Γιώργος Βάμβουκας
Από τεχνοκρατικής άποψης, η διαχρονική εξέλιξη του δημοσίου χρέους μιας χώρας προσδιορίζεται από ποιοτικούς και ποσοτικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, ο ποιοτικός παράγοντας που λέγεται «διαφθορά» του κομματικού-πολιτικού συστήματος κυβερνητικής-κρατικής εξουσίας, έχει αποδειχτεί στην πράξη ότι στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, συνιστά βασικότατο προσδιοριστικό παράγοντα της διαχρονικής αύξησης του δημοσίου χρέους. Η διαφθορά του κομματικού-πολιτικού κατεστημένου κυβερνητικής εξουσίας, με τις μίζες και τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος δημιουργεί τις υπερβάσεις των κρατικών δαπανών, προκαλώντας στη συνέχεια τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, με οικτρό επακόλουθο την ανοδική τάση του δημοσίου χρέους. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το έλλειμμα συνιστά μέρος της δαπάνης και η κάλυψή του γίνεται με την προσφυγή της χώρας σε εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό, επιφέροντας έτσι την διαρκή ανοδική πορεία του δημοσίου χρέους.
Εκτός όμως των ποιοτικών υπάρχουν και οι ποσοτικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να προσδώσουν σημαντική «δυναμική» στο δημόσιο χρέος. Ο όρος «δυναμική του δημοσίου χρέους» απεικονίζει το οικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο το ίδιο το χρέος ανατροφοδοτεί τον εαυτό του. Τρεις είναι οι κύριοι μακροοικονομικοί παράγοντες που συντελούν στην ανατροφοδότηση του δημοσίου χρέους. Ο υψηλός πληθωρισμός, τα υψηλά επιτόκια και οι διογκούμενες δαπάνες τοκοχρεολυσίων εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Τα στοιχεία του πίνακα απεικονίζουν την εξέλιξη του πληθωρισμού και των ονομαστικών επιτοκίων των εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου 12μηνης διάρκειας. Μετά το 1972 και έως το 1994 που ο πληθωρισμός στη χώρα μας κυμαινόταν σταθερά σε διψήφια επίπεδα, τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου με τα πολύ υψηλά επιτόκια, αποτελούσαν την πιο προσοδοφόρα τοποθέτηση των εγχώριων και των ξένων επενδυτών.
Κατά την κρίσιμη περίοδο 1980-1996, που τα κρατικά ελλείμματα ακολουθούσαν αχαλίνωτη ανοδική πορεία, το ελληνικό δημόσιο χρηματοδοτούσε τα υπέρογκα ελλείμματά του με διαδοχικές εκδόσεις εντόκων γραμματίων, προκαλώντας τη διαρκή αυξητική τάση του δημοσίου χρέους. Η διατήρηση των επιτοκίων των εντόκων γραμματίων επί σειρά ετών γύρω στο 20%, είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση των τοκοχρεολυτικών δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, με συνέπεια την άνοδο των κρατικών δαπανών και τη μεγέθυνση των ελλειμμάτων, με τελική κατάληξη την ανεξέλεγκτη αύξηση του δημοσίου χρέους. Πέραν πάσης αμφιβολίας επιτόκια της τάξης του 14,25% έως 24,0% βάσει των οποίων το ελληνικό δημόσιο δανειζόταν κατά την διάρκεια της περιόδου 1980-1994, θεωρούνται τοκογλυφικά και ζημιογόνα για την εθνική οικονομία. Ο τοκογλυφικός χαρακτήρας των επιτοκίων των εντόκων γραμματίων, πιστοποιείται από την τρομακτική άνοδο των τοκοχρεολυσίων και κατά προέκταση την υπέρμετρη αύξηση των συνολικών κρατικών δαπανών. Αξιομνημόνευτο είναι ότι την περίοδο 1980-1994, τα τοκοχρεολύσια εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης από 54 εξακοντίστηκαν σε 5.867 δις δραχμές, με θλιβερή συνέπεια οι δαπάνες τοκοχρεολυσίων από 11,7% να φτάσουν να αντιπροσωπεύουν το 50,6% των συνολικών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Η Ελλάδα ήταν και εξακολουθεί να παραμένει μια καταχρεωμένη χώρα, που ισοσκέλιζε και συνεχίζει να ισοσκελίζει τους κρατικούς της προϋπολογισμούς, με την προσφυγή σε εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό, προκαλώντας έτσι την αχαλίνωτη αύξηση του δημοσίου χρέους.