ΑΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Σύμμαχος της Ελλάδας στη μάχη
που πρέπει να διεξαχθεί άμεσα, εν μέσω των διαδοχικών ευρωπαϊκών εκλογών
και πριν τελειώσουν, θα μπορούσε να είναι παραδόξως το Ταμείο – ο
οργανισμός που την κατέστρεψε κυριολεκτικά με τα λανθασμένα μνημόνια που
της επέβαλλε, κατά τη δική του ομολογία.
.
«Επαναλαμβάνεται η ιστορία; Πράγματι το κάνει, αλλά ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Για να διδαχτεί κανείς από τα παθήματα/μαθήματα του παρελθόντος, πρέπει πριν από όλα να καταλάβει τις διαφορές με το παρόν» (D. Casey)..
Άρθρο
Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής
επανάστασης, οι Βρετανοί εισέβαλλαν προετοιμασμένοι για να νικήσουν –
νομίζοντας όμως πως θα αντιμετώπιζαν έναν ευρωπαϊκό στρατό. Οι πολεμικοί
σχηματισμοί τους, οι οποίοι τους εξασφάλιζαν μία καταστροφική δύναμη
πυρός, καθώς επίσης οι κόκκινες στολές που τόνιζαν τον αριθμό των
στρατιωτών τους, ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που απαιτείται για έναν ανταρτοπόλεμο – οπότε απέτυχαν παταγωδώς.
Πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι στρατηγοί, με βάση την ιστορική εμπειρία, θεωρούσαν το ιππικό ως το ισχυρότερο όπλο τους
– ένα πολύ μεγάλο λάθος, αφού οι στρατιώτες που επέβαιναν επάνω στα
άλογα αποδείχθηκαν άχρηστοι μπροστά στα χαρακώματα που είχαν στηθεί.
Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι
Γάλλοι, εν αναμονή της γερμανικής επίθεσης, είχαν κατασκευάσει την
απόρθητη γραμμή Maginot. Η ιστορία πράγματι επαναλήφθηκε, οπότε
ακολούθησε η επίθεση των Γερμανών – αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο, από
τον αναμενόμενο. Έτσι οι γαλλικές προετοιμασίες αποδείχθηκαν
άχρηστες, επειδή οι Γερμανοί δεν επιχείρησαν να διεισδύσουν στη Γαλλία
από τη γραμμή Maginot – αλλά έκαναν έναν μεγάλο κύκλο αποφεύγοντας τα εμπόδια και κέρδισαν τη μάχη πολύ πιο εύκολα.
Συμπερασματικά, οι στρατηγοί δεν έκαναν αυτού του είδους τις προετοιμασίες και τα σχέδια μάχης από διαστροφή ή/και από ανοησία
– αλλά λόγω της ιστορικής τους εμπειρίας. Το πρόβλημα εν προκειμένω
είναι ο τρόπος, με τον οποίο ερμήνευσαν αυτήν την εμπειρία – το ότι
δηλαδή δεν γνώριζαν πώς πρέπει να το κάνουν. Σωστά λοιπόν
προετοιμάζονταν για έναν επόμενο πόλεμο, αλλά λανθασμένα στηρίχθηκαν σε
αυτά που θα τους είχαν βοηθήσει στον προηγούμενο – επειδή δεν
αξιολόγησαν όπως όφειλαν τις διαφορές του παρελθόντος με το παρόν.
Η Ελλάδα
Στα πλαίσια αυτά, στο παράδειγμα της Ελλάδας σωστά αρκετοί Πολίτες κατηγορούν το ευρώ ως έναν βασικό παράγοντα, ο οποίος οδήγησε την (απροετοίμαστη) χώρα μας στην υπερχρέωση – με την έννοια της εφαρμογής μίας νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ, η οποία ωφελούσε αποκλειστικά τη Γερμανία (ανάλυση),
εξασφαλίζοντας της μεταξύ άλλων τεράστια πλεονάσματα εις βάρος των
εταίρων της, της ως εκ τούτου απώλειας της ανταγωνιστικότητας της
Ελλάδας και όχι μόνο, της διευκόλυνσης του αμετροεπή δανεισμού κράτους
και ιδιωτών με χαμηλά επιτόκια κοκ.
Επίσης σωστά θεωρούν το εθνικό νόμισμα
ως ένα μεγάλο πλεονέκτημα όλων των κρατών, το οποίο δεν πρέπει να
χάνεται – αφού με αυτό το δημόσιο έχει τη δυνατότητα να διεξάγει
ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, να χρηματοδοτεί τα ελλείμματα του
τυπώνοντας νέα χρήματα προσέχοντας όμως να μη δημιουργηθεί
υπερπληθωρισμός, να αποπληρώνει τα δάνεια που έχουν συναφθεί στο δικό του νόμισμα χωρίς πρόβλημα
(πάνω από το 90% των δανείων της Ελλάδας πριν το PSI ήταν σε δραχμές),
καθώς επίσης να προβαίνει σε υποτιμήσεις, έτσι ώστε να ανακτά τη χαμένη
ανταγωνιστικότητα του.
Εν τούτοις, η κατάσταση σήμερα έχει αλλάξει δραματικά, ιδίως μετά το PSI – με το οποίο υπεγράφη η υπαγωγή των ομολόγων του δημοσίου στο αγγλικό δίκαιο, των λοιπών χρεών επίσης, η απαγόρευση της μετατροπής του εξωτερικού χρέους σε εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης η υποθήκευση ολόκληρης της Ελλάδας. Όλα
αυτά σε μία χρονική στιγμή που οι δανειστές φοβόντουσαν όσο τίποτα άλλο
μία ελληνική χρεοκοπία – η οποία μπορεί μεν να ήταν επώδυνη, αλλά θα
οδηγούσε τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, ενδεχομένως με ένα δικό της
εθνικό νόμισμα.
Έκτοτε όμως η Ελλάδα ήταν και είναι
έρμαιο των δανειστών της, χάθηκε εντελώς η εθνική της κυριαρχία, ενώ η
οικονομία της πηγαίνει και θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο – πολύ περισσότερο μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το οποίο επικύρωσε όλα τα προηγούμενα, αφού ψηφίσθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία κομμάτων και βουλευτών.
Επομένως, η μάχη που θα έπρεπε να
διεξαχθεί το αργότερο σήμερα, πριν ολοκληρωθούν οι εκλογές στην
Ολλανδία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και ενδεχομένως τυχόν πρόωρες στην
Ιταλία, αποκλείει εκ των πραγμάτων τη μονομερή επιστροφή στη δραχμή, ενώ
θα ήταν ίσως ανόητη όταν η Ευρωζώνη κινδυνεύει να διαλυθεί – απαιτεί δε εντελώς διαφορετικά όπλα και συμμάχους. Εν
προκειμένω, κυριότερος σύμμαχος είναι παραδόξως το ΔΝΤ – ο οργανισμός
που κατέστρεψε κυριολεκτικά την Ελλάδα με τα λανθασμένα μνημόνια που της
επέβαλλε κατά τη δική του ομολογία.
Η αιτία της «ελπίδας του ΔΝΤ» είναι
αφενός μεν το ότι, οι νέες προτάσεις του είναι συμφέρουσες για την
πατρίδα μας, η οποία είναι εγκλωβισμένη στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια, αφετέρου η διαφαινόμενη αλλαγή πολιτικής στις Η.Π.Α., από το δόγμα Trump
– ενώ έχει αποδυναμωθεί η Γερμανία ευρισκόμενη στο στόχαστρο του νέου
αμερικανού προέδρου, μαζί με το ευρώ. Ειδικότερα, με βάση τις διαρροές
όσον αφορά την τοποθέτηση του ΔΝΤ, αναφέρονται τα εξής:
«Το δημόσιο χρέος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο χωρίς την αναδιάρθρωση του, ενώ τα βραχυπρόθεσμα μέτρα είναι ανεπαρκή και ασαφή. Απαιτούνται λύσεις που θα οδηγήσουν στην πτωτική του πορεία μακροπρόθεσμα, με χρονικό ορίζοντα το 2060 και όχι τέτοιες που παρέχουν προσωρινή ανακούφιση – ενώ ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να μειωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ από το 2018.Η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να εμπεριέχει μία επιμήκυνση της περιόδου χάριτος, καθώς επίσης αναβολές στην καταβολή των τόκων έως το 2040. Ειδικότερα, η ωρίμανση (λήξη) των ευρωπαϊκών δανείων θα πρέπει να επεκταθεί έως το 2070 – ενώ τα επιτόκια όλων των δανείων των EFSF και ESM, τα οποία δεν θα πληρώνονται έως το 2040, θα πρέπει να διαμορφωθούν κάτω του 1,5% για 30 χρόνια, από το 2040 έως το 2070» (πηγή).
Όπως έχουμε τώρα γράψει, εφόσον ισχύουν οι παραπάνω προτάσεις του ΔΝΤ, αποτελούν ασφαλώς μία λύση για την Ελλάδα –
επειδή ουσιαστικά τάσσεται υπέρ του παγώματος ενός μέρους των δημοσίων
χρεών συμπεριλαμβανομένων των τόκων, με επιτόκια χαμηλότερα από το ρυθμό
ανάπτυξης, καθώς επίσης με πολύ ήπια μέτρα, αφού εισηγείται πρωτογενή
πλεονάσματα στο 1,5% του ΑΕΠ.
Εάν λοιπόν οι προτάσεις του αυτές
συνοδευόταν από την εξυπηρέτηση του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης, από
αναπτυξιακά μέτρα, καθώς επίσης από εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές που
έχει πράγματι ανάγκη η χώρα (καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, της
διαφθοράς, της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους, ένα ορθολογικό
φορολογικό σύστημα, ένα σωστό επιχειρηματικό πλαίσιο, ιδιωτικοποιήσεις
που δεν θα συμπεριλαμβάνουν τις εταιρείες κοινωνικής ωφελείας,
αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και του δημοσίου κοκ.), τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να συμφωνήσει με αυτές και να τα καταφέρει – πολύ περισσότερο εάν η Γερμανία έπαυε να απομυζεί την Ευρωζώνη με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εφαρμόζει, πιεζόμενη
από τη νέα κυβέρνηση των Η.Π.Α. που φαίνεται πως δεν θα επιτρέψει στον
κ. Σόιμπλε να συνεχίσει να παράγει πλεονάσματα εις βάρος όλων των άλλων
κρατών.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, μία ακόμη «κατάσταση» που έχει αλλάξει στην Ελλάδα είναι αυτή των τραπεζών – οι
οποίες πιθανότατα θα χρειαστούν ξανά νέα κεφάλαια, ενώ δεν πρόκειται να
το αποφύγουν απλά και μόνο με το κλείσιμο της αξιολόγησης,
όπου θα ακολουθούσε ίσως η υπαγωγή της Ελλάδας στα πακέτα ποσοτικής
διευκόλυνσης της ΕΚΤ. Επίσης των επιτοκίων δανεισμού των ευρωπαϊκών
χωρών, ιδίως αυτών του Νότου (γράφημα), τα οποία αυξάνονται πλέον –
προκαλώντας προφανώς δυσκολίες επίσης στις τράπεζες.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των επιτοκίων δανεισμού της Ιταλίας (πράσινη καμπύλη), καθώς επίσης της Ισπανίας (κόκκινη καμπύλη).
.
Ως εκ τούτου, η ιστορική εμπειρία δεν
βοηθάει καθόλου ενώ, όπως πολύ σωστά έλεγε ο Keynes, όταν αλλάζουν οι
συνθήκες πρέπει να αλλάζουμε και εμείς – χωρίς να φοβόμαστε μήπως
θεωρηθούμε «ανακόλουθοι» σε σχέση με τις πάγιες θέσεις μας, ειδικά όσον αφορά την «ελπίδα του ΔΝΤ» που ασφαλώς δεν παύει να είναι ο μπράβος των διεθνών τοκογλύφων, ενώ η συνεργασία μαζί του κάθε άλλο παρά εύκολη είναι.