Μ. Χριστοδούλου
Τις ελληνικές θέσεις παρουσίασε, σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος
Μέτρα - «αντίβαρο», μεταξύ των οποίων είναι η μείωση κατά μία μονάδα του χαμηλού ΦΠΑ από το 13% στο 12%, του ΕΝΦΙΑ και των συντελεστών στην κλίμακα φορολογίας των φυσικών προσώπων έβαλε η κυβέρνηση πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς.
Τις ελληνικές θέσεις παρουσίασε σύμφωνα με πληροφορίες ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στην διάρκεια της συνάντησης που είχε με τον Επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί στις 15/2/2017 στην οποία συζητήθηκαν τα μεγάλα «αγκάθια» της δεύτερης αξιολόγησης.
Προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος που θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση της ο κ. Τσκαλώτος ζήτησε αντισταθμιστικά μέτρα τα οποία θα ανακουφίσουν τα νοικοκυριά από την νέα φορολογική «λαίλαπα» που βρίσκεται επί θύραις και θα πλήξει μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες.
Τούτο ως αποτέλεσμα της νέας μείωσης της έκπτωσης φόρου που οδηγεί σε νέα υποχώρηση του αφορολόγητου ορίου.
Η έκπτωση φόρου κυμαίνεται σήμερα από 1.900 έως και 2.100 ευρώ και οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο από 8.636 έως 9.545 ευρώ.
Για κάθε 300 ευρώ που μειώνεται η έκπτωση φόρου, το αφορολόγητο όριο μειώνεται κατά 1.363 ευρώ και οδηγεί σε μόνιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 0,5% του ΑΕΠ ή περίπου 900 εκατομμύρια ευρώ.
Τα σενάρια που εξετάζονται προβλέπουν μείωση του αφορολόγητου ακόμη και από το 2018 και σε δόσεις, δηλαδή μια νέα μείωση το 2019.
Η έκπτωση φόρου μελετάται να μειωθεί συνολικά κατά 500 - 600 ευρώ και να οδηγήσει σε αφορολόγητο όριο στην περιοχή των 5.900 - 6.000 ευρώ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δανειστές έχουν ζητήσει ακόμη πιο χαμηλό αφορολόγητο στα επίπεδα των 5.000 ευρώ με την κυβέρνηση να διαμηνύει ότι δεν κατεβαίνει κάτω από τα 6.000 ευρώ.
Μεγάλες επιβαρύνσεις θα προκαλέσει και η κατάργηση της έκπτωσης του 1,5% από την παρακράτηση φόρου εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχων αλλά και η κατάργηση της εναπομείνασας έκπτωσης φόρου για τις ιατρικές δαπάνες.
Σήμερα δίνεται έκπτωση φόρου 10% επί της δαπάνης εφόσον το συνολικό ποσό της δαπάνης ξεπερνά το 5% του εισοδήματος του φορολογούμενου.
Εσχάτως σε αυτόν τον λογαριασμό μπήκε και ο φόρος πολυτελείας 10% για τον οποίο εξετάζεται να επεκταθεί σε όλα τα δερμάτινα είδη (παπούτσια, τσάντες, σακίδια, κ. ά.) και όχι σε περιορισμένα όπως ισχύει σήμερα.
Ως ανταλλάγματα για το νέο λογαριασμό η κυβέρνηση ζητά:
1. Μείωση του χαμηλού ΦΠΑ κατά μία μονάδα. Από το 13% που βρίσκεται σήμερα να υποχωρήσει στο 12%.
Θα είναι η πρώτη φορά, έπειτα από επτά χρόνια συνεχούς αύξησης, που οι τιμές στα βασικά τρόφιμα, δηλαδή σε νωπό κρέας, γάλα, αυγά κ.λπ., θα κινηθούν καθοδικά.
Εκτιμάται ότι η μείωση σε ποσοστό 1% θα γίνει αισθητή στο καθημερινό «καλάθι της νοικοκυράς», δεδομένου ότι το 55% των τροφίμων και εν γένει των ειδών παντοπωλείου επιβαρύνεται σήμερα με ΦΠΑ 13%.
Ελάφρυνση θα υπάρξει και στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και νερού όπως και στη διαμονή σε ξενοδοχεία επί των οποίων εφαρμόζεται ΦΠΑ 13%.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μείωση του ΦΠΑ, εφόσον γίνει αποδεκτή, θα ισχυροποιήσει τη ζήτηση και το ΑΕΠ της χώρας, ενώ θα «φουντώσει» τον πληθωρισμό, ο οποίος ύστερα από σχεδόν τρία χρόνια σε αρνητικό περιβάλλον κατέγραψε αύξηση 1,2% τον Ιανουάριο έναντι της μηδενικής μεταβολής τον προηγούμενο μήνα, βάσει των στοιχείων που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
2. Μείωση συντελεστών του ΕΝΦΙΑ που σήμερα παράγει φορολογικά έσοδα 2,65 δισ. ευρώ σε σταθερή βάση από την φορολόγηση της ελληνικής περιουσίας.
3. Μείωση συντελεστών στην κλίμακα για τα φυσικά πρόσωπα που σήμερα ξεκινούν από το 22% (για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ) και φτάνουν στο 45% (για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ).
Η τελευταία πρόταση λειτουργεί αντισταθμιστικά με το αφορολόγητο των 5.000 ή 6.000 ευρώ (από 8.636 ευρώ σήμερα) που ζητούν οι δανειστές.
Έτσι ώστε να υπάρξει ανακούφιση από τις επιβαρύνσεις που θα προκύψουν στα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα.
Το θέμα είναι αν οι ελληνικές προτάσεις βρουν απήχηση και δεν απορριφθούν από το μπλοκ των τεσσάρων θεσμών (Ε.Ε., ΔΝΤ, ΕΚΤ, ESM).
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μειώσεις φόρων δεν θα είναι άμεσες καθώς το μέτρο είναι σε συνάρτηση με την εκπλήρωση του στόχου του 3,5% στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Δηλαδή αν η κυβέρνηση υπερκαλύψει το 3,5% του ΑΕΠ που προβλέπει για το 2018 το ελληνικό πρόγραμμα, τότε θα μπορεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς να μειώσει τον ΦΠΑ εξουδετερώνοντας έτσι τις δημοσιονομικές απώλειες που δημιουργούνται στα κρατικά ταμεία.