Η διαφαινόμενη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές είναι μία αναπόφευκτη εξέλιξη. Οι ευρωπαίοι εταίροι (κυρίως το Βερολίνο, αλλά και οι Βρυξέλλες) δεν θέλουν εκλογές στην Ελλάδα αυτή την περίοδο. Γι’ αυτό και δίνουν τη δυνατότητα μίας συμφωνίας, που θα μπορεί να την υπογράψει η Αθήνα. Η δε κυβέρνηση επίσης δεν θέλει εκλογές – γιατί να τις θέλει άλλωστε; - και γι’ αυτό προσπαθεί αφενός να πάρει μία συμφωνία, που θα της προκαλέσει όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος και την οποία θα μπορεί αν «ντύσει» πολιτικά και επικοινωνιακά.
Είναι μία κυνική προσέγγιση των δύο μερών, που γίνεται βέβαια με όρους επιβολής από τους δανειστές – δεν πρόκειται για έναν έντιμο συμβιβασμό ασφαλώς. Παρά τα λεκτικά εφευρήματα της κυβέρνησης και τις διαβεβαιώσεις του τύπου «δεν είναι αυτό που νομίζεις αγάπη μου», ο νέος λογαριασμός θα είναι βαρύς και θα αφορά πρωτίστως αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Ωστόσο, πρώτος στόχος της κυβέρνησης είναι να κερδίσει χρόνο παραμονής στην εξουσία. Αναμενόμενη επιδίωξη για οποιοδήποτε κόμμα εξουσίας, έστω και με την ταμπέλα της αριστεράς. Ιδίως όταν η προσφυγή σε εκλογές μόνο νίκη δεν υπόσχεται. Η κυβέρνηση αξιοποιεί την απουσία ισχυρής και πραγματικής αντιπολίτευσης, καθώς και την αξιοπρόσεκτη εσωτερική της συνοχή για να πετύχει αυτό τον στόχο.
Αγοράζει λοιπόν χρόνο, έστω κι αν τον αγοράζει πανάκριβα (κυρίως για όσους πληρώσουν το μάρμαρο των νέων μέτρων).
Στην πολιτική ο χρόνος έχει αυτοτελή σημασία. Ακόμη κι αν δεν ξέρεις τι να τον κάνεις – όπως συχνά πυκνά αποδεικνύεται και με την παρούσα κυβέρνηση – μπορεί να λειτουργήσει ως ξεχωριστή παράμετρος εξελίξεων. Πολλές είναι οι κυβερνήσεις, που επαφίενται στη μοίρα και ελπίζουν ότι κάτι θα συμβεί που θα αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερα (γι’ αυτές). Υπό αυτή την έννοια και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κινείται με γνώμονα αυτή την προοπτική. Να κερδίσει χρόνο, κι ας είναι με νέα μέτρα. Ελπίζει έτσι ότι η εξάλειψη τους επόμενους μήνες από τη δημόσια συζήτηση των εκλογικών σεναρίων και του προκαλούμενου από αυτά κλίματος πολιτικής αστάθειας, θα βοηθήσει την οικονομία. Δεν είναι απίθανο, αλλά δεν είναι και δεδομένο. Δεδομένο είναι ότι θα φουντώσει η κοινωνική δυσαρέσκεια και θα αυξηθεί το πολιτικό κόστος. Διότι υπάρχει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, ο κίνδυνος να μετράει ο χρόνος ανάποδα. Ενώ νομίζεις ότι κερδίζεις χρόνο, να χάνεις όλα τα υπόλοιπα.
Πρακτικά και στην καλύτερη περίπτωση, οι κυβερνώντες με το κλείσιμο της συζητούμενης συμφωνίας μπορεί να κερδίσουν ένα με ενάμιση χρόνο, χωρίς να σκιάζει τον πολιτικό ορίζοντα το ενδεχόμενο της κάλπης – έως ότου αρχίσουν να εφαρμόζονται τα νέα μέτρα. Στη χειρότερη βέβαια όλα θα επανέλθουν στο προσκήνιο σε έξι μήνες, εάν τα οφέλη για την οικονομία δεν είναι τα αναμενόμενα. Εκτός κι αν υπάρξουν τέτοια αντίδραση στην παρούσα φάση για τα νέα μέτρα, που προκύψει κάτι απρόοπτο. Αλλά όταν κανείς έχει καταπιεί μία φορά την κάμηλο, δεν τον απασχολεί αν πρέπει να διυλίσει τον κώνωπα. Καταπίνει άλλη μία κάμηλο και κάνει τη δουλειά του…