του με τίτλο «Χρυσός, χρήμα και δύναμη» τονίζει ότι
«οι κεντρικές τράπεζες δε φοβούνται να καταφύγουν στην παραπληροφόρηση
και στις απάτες όταν πρόκειται για το χρυσό». Οι καταγγελίες του αφορούν
τον τρόπο με τον οποίο καταγράφεται ο χρυσός στους ισολογισμούς των
κεντρικών τραπεζών, κατά παράβαση των διεθνών λογιστικών αρχών, και τη
χειραγώγηση της τιμής του, όπως φαίνεται στην καθημερινή διακύμανση της
τιμής του πολύτιμου μετάλλου κι είχε γίνει κι επίσημα γνωστό το 2014, με
αφορμή πρόστιμο που είχαν επιβάλει οι εποπτικές αρχές.
Οι αποκαλύψεις του γερμανού ερευνητή, που στο παρελθόν είχε εργαστεί
στην τράπεζα Κόμερτζμπανκ, επεκτείνονται και σε ένα θέμα με τεράστιες
οικονομικές προεκτάσεις: τα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών. Ο
ισχυρισμός του και ακριβέστερα οι έντονες αμφιβολίες του αφορούν στο
κατά πόσο ο τίτλος που υπάρχει όχι μόνο στον ισολογισμό της
Μπούντεσμπανκ, αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδας κι επίσης κάθε άλλης
κεντρικής τράπεζας «διαθέσιμα και απαιτήσεις σε χρυσό» αφορούν
πραγματικό χρυσό ή είναι απλώς εγγυήσεις. Κοινώς …παλιόχαρτα!
Ο κανόνας έφυγε, ο χρυσός έμεινε
Αξίζει όμως να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο χρυσός δεκάδων
διαφορετικών κρατών που φυλάσσεται στα υπόγεια της Ομοσπονδιακής
Τράπεζας της Νέας Υόρκης σχετίζεται με τον κανόνα του χρυσού, τη
δέσμευση δηλαδή των ΗΠΑ που αποτελούσε κι ακρογωνιαίο λίθο της
μεταπολεμικής νομισματικής τάξης όπως συμφωνήθηκε στο Μπρέτον Γουντς, να
ανταλλάσσουν χρυσό στη σταθερή τιμή των 35 δολαρίων ανά ουγγιά. Ο
κανόνας αυτός τερματίστηκε επίσημα τον Αύγουστο του 1971, όταν ο
πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ανακοίνωσε μέτρα όπως το πάγωμα των
μισθών και ο περιορισμός των εισαγωγών κι επίσης την κατάργηση της
μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για το
καθεστώς των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που κυριαρχεί και
σήμερα. Ωστόσο, το τέλος των σταθερών ισοτιμιών δεν ήλθε μία κι έξω.
Χρόνια πριν οι ΗΠΑ υπονόμευαν τη σταθερή ισοτιμία. Από τον Μάρτιο του
1968, αναφέρει ο συγγραφέας, ήταν εμφανές ότι οι ΗΠΑ δεν κατείχαν επαρκή
διαθέσιμα σε χρυσό για να εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους
στο πλαίσιο του London Gold Pool, που είχαν ιδρύσει από κοινού με τις
κεντρικές τράπεζες της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της
Ελβετίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας και προέβησαν στο
κλείσιμο της αγοράς χρυσού του Λονδίνου. Απειλούσαν επίσης να
τερματίσουν κι επισήμως τη δυνατότητα μετατροπής του δολαρίου σε χρυσό,
ενώ αρνήθηκαν να ανταλλάσσουν περαιτέρω χρυσό έναντι δολαρίων, χωρίς
ωστόσο να το ανακοινώσουν δημόσια γιατί έτσι θα κλονιζόταν η εμπιστοσύνη
στο δολάριο, που ετοιμαζόταν να συνεχίσει να είναι το παγκόσμιο νόμισμα
συναλλαγών, ακόμη κι αν πλέον η ηγεμονία του δε συνοδευόταν από καμιά
εγγύηση, όπως κι έγινε. Η απεριόριστη δε δυνατότητα των ΗΠΑ να τυπώνουν
νέο χρήμα, αφότου καταργήθηκε η σύνδεση με το χρυσό έδωσε στην
Ουάσινγκτον μια εξ ίσου απεριόριστη δυνατότητα επέκτασης της κυριαρχίας
της, στη βάση της χρηματοδότησης επεκτατικών πολέμων και κάθε σκοπού
δημοσιονομικής επέκτασης.
Πριν ωστόσο το δολάριο γίνει ντε φάκτο διεθνές μέσο συναλλαγών, οι
ΗΠΑ πρότειναν διάφορα μέτρα με τα οποία θα κάλυπταν επιφανειακά την
αδυναμία τους να υποστηρίξουν τις υποχρεώσεις τους, καθώς το αποθεματικό
νόμισμα γινόταν ολοένα και πιο εμφανές ότι αδυνατούσε να υποστηρίξει τη
νομισματική επέκταση των ΗΠΑ. Ένα απ’ αυτά ήταν «ένα ευρηματικό και
συνάμα αμφιλεγόμενο σχέδιο. Τα μέλη της ομάδας που πουλούσαν χρυσό για
λόγους διαμόρφωσης της αγοράς θα λάμβαναν σε αντάλλαγμα ίσης αξίας
πιστοποιητικά χρυσού από την ομάδα. Παρόλο που ο χρυσός που είχε
πουληθεί δε θα βρισκόταν στην κατοχή τους, τα πιστοποιητικά χρυσού θα
καταχωρίζονταν εφεξής στον ισολογισμό ως αποθέματα. Αν το σχέδιο αυτό
είχε υλοποιηθεί, θα βρισκόμασταν σήμερα στην κατάσταση που ισχυρίζονται
ότι επικρατεί ορισμένοι επικριτές της αδιαφανούς καταγραφής των
αποθεμάτων χρυσού εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών: Ένα μεγάλο μέρος από
την ποσότητα χρυσού στους ισολογισμούς τους θα ήταν απλώς άνευ αξία
χαρτιά που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι κάποτε κατείχαν χρυσό. Τέθηκε
λοιπόν σε εφαρμογή το σχέδιο αυτό;» ρωτάει ο Ν. Χέρινγκ, για να δώσει
την ακόλουθη, εξόχως διφορούμενη απάντηση: «Σύμφωνα με τις επίσημες
ιστορικές πηγές, συμπεριλαμβανομένων των αποχαρακτηρισμένων
εμπιστευτικών εγγράφων, δεν έγινε δεκτό από τους Ευρωπαίους… Παρόλα
αυτά το Gold Pool συνεχίστηκε γεγονός που γεννά υποψίες για το ότι η
αποζημίωση έλαβε χώρα με τη μορφή των πιστοποιητικών χρυσού που
υποτίθεται ότι δεν έγιναν αποδεκτά… Ουδείς γνωρίζει, καθώς μέχρι σήμερα
η Bundesbank και σχεδόν όλες οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες
χαρακτηρίζουν το στοιχείο του ισολογισμού όπου καταχωρίζουν τα διαθέσιμα
σε χρυσό ως “χρυσό και απαιτήσεις σε χρυσό”, κατ’ επέκταση
πιστοποιητικά χρυσού, χωρίς να διαχωρίζουν τι είναι χρυσός και τι
χαρτί»… «Τίποτα δεν μας εγγυάται ότι το στοιχείο του ισολογισμού “χρυσός
και απαιτήσεις σε χρυσό” δεν περιλαμβάνει και τέτοια ψευδοπιστοποιητικά
χρυσού, τα οποία στο μεταξύ έχουν πρακτικά χάσει την αξία τους λόγω
πληθωρισμού», γράφει ο Χέρινγκ!
Όλες βέβαια οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι ίδιες. Η κεντρική τράπεζα
της Γερμανίας ξεκίνησε το 1999 να επαναπατρίζει το χρυσό της.
Μεσολάβησε έκθεση του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου που ώθησε την
κοινή γνώμη να απαιτήσει την επιστροφή τουλάχιστον ενός μέρους του
γερμανικού χρυσού από τη Νέα Υόρκη. Το Ελεγκτικό Συνέδριο μάλιστα της
Γερμανίας επέκρινε την κεντρική τράπεζα της χώρας που άφηνε για
δεκαετίες να φυλάσσεται στο εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος των σχεδόν
3.400 τόνων γερμανικού χρυσού χωρίς ποτέ να ελέγξει τη φυσική του
κατάσταση, ενώ καυτηρίαζε και το γεγονός ότι δεν προβλέπονταν δικαίωμα
αυτοψίας, εκ μέρους εξουσιοδοτημένων γερμανών επιθεωρητών. Τονίζει
μάλιστα το Ελεγκτικό Συνέδριο της Γερμανίας ότι «έπειτα από
επανειλημμένα αιτήματα του τμήματος ελέγχου της Μπούντεσμπανκ, τον
Ιούνιο του 2007 οι αρμόδιοι εκπρόσωποι είχαν τη δυνατότητα να εισέλθουν
στις εγκαταστάσεις των θησαυροφυλακίων και να αποκτήσουν μια εικόνα των
μηχανισμών ασφαλείας. Οι υπάλληλοι όμως δεν απέκτησαν πρόσβαση στα
θησαυροφυλάκια της Μπούντεσμπανκ, αλλά μόνο σε ένα προθάλαμο. Συνεπώς,
δεν ήταν δυνατή η καταγραφή του χρυσού»…
Και η Ελλάδα …κύριε;
Με βάση τον ισολογισμό της 31ης/12/2015 στο ενεργητικό της
Τράπεζας της Ελλάδας περιλαμβάνεται «χρυσός και απαιτήσεις σε χρυσό»
αξίας 4.655.876.333 ευρώ (από 4.720.522.384 έναν χρόνο πριν). Το βάρος
του δε ανέρχεται σε 148,8 τόνους. Με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ
μεταφέρθηκε στην ΕΚΤ μέρος αυτού του χρυσού και συγκεκριμένα το 15% εκ
των 1,178 δισ. (με βάση την κλείδα 2,88842%) που είναι η συμμετοχή της
Τράπεζας της Ελλάδας στο ευρωσύστημα. Το υπόλοιπο 85% ήταν
συναλλαγματικά διαθέσιμα σε δολάρια και γεν. Επιπλέον, στο βιβλίο
Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδας, του Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, αναφέρεται
ότι από τον ελληνικό χρυσό το 29% φυλάσσεται στις ΗΠΑ, το 20% στην
Αγγλία, το 4% στην Ελβετία και το υπόλοιπο 47% στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο της έρευνας μας απευθυνθήκαμε στην Τράπεζα της Ελλάδας
και ρωτήσαμε πότε ήταν η τελευταία φορά που Έλληνας αρμόδιος είδε ιδίοις
όμμασι το χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας ώστε να είμαστε σίγουροι πώς
πρόκειται για κανονικό χρυσό κι όχι για …υποσχετικές, άνευ αξίας.
Απάντηση δεν λάβαμε… Δεν μάθαμε ούτε καν βάσει ποιών νόμων το μεγαλύτερο
μέρος του ελληνικού χρυσού είναι διασκορπισμένο σε μια ιδιωτική τράπεζα
στην Ελβετία (UBS) ή στην Αγγλία ξεχασμένο από την εποχή που ταξίδεψε
στην Μέση Ανατολή και τη Νότια Αφρική για να σωθεί από τους Ναζί και να
καταλήξει στην αποικιοκρατική Αγγλία εν είδει αντιτίμου για την
προστασία που μας παρείχε.
Μήπως θα διευκολύνονταν οι απαραίτητες διαδικασίες ελέγχου αν το
Ελεγκτικό Συνέδριο απαιτούσε την επιτόπια έρευνα του χρυσού της Τράπεζας
της Ελλάδας εκ μέρους των μηχανισμών εποπτείας που διαθέτει; Εκτός κι
αν τέτοια αιτήματα δεν αρμόζουν σε αποικίες όπως είναι η Ελλάδα…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 20 Ιανουαρίου 2017