Aναδημοσίευση από: kontranews.gr
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΜΒΟΥΚΑΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΜΒΟΥΚΑΣ
Απο ετους ίδρυσης του νεώτερου ελληνικού έθνους, η ελληνική οικονομία υπέφερε από το σοβαρότατο αποσταθεροποιητικό οικονομικό «φαινόμενο των δίδυμων ελλειμμάτων». H «θεωρία των δίδυμων ελλειμμάτων» (the twin deficits theory) απεικονίζει το οικονομικό φαινόμενο, κατά το οποίο ο κρατικός προϋπολογισμός και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζουν ταυτόχρονα διαχρονικά ελλείμματα. Το θεωρητικό και το εμπειρικό υπόβαθρο της θεωρίας αυτής ανάγονται στο «κεϋνσιανό υπόδειγμα». Σύμφωνα με τη θεωρία των δίδυμων ελλειμμάτων, η συναρτησιακή σχέση μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι θετική, με την έννοια ότι η αυξομείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων προκαλεί την αυξομείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Στην πράξη έχει διαπιστωθεί, ότι, όσες χώρες πάσχουν από το νόσημα των διπλών ελλειμμάτων, αντιμετωπίζουν ακανθώδη δημοσιονομικά προβλήματα, με κυριότερο όλων τη συνεχή αύξηση του συνολικού δημόσιου χρέους.
Για ιστορικούς λόγους θα πρέπει να αναφερθεί, ότι, την περίοδο 1821-1828 το εγχώριο νόμισμα του νεοσύστατου νεοελληνικού έθνους ήταν το τουρκικό γρόσι, την περίοδο Ιούνιος 1829-Φεβρουάριος 1833 ο φοίνικας και από το Μάρτιο του 1833 και έως το Φεβρουάριο του 2002 η δραχμή καθιερώθηκε ως το εθνικό νόμισμα της χώρας. Κατά τις ιστορικές χρονολογίες 1827, 1843, 1893 και 1932, που το γρόσι και η δραχμή ήταν τα εθνικά μας νομίσματα, συντελέστηκαν οι τέσσερις επώδυνες και ταπεινωτικές χρεοκοπίες του νεοελληνικού κράτους. Με το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1945), οι σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις σε συνάλλαγμα που η χώρα μας έλαβε κυρίως από τις ΗΠΑ, συνέβαλαν στο μηδενισμό του εξωτερικού μας χρέους. Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος στην εξαιρετική μελέτη του, «Έκθεσις επί του Οικονομικού Προβλήματος της Ελλάδος» (1952), επισημαίνει ότι το 1950 το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας ήταν μηδενικό, που σημαίνει ότι η χώρα μας δεν όφειλε χρήματα σε ξένους πιστωτές.
Το 1974 το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας εκτιμάται σε 1,7 δις ευρώ (€), εκ των οποίων το ένα δις € είναι εξωτερικό δημόσιο χρέος. Μετά το 1980 παρατηρείται η συνεχής και ακάθεκτη ανοδική πορεία του εξωτερικού χρέους της χώρας. Το Φεβρουάριο του 2002 που το ευρώ επρόκειτο να αντικαταστήσει τη δραχμή, το συνολικό εξωτερικό χρέος προσέγγιζε τα 130 δις €, από τα οποία τουλάχιστον τα 70 δις € αντιπροσώπευαν το δημόσιο εξωτερικό χρέος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά το 1950 που η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε το οξύτατο πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά το 1980 το εξωτερικό χρέος άρχισε να αυξάνει με αλματώδεις ρυθμούς, το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι: Από ποιες πηγές η χώρα μας εξασφάλιζε τους απαιτούμενους συναλλαγματοφόρους πόρους, για την εξυπηρέτηση του συνεχώς διογκούμενου εξωτερικού της χρέους; Την απάντηση σε αυτό το όντως ενδιαφέρον ερώτημα, μας τη δίνει η Τράπεζα της Ελλάδας. Τα διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, αποκαλύπτουν ότι στις εγχώριες τράπεζες οι καταθέσεις ήταν δύο βασικών κατηγοριών. Οι καταθέσεις σε εγχώριο νόμισμα, δηλαδή σε δραχμές, και οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα, δηλαδή σε ξένα νομίσματα, όπως αμερικανικά δολάρια, γερμανικά μάρκα, βρετανικές στερλίνες (λίρες), κ.ά. Σύμφωνα με το «Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο» και την αξιομνημόνευτη έκδοση «Μακροοικονομικές Στατιστικές Σειρές της Ελληνικής Οικονομίας», που αμφότερες οι εκδόσεις εκδίδονταν για πολλά χρόνια από την Τράπεζα της Ελλάδας, διαπιστούται ότι οι «καταθέσεις σε συνάλλαγμα» στο σύνολο των εγχώριων τραπεζικοπιστωτικών ιδρυμάτων από μόλις 0,2 δις δολάρια ($) το 1974, εκτοξεύονται σε 14 δις $ το 1990 και 45 δις $ το 2001. Οι «καταθέσεις σε συνάλλαγμα» προέρχονταν από διάφορες πηγές, όπως έλληνες μετανάστες και ναυτικοί, εφοπλιστικές επιχειρήσεις, μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, κ.ά., που από χώρες του εξωτερικού, όπως ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Καναδά, Μ. Βρετανία, κ.ά., έφερναν τα δολάρια, τα μάρκα, τις στερλίνες, κ.λπ., στη μητέρα πατρίδα. Παρότι οι καταθέσεις ιδιωτών σε συνάλλαγμα σημείωναν ικανοποιητική άνοδο, εντούτοις δεν αρκούσαν για την χρηματοδότηση των διαχρονικά διογκούμενων τοκοχρεολυτικών δαπανών εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας. Την περίοδο 1993-2001, οι δαπάνες σε τοκοχρεολύσια ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 7 δις $ κάθε χρόνο. Παράλληλα, η συνεχής διεύρυνση των δίδυμων ελλειμμάτων συντελούσε στην προσφυγή της χώρας σε εξωτερικό δανεισμό, προκαλώντας την ανοδική τάση του εξωτερικού χρέους. Δυστυχώς, η Ελλάδα επί εποχής δραχμής ήταν πλήρως εξαρτημένη από τον διεθνή δανεισμό, κάτι το οποίο συνεχίστηκε και με τη μετάβασή της στο νομισματικό καθεστώς του ευρώ. Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας άνευ των swaps εκτιμάται σήμερα σε 450 δις ευρώ. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την διατήρηση των κρατικών ελλειμμάτων σε υψηλά επίπεδα, συνιστούν τους κυριότερους παράγοντες της διαρκούς ανοδικής τάσης του εξωτερικού χρέους της χώρας. Αναμφίβολα, η συνεχής αύξηση του εξωτερικού χρέους αποτελεί το σημαντικότερο διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.