Αναδημοσίευση από: liberal.gr
Του Βασίλη Γεώργα
Του Βασίλη Γεώργα
Δεν πρόλαβε καλά - καλά να στεγνώσει η μελάνη στο χαρτί της ανακωχής για την επιστροφή της τρόικας στην Ελλάδα και ξεκίνησαν ήδη οι προειδοποιητικές βολές από την κυβέρνηση. Ίσως όχι τυχαία, πρώτος ο πάντα εγκρατής αντιπρόεδρος Γιάννη Δραγασάκης έσπευσε χθες να προαναγγείλει δημοσίως «σύγκρουση με τους δανειστές» αν το ΔΝΤ επιμείνει να ζητά κοινωνικά άδικα φορολογικά μέτρα. Ακούγεται αυτό σαν να αποπνέει καλή διάθεση για να κλείσει γρήγορα η κυβέρνηση την πολύ δύσκολη συμφωνία που έχει μπροστά της;
Ακόμη κι αν τέτοιες αντιδράσεις έχουν στόχο να χαϊδέψουν τα αυτιά των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που δικαιολογημένα δυσπιστούν μπροστά στους πανηγυρισμούς πρωτοκλασάτων υπουργών ότι το βράδυ της Δευτέρας κατατροπώθηκε η τρόικα στις Βρυξέλλες και μπήκε ταφόπλακα στη λιτότητα, μάλλον μας δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας πολύ δρόμο μέχρι την τελική συμφωνία. Η κυβέρνηση ξέρει από τη μία ότι πρέπει να τρέξει με ταχύτητα μπροστά κάνοντας διαρκείς και βαθιές υποχωρήσεις προς τα πίσω στις απαιτήσεις των δανειστών, ώστε να μην κινδυνεύσει με εκτροχιασμό η οικονομία, αλλά από την άλλη η αντίληψη που έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο εσωτερικό της με βάση το αντικειμενικά βαρύ αποτέλεσμα του προχθεσινού Eurogroup είναι ότι πολιτικά αλλά και τεχνικά, πρόκειται για μια συμφωνία πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη που θα χρειαστεί χρόνος και επικοινωνιακή μαεστρία για να ολοκληρωθεί εγκαίρως. Δεν είναι πρόβλημα τόσο η πληθώρα των επιμέρους νομοθετημάτων, όσο μπορεί να είναι το παιχνίδι των εκατέρωθεν πιέσεων και απειλών που θα ξανανοίξει τις επόμενες εβδομάδες. Ήδη οι αφορμές έχουν αρχίσει να πέφτουν στο τραπέζι: πόσο θα είναι το τελικό φορτίο των μέτρων; Λιγότερα ή περισσότερα από το 2% του ΑΕΠ που ζητά το ΔΝΤ; Τι θα περιλαμβάνουν τα «αντισταθμιστικά» οφέλη για την ανάπτυξη και πότε ακριβώς θα μπορούν να εφαρμοστούν; Θα υπάρξει ή όχι συζήτηση για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις στο χρέος και για τη χρονική διάρκεια των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να καταστεί εφικτή η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση; Θα τεθεί θέμα άμεσης πώλησης του 17% της ΔΕΗ;
Το πιθανότερο σενάριο αυτή τη στιγμή και ίσως το πιο ριψοκίνδυνο, είναι ότι οι διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν την ερχόμενη Τρίτη, θα συρθούν χρονικά. Παρά την ψευδεπίγραφη ευφορία, οτιδήποτε άλλο θα είναι μια μεγάλη θετική έκπληξη για όλους.
Όπως, όμως, κανείς δεν κατάλαβε γιατί χάθηκε τόσος χρόνος από το Φθινόπωρο μέχρι σήμερα ενώ στην ουσία καταλήξαμε να συζητάμε ακριβώς τα ίδια πράγματα με τότε, έτσι και τώρα το ενδεχόμενο να λιώσουν τα παντελόνια τους στις καρέκλες συζητώντας για το πότε και πώς ακριβώς θα κοπούν κατά 1,35 δισ. ευρώ οι συντάξεις και πώς θα αυξηθούν κατά 1,35 δισ. ευρώ οι φόροι από τη μείωση στο αφορολόγητο, είναι το σενάριο που μοιάζει πιθανότερο.
Οι δανειστές ξέρουν πολύ καλά τα τερτίπια των ελληνικών κυβερνήσεων και τη στρατηγική χρονοκαθυστέρησης της παρούσας, εξ ου και η αποδοχή της πραγματικότητας ότι τώρα που δόθηκε το σήμα λήξης του συναγερμού στις αγορές για την Ελλάδα εφόσον θα διεξάγονται ησύχως συζητήσεις μεσούσης της εκλογικής περιόδου στην Ευρώπη, το επόμενο χρονικό παράθυρο κλείνει κάπου στα τέλη Μαϊου - μέσα Ιουνίου. Λίγες εβδομάδες πριν δηλαδή αρχίσουν οι μεγάλες λήξεις ομολόγων 7,4 δισ. ευρώ, που είναι συσσωρευμένες τον Ιούλιο και θα θέτουν πολύ πιο πειστικά προς όλους τα διλήμματα για συμφωνία, χρεοκοπία ή «κάτι άλλο».
Έτσι όπως εγκλωβιστήκαμε πίσω στο κλουβί, είναι περισσότερο στο χέρι το δικό μας παρά των δανειστών - που ξέρουμε τι ζητούν και πώς μπορούν να το αποσπάσουν - αν θα διαμορφώσουμε αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια συμφωνία ταχύτερα ή θα συνεχίσουμε να ονειροβατούμε και θα αφήσουμε τα πράγματα να σέρνονται σωρεύοντας στο μεσοδιάστημα αβεβαιότητα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και νέες ζημιές για την οικονομία.
Όχι ότι το κλείσιμο της συμφωνίας μπορεί να εγγυηθεί θεαματική ανατροπή των δεδομένων πέραν μιας πρόσκαιρης βελτίωσης. Η κατάσταση στασιμοχρεοκοπίας στην οποία έχει καταδικαστεί η οικονομία υφιστάμενη το μαρτύριο να ξύνει διαρκώς τον πάτο του βαρελιού από τη διαρκή πίεση πρόσθετων φόρων και περικοπών, δεν μπορεί να ξεπεραστεί γρήγορα, και κυρίως όχι χωρίς σχέδιο και πολιτικές υποστήριξης της ανάπτυξης. Και τα δύο αυτή τη στιγμή απουσιάζουν από το κάδρο και βασικός στόχος είναι να αποφύγουμε την επόμενη καταστροφή.