Αναδημοσίευση από: analyst.gr
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Όταν αρνείται κανείς να επιλέξει
ανάμεσα στις ρεαλιστικά υφιστάμενες λύσεις των προβλημάτων του ή δεν
επιλέγει κάποια από αυτές έγκαιρα, υφίσταται δυστυχώς όλα τα
μειονεκτήματα τους, χωρίς το παραμικρό πλεονέκτημα – κάτι που κοστίζει
τελικά πανάκριβα..
.
«Η ανθρώπινη ζωή είναι πολύ σύντομη, η επιστήμη ατελείωτη, ο χρόνος λίγος, η πείρα λανθασμένη και η απόφαση γεμάτη ευθύνες» (Ιπποκράτης).
.
Ανάλυση
Στην Ελλάδα αντιμετωπίσαμε από την αρχή μία κρίση δημοσίου χρέους, με την έννοια πως το κράτος ήταν αυτό που υπερχρεώθηκε
– κάτι που συμβαίνει επίσης στην Ιταλία, αλλά όχι στις άλλες ευρωπαϊκές
χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία, η αιτία της κρίσης των οποίων
ήταν η υπερχρέωση του ιδιωτικού τους τομέα.
Η υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου
φυσικά προϋπήρχε. Φάνηκε όμως μετά το 2008, επειδή σταμάτησε ξαφνικά να
αναπτύσσεται η οικονομία μας, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής
κρίσης – οπότε άρχισαν να μειώνονται τα έσοδα του κράτους, αυξήθηκαν τα ελλείμματα, ενώ δυσκόλεψε ο βιώσιμος δανεισμός του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του.
Οι αιτίες τώρα της υπερχρέωσης του
δημοσίου τομέα μίας χώρας, σε περιόδους ειρήνης, είναι συνήθως η
διαφθορά, η διαπλοκή, η φοροδιαφυγή, η κακή λειτουργία του κρατικού
(εισπρακτικού) μηχανισμού, τα θεσμικά ελλείμματα, η υπερβολικά χαμηλή
φορολόγηση που δεν καλύπτει τις ανάγκες ενός υπερδιογκωμένου κράτους
κοκ. – καταστάσεις που οδηγούν στον πλουτισμό του ιδιωτικού τομέα, χωρίς όμως να αιτιολογείται από την υγιή επιχειρηματικότητα,
από την υψηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων, από την ανταγωνιστικότητα
της οικονομίας, καθώς επίσης από όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που
συντελούν στην αντικειμενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Όταν τώρα η υπερχρέωση μίας χώρας υπερβεί ένα ορισμένο επίπεδο ή/και γίνει εμφανής στα πλαίσια μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι επίλυσης της:
(α) η ονομαστική διαγραφή εκείνου του μέρους των χρεών που είναι πολύ
δύσκολο να εξυπηρετηθούν ή (β) η μεταφορά των χρεών του δημοσίου στον
ιδιωτικό τομέα. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Η επιλογή της χρεοκοπίας
Η πρώτη λύση είναι άμεση, επώδυνη και συνώνυμη με τη χρεοκοπία, έχοντας στο παρελθόν επιλεχθεί από χώρες όπως η Αργεντινή και η Ρωσία – ενώ προκύπτει όταν οι Πολίτες αρνούνται να αναλάβουν την πληρωμή των χρεών του δημοσίου. Έχοντας αναφερθεί εκτενώς στο θέμα ήδη από το 2009 (ανάλυση),
δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβανόμαστε – εκτός από το ότι έχουν χαθεί
όλες οι ευκαιρίες για τη χώρα μας, όπως το 2010 όπου τα χρέη μας ήταν
απέναντι στις τράπεζες, κυρίως το 2011 πριν την υπογραφή του PSI, καθώς επίσης το 2015 προτού ψηφισθεί το τρίτο μνημόνιο.
Απαιτεί φυσικά τη ρήξη με τους πιστωτές, με όλα όσα ρίσκα κάτι τέτοιο συνεπάγεται – ενώ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απομονώνεται η χώρα από τις αγορές, οπότε είναι υποχρεωμένη να χρηματοδοτεί μόνη της τις ανάγκες της.
Η μεταφορά των χρεών στον ιδιωτικό τομέα
Η δεύτερη λύση διαρκεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι λιγότερο οδυνηρή, όπως έχει τεκμηριωθεί από εκείνες τις χώρες που ακολούθησαν το συγκεκριμένο δρόμο (Βραζιλία, Τουρκία,
Ν. Κορέα κλπ.). Ο τρόπος τώρα, μέσω του οποίου γίνεται η μεταφορά των
δημοσίων χρεών στον ιδιωτικό τομέα είναι το σύστημα των μνημονίων που
επιβάλλει το ΔΝΤ, αφού αυτό καλείται συνήθως για να διασώσει μία χώρα
από την πτώχευση της.
Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, το ΔΝΤ
υποχρεώνει την εκάστοτε κυβέρνηση να αυξήσει τους φόρους (συντελεστές,
μηχανισμός είσπραξης κλπ.), καθώς επίσης να μειώσει τις δαπάνες (μισθοί,
συντάξεις, κοινωνικό κράτος κοκ.), εκβιάζοντας την με την πληρωμή ή μη των δόσεων του δανείου που έχει συμφωνηθεί μαζί της
– με πρώτο αποτέλεσμα τη μη περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους της
(ισοσκέλιση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της), καθώς επίσης του
εξωτερικού ιδιωτικού (ισοσκέλιση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).
Τόσο η αύξηση των φόρων τώρα, όσο και η
μείωση των δαπανών, έχουν ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών της ακίνητης
περιουσίας, τον περιορισμό των εισοδημάτων, τον αποπληθωρισμό, καθώς
επίσης την άνοδο των μη εξυπηρετούμενων χρεών των Πολιτών – απέναντι στο
κράτος, στις τράπεζες κλπ. Σε αυτό το χρονικό σημείο, όσοι
έχουν τη δυνατότητα πληρώνουν τα χρέη τους, ενώ οι υπόλοιποι χάνουν τα
περιουσιακά τους στοιχεία στις εξευτελιστικά χαμηλές τιμές που έχουν
δημιουργηθεί – μέσω των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών.
Έτσι αυξάνεται το καθαρό ιδιωτικό χρέος
(δάνεια μείον τα περιουσιακά στοιχεία), ενώ ταυτόχρονα μειώνεται το
δημόσιο ή δεν κλιμακώνεται με τον ίδιο ρυθμό – αφού υποχρεώνονται οι Πολίτες να εξοφλήσουν τις υψηλότερες υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος είτε με τα εισοδήματα, είτε με τις καταθέσεις, είτε με την ακίνητη περιουσία τους.
Παράλληλα επιβάλλονται οι ιδιωτικοποιήσεις των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης η πώληση των περιουσιακών του στοιχείων για την εξυπηρέτηση του χρέους –
φυσικά σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική τους αξία, αφού
κανένας δεν επενδύσει σε μία χώρα που βιώνει τέτοιες οικονομικές
συνθήκες, εάν δεν έχει το κίνητρο της αγοράς σε τιμές ευκαιρίας. Από την
άλλη πλευρά προωθούνται μεταρρυθμίσεις, οι γνωστές διαρθρωτικές αλλαγές
δηλαδή, για τους εξής λόγους:
(α) αφενός μεν για να καταπολεμηθούν οι αιτίες που προκάλεσαν την υπερχρέωση (διαφθορά, διαπλοκή, φοροδιαφυγή κοκ.), έτσι ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον,
(β) αφετέρου για να εξασφαλισθεί η παροχή φθηνής εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων, με
όσο το δυνατόν πιο ελκυστικούς όρους για τους ξένους επενδυτές – οι
οποίοι διαφορετικά δεν θα δραστηριοποιούνταν σε μία χρεοκοπημένη χώρα.
Τα μειονεκτήματα της μεθόδου του ΔΝΤ
Το πρώτο μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η μεγάλη αύξηση του ιδιωτικού χρέους – όπως στο παράδειγμα της Ν. Κορέας στα πλαίσια της ασιατικής κρίσης και της δραστηριοποίησης του ΔΝΤ, όπου τα χρέη του ιδιωτικού της τομέα έχουν εκτοξευθεί στο 255% του ΑΕΠ της, έναντι μόλις 38% του δημοσίου. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί στη Σουηδία,
καθώς επίσης στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, ως αποτέλεσμα της
τραπεζικής κρίσης που αντιμετώπισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 –
χωρίς όμως να απαιτηθεί η δραστηριοποίηση του ΔΝΤ.
Στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιρλανδίας τώρα, οι οποίες είχαν χαμηλό δημόσιο χρέος όταν ξέσπασε η κρίση, η
διάσωση των τραπεζών εκ μέρους τους τριπλασίασε στην πρώτη και
τετραπλασίασε στη δεύτερη το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, παρά το ότι
δεν αντιμετώπισαν μεγάλη πτώση του (γράφημα) –
ενώ διενεργήθηκαν ταυτόχρονα επιθετικές κατασχέσεις και πλειστηριασμοί
της ακίνητης περιουσίας των Πολιτών τους, για να περιορισθεί το δικό
τους χρέος.
Επεξήγηση γραφήματος:
Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Ιρλανδίας (μπλε στήλες, αριστερή
κάθετος) και της Ισπανίας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος), ως
ποσοστό επί του ΑΕΠ τους.
.
Κάτι σχετικά ανάλογο συνέβη στην Κύπρο
λόγω της τραπεζικής κρίσης που βίωσε, το δημόσιο χρέος της οποίας
αυξήθηκε από 45% του ΑΕΠ το 2008 στο 108,9% το 2015, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα χρέη του ιδιωτικού της τομέα είναι ακόμη και σήμερα υψηλότερα από αυτά της Ελλάδας – παρά το ότι επιβλήθηκε ένα άγριο κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, με κύρια θύματα τους Ρώσους.