Αναδημοσίευση από: analyst.gr
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλες οι κρίσεις κάποια στιγμή τελειώνουν, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση – ενώ ακόμη και αν δεχθούμε πως είμαστε μία χώρα υπό γερμανική κατοχή, έχοντας χάσει εντελώς την εθνική μας κυριαρχία, στο χέρι μας είναι τόσο να απελευθερωθούμε, όσο και να ανακτήσουμε αυτά που χάσαμε.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλες οι κρίσεις κάποια στιγμή τελειώνουν, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση – ενώ ακόμη και αν δεχθούμε πως είμαστε μία χώρα υπό γερμανική κατοχή, έχοντας χάσει εντελώς την εθνική μας κυριαρχία, στο χέρι μας είναι τόσο να απελευθερωθούμε, όσο και να ανακτήσουμε αυτά που χάσαμε.
.
«Υπάρχουν ασφαλώς πολλές λύσεις στη διάθεση μας, αρκεί να μην ξεχνάει κανείς τα δεδομένα – τις συνθήκες δηλαδή που, καλώς ή κακώς, έχουν σήμερα δημιουργηθεί και οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν, πολύ περισσότερο με την προ ευρώ εποχή. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ρεαλισμός, ψυχραιμία, κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη, προσπάθεια και αισιοδοξία – χωρίς να ξεχνάμε ότι ζούμε σε αυτό το μέρος της γης πάνω από 4.000 χρόνια, ενώ δεν έχει καταφέρει κανείς να μας διώξει, έχοντας βιώσει πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις.Φυσικά η όποια κυβέρνηση οφείλει να διαπραγματεύεται συνεχώς, έχοντας όμως προηγουμένως εξασφαλίσει την ενεργητική στήριξη των Πολιτών με την έντιμη συμπεριφορά της – υπογράφοντας μόνο αυτά που μπορεί και θέλει να τηρήσει, αφού διαφορετικά χάνει την αξιοπιστία της και καταστρέφει τη χώρα»..
Ανάλυση
Οφείλει κανείς να είναι αισιόδοξος,
προτείνοντας ρεαλιστικές λύσεις για τη χώρα του ως οικονομολόγος, καθώς
επίσης αντικειμενικός και ειλικρινής – να λέει δηλαδή την αλήθεια, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα και χωρίς να θέλει να επηρεάσει/χειραγωγήσει κανέναν.
Το τελευταίο είναι εύκολο όταν δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα, καθώς επίσης
όταν δεν έχει τέτοιου είδους βλέψεις, οπότε δεν υπηρετεί καμία
σκοπιμότητα – αν και πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να θέλει απλά να
προβάλλει τον εαυτό του, γεγονός που αποτελεί ένα εσωτερικό ψυχολογικό
του κίνητρο, ασφαλώς ιδιοτελές, επηρεάζοντας καταλυτικά τις απόψεις που
κοινοποιεί.
Το πρώτο είναι πάρα πολύ δύσκολο, όσον
αφορά την Ελλάδα σήμερα, παρά το ότι η απαισιοδοξία προκαλεί την
απογοήτευση των ανθρώπων – οι οποίοι τότε δεν προσπαθούν να
λύσουν τα ατομικά και συλλογικά τους προβλήματα, παύοντας να αγωνίζονται
για ένα καλύτερο μέλλον. Όσον αφορά τις ρεαλιστικές λύσεις, αν
και πάντοτε υπάρχουν, συνήθως δεν είναι ούτε εύκολες, ούτε ανώδυνες –
ενώ απαιτούν σημαντικές προσπάθειες αφενός μεν για να κατανοηθούν,
αφετέρου για να εφαρμοσθούν. Εκτός αυτού δεν είναι ποτέ οι μοναδικές,
αλλά ορισμένες από τις διάφορες εναλλακτικές που έχει σκεφθεί κάποιος –
οπότε η επόμενη μεγάλη δυσκολία είναι η σωστή επιλογή, στο σωστό χρόνο.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλει να ξεκινάει
κανείς από τον όσο το δυνατόν πιο ακριβή ορισμό του προβλήματος στη
συγκεκριμένη χρονική στιγμή – αναφέροντας πως τα μεγαλύτερα
πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι ο φυσικός και πολιτισμικός της πλούτος,
καθώς επίσης το άριστα εκπαιδευμένο εργατικό της δυναμικό,
ειδικά όσον αφορά τους νέους. Δυστυχώς βέβαια ένα συνεχώς μεγαλύτερο
ποσοστό αυτού του δυναμικού της μεταναστεύει σε άλλες χώρες, οπότε
μειώνεται διαρκώς – γεγονός που σημαίνει ότι, η όποια λύση επιλεχθεί δεν
πρέπει να καθυστερήσει καθόλου. Ειδικά όσον αφορά τον ορισμό του
προβλήματος τα εξής:
(1) Παρά τα οκτώ χρόνια της κρίσης, δεν έχει ακόμη διορθωθεί σχεδόν καμία από τις δυσλειτουργίες του συστήματος της Ελλάδας
– όπως είναι οι ελλειμματικοί της θεσμοί, ο κρατισμός, ο κομματισμός, η
διαφθορά, η διαπλοκή, η φοροδιαφυγή, η ανυπαρξία ενός φιλικού
επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, ο κακώς
εννοούμενος συνδικαλισμός, η παντοδυναμία των εγχωρίων ελίτ κοκ.
Ως εκ τούτου, εάν η χώρα δεν επιλύσει τα
συγκεκριμένα προβλήματα της, δεν θα είναι σε θέση να εξέλθει από την
κρίση, ακόμη και αν βρεθούν λύσεις για όλα τα υπόλοιπα. Ειδικά στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, συναντάει κανείς μεγάλες αντιφάσεις
– αφού δρομολογείται η αποκρατικοποίηση επιχειρήσεων που πρέπει να
ανήκουν στο δημόσιο, όπως είναι οι κοινωφελείς (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κοκ.), ενώ
εμποδίζεται αυτή των υπολοίπων.
(2) Η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, όσον αφορά το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος, έχει αποκατασταθεί
– κάτι που όμως δεν είναι αρκετό, εάν δεν διενεργηθούν εκείνες οι
επενδύσεις που θα αυξήσουν περαιτέρω την παραγωγικότητα των εργαζομένων
της. Για παράδειγμα, τα 7,9 περίπου εκ. των Ολλανδών εργαζομένων (πηγή)
παράγουν ένα εθνικό προϊόν της τάξης των 760 δις $ ετησίως, παρά το ότι
έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2008 – ενώ τα 4,8 εκ. των Ελλήνων
μόλις 200 δις $ (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος:
Εξέλιξη του ΑΕΠ της Ολλανδίας σε δις $ (γαλάζια στήλη, αριστερή
κάθετος), σε σχέση με την Ελλάδα (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
.
Αυτό σημαίνει πως η
παραγωγικότητα των Ολλανδών είναι 96,2 χιλιάδες ετησίως ανά άτομο, ενώ
των Ελλήνων 41,7 χιλιάδες, μεταξύ άλλων λόγω της υψηλής ανεργίας
– οπότε είναι αδύνατον να τους ανταγωνισθεί η χώρα, ενώ σε όρους ΑΕΠ
Ολλανδίας η δυνητική ανεργία της είναι πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή.
Υπάρχει όμως και το αισιόδοξο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να αυξήσει κατά πολύ το ΑΕΠ της, αφού είναι από αρκετές πλευρές πιο προικισμένη από την Ολλανδία – αρκεί το κράτος, οι Πολίτες και οι επιχειρήσεις της να εκμεταλλεύονταν σωστά το φυσικό και έμψυχο πλούτο της χώρας τους.
(3) Η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια, έχοντας χάσει όλα της σχεδόν τα διαπραγματευτικά χαρτιά
– τα οποία θα της επέτρεπαν ενδεχομένως να απαιτήσει με επιτυχία τη
διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών της, κάτι που θεωρούμε εντελώς
απαραίτητο.
Η αιτία είναι αφενός μεν η υπογραφή του PSI, αφετέρου του τρίτου μνημονίου – ενώ δεν θέλουμε να κατηγορήσουμε κανέναν, επικεντρωνόμενοι μόνο στα αντικειμενικά γεγονότα. Εν προκειμένω θα ήταν καλό να διαβάσει κανείς τι ψήφισε η Βουλή το 2013, για να καταλάβει τα νομικά αδιέξοδα που δημιουργήθηκαν έκτοτε – προτείνοντας το κείμενο του συνταγματολόγου κ. Κασιμάτη, ο οποίος θεωρείται αντικειμενικός και καλός γνώστης του θέματος (πηγή).
(4) Οι Ευρωπαίοι δανειστές μας ισχυρίζονται πως το δημόσιο χρέος μας είναι βιώσιμο εάν απλά επιμηκυνθεί, χωρίς όμως να μας επιτρέπουν τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα της ΕΚΤ (QE), το οποίο πιθανότατα θα τελειώσει εντός του 2017
– γεγονός που είναι από μόνο του οξύμωρο, αφού η μη συμμετοχή μας
υποδηλώνει ότι η ΕΚΤ θεωρεί πως η χώρα μας είναι χρεοκοπημένη.
Την ίδια στιγμή το ΔΝΤ δηλώνει πως η Ελλάδα είναι αφερέγγυα – δηλαδή, αθεράπευτα χρεοκοπημένη, αδύνατον να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές χωρίς μία σημαντική ονομαστική διαγραφή του χρέους της.
Το ότι το ΔΝΤ συμφώνησε τελικά με τους Ευρωπαίους, με τη Γερμανία
δηλαδή, δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα – αφού αφορά μόνο αυτούς τους
δύο, ενώ πρόκειται για έναν πολιτικό συμβιβασμό, πιθανότατα έως ότου
διενεργηθούν οι γερμανικές εκλογές. Το αισιόδοξο σενάριο εδώ είναι η
διαφαινόμενη σύγκρουση των Η.Π.Α. με τη Γερμανία – η οποία θα μας προσέφερε μεγάλα πλεονεκτήματα.
(5) Όπως έχουμε ήδη αναλύσει (πηγή), ο λόγος που οι αγορές δανείζουν τα κράτη, γνωρίζοντας πως δεν θα εξοφληθούν ποτέ είναι το ότι προσβλέπουν πως, εάν δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, τότε θα φορολογήσουν αντίστοιχα τους Πολίτες τους –
γεγονός που επεξηγεί γιατί αυξάνονται συνεχώς οι φόροι, ενώ η απαίτηση
καταγραφής των περιουσιακών μας στοιχείων πρέπει να μας προβληματίσει.
Βέβαια, όταν διαπιστώνουν πως τα χρέη
τους αρχίζουν να γίνονται υψηλά, αυξάνουν τα επιτόκια τους – ενώ, όταν
υπερβούν κάποιο όριο, συνήθως το 120% του ΑΕΠ τους, καθώς επίσης όταν η φορολόγηση των Πολιτών τους υπερβεί με τη σειρά της τα δικά της όρια, παύουν να τα δανείζουν, με αποτέλεσμα να χρεοκοπούν.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα είναι αδύνατον να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές μετά το 2018, όταν όχι μόνο το δημόσιο χρέος της θα ευρίσκεται τουλάχιστον στο 190% αλλά, επίσης, το ιδιωτικό χρέος θα έχει εκτοξευθεί στα ύψη –
ενώ ταυτόχρονα θα έχει μηδενισθεί η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων,
παράλληλα με την απώλεια των ιδιωτικών τους περιουσιακών στοιχείων.
Πόσο μάλλον όταν οι ελληνικές τράπεζες,
παρά την αύξηση των κεφαλαίων τους κατά 43 δις € που επιβάρυνε το
δημόσιο χρέος, άρα όλους εμάς, έχουν περιέλθει ξανά σε δύσκολη θέση – με αποτέλεσμα να προβλέπεται πλέον η διάσωση τους εκ των έσω (μέτοχοι, ομολογιούχοι και καταθέτες).
Επομένως, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί
δυστυχώς να υπογράψει ένα τέταρτο μνημόνιο, για να χρηματοδοτηθεί από
τους «θεσμούς» – κάτι που δεν θα είναι τόσο εύκολο, αφού οι
δανειστές μας δεν θα έχουν πλέον κανένα συμφέρον για να το κάνουν,
έχοντας εξασφαλίσει σχεδόν όλα μας τα περιουσιακά στοιχεία. Ακόμη χειρότερα, μάλλον θα απαιτήσουν νέα μέτρα, χωρίς την παροχή νέων δανείων – αλλά για την εξυπηρέτηση των παλαιοτέρων.
Η δυσκολία δανεισμού πάντως φαίνεται από
τον τρόπο που η εταιρεία αξιολόγησης S&P συμπεριφέρεται στη Γαλλία –
ανακοινώνοντας χθες πως σε περίπτωση εξόδου της από την
Ευρωζώνη, θα την κατατάξει στις χώρες που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα
δάνεια τους, άρα ως χρεοκοπημένη (πηγή).
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε βέβαια το τέλος της Ευρωζώνης – μεταξύ άλλων επειδή οι απαιτήσεις του συστήματος Target II θα έχαναν εντελώς την αξία τους. Το αισιόδοξο σενάριο εδώ είναι η ελεγχόμενη έξοδος όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη – μετά από μία πανευρωπαϊκή σύσκεψη διαγραφής χρεών, έτσι ώστε να μην καταρρεύσει το παγκόσμιο σύστημα.
(6) Οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούν οι δανειστές αφενός μεν προϋποθέτουν την αποδοχή του πληθυσμού, κάτι που δύσκολα συμβαίνει σε περιόδους βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, αφετέρου αποδίδουν μόνο μακροπρόθεσμα – ενώ η Ελλάδα δεν έχει πια χρόνο στη διάθεση της.
Εν τούτοις, τα μέτρα λιτότητας που
επιβάλλουν, οι μειώσεις δηλαδή μισθών, συντάξεων, κοινωνικού κράτους
κοκ., ειδικά σε μία οικονομία σε συνθήκες «υστέρησης» (ανάλυση), δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα, ενώ δεν οδηγούν πουθενά – εκτός βέβαια από την πλήρη λεηλασία και την εξαθλίωση της.
Όσον αφορά την αλλαγή του μείγματος της
πολιτικής που αναφέρει η αντιπολίτευση είναι μεν σωστή, αλλά όχι χωρίς
την ύπαρξη των υπολοίπων προϋποθέσεων – μεταξύ των οποίων σημαντικότερη είναι η μείωση του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, οπότε να διενεργηθούν επενδύσεις.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε λιγότερο από πολλές άλλες χώρες σε απόλυτα νούμερα
– μόλις 30% δηλαδή (από τα 300 δις € στα 390 δις € χωρίς να
συμπεριλάβουμε τη διαγραφή του 2012), όταν των Η.Π.Α. διπλασιάστηκε
(100%), της Ισπανίας τριπλασιάσθηκε (300%) και της Ιρλανδίας
τετραπλασιάσθηκε (400%). Αυτό που τελικά κατέστρεψε την οικονομία μας
ήταν η κατάρρευση του ΑΕΠ λόγω της πολιτικής που μας επιβλήθηκε – με
αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η σχέση Χρέος/ΑΕΠ.
(7) Σημαντικό μειονέκτημα μας είναι η διχόνοια που μας χαρακτηρίζει ως Έθνος, η αδυναμία συνεργασίας των πολιτικών κομμάτων μεταξύ τους, καθώς επίσης η έλλειψη μεθοδικότητας και οργάνωσης
– ενώ για εκείνο το χρονικό διάστημα που δεν τιμωρούνται οι ένοχοι της
χρεοκοπίας της πατρίδας μας, δεν πρόκειται να αποκατασταθεί το κοινό
περί Δικαίου αίσθημα.
Επομένως θα παραμείνει ως έχει η εχθρότητα μεταξύ Πολιτών και Πολιτείας, λόγω
της οποίας αρκετοί Έλληνες παρακάμπτουν τους νόμους, εκμεταλλευόμενοι
όπου μπορούν το κράτος που επίσης τους εκμεταλλεύεται. Το
γεγονός αυτό δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό τις όποιες προσπάθειες επίτευξης
εκείνων των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα για να καταπολεμήσει
την κρίση.
(8) Σε διεθνές επίπεδο, εκτός από τη μεγάλη πιθανότητα διάλυσης τόσο της Ευρωζώνης,
όσο και της ΕΕ, λόγω της κρίσης υπερχρέωσης, του μεταναστευτικού, της
ανόδου των εθνικιστικών κομμάτων, των αμερικανικών επιθέσεων στο ευρώ
κοκ., προβλέπεται το ξέσπασμα νομισματικών και εμπορικών πολέμων – καθώς επίσης ένα επόμενο κραχ, πολύ πιο ισχυρό από το αντίστοιχο του 2008, πόσο μάλλον όταν οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πια άλλα όπλα στη διάθεση τους.
Κανένας δεν γνωρίζει βέβαια πότε θα συμβεί, αλλά είναι αναπόφευκτο με κριτήριο την οικονομική ιστορία
– οπότε θα ήταν ένα ακόμη πρόβλημα για μία χώρα, όπως η δική μας,
αφενός μεν όσον αφορά τη χρηματοδότηση της, αφετέρου λόγω του
κατεστραμμένου παραγωγικού της ιστού.
Εάν σκεφθεί δε κανείς ότι, το 70% του κόστους των εξαγομένων προϊόντων μας προέρχεται από εισαγόμενες πρώτες ύλες,
ενώ είμαστε γενικότερα σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τις εισαγωγές,
θα κατανοήσει το πρόβλημα – παρά το ότι έχει εξελιχθεί θετικά το
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας, οπότε δεν αυξάνεται πλέον ο
εξωτερικός δανεισμός.
Επίλογος
Συνοψίζοντας, οι σημερινές οικονομικές,
πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα, έτσι όπως περιληπτικά τις
αναφέραμε, είναι εξαιρετικά δύσκολες, ενώ δεν προμηνύουν τίποτα καλό
για το μέλλον μας – πόσο μάλλον όταν υπάρχουν επί πλέον αρκετές άλλες, όπως το μεταναστευτικό, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι κοκ.
Εν τούτοις πάντοτε υπάρχουν λύσεις, ενώ μπορεί να συμβούν γεγονότα που
είναι δυνατόν να ωφελήσουν τη χώρα, παρά το ότι δεν φαίνονται σήμερα.
Μία από τις λύσεις αυτές είναι αναμφίβολα η «ηρωική επίθεση», έτσι όπως την έχουμε περιγράψει (ανάλυση), με όλα τα ρίσκα που φυσικά συνεπάγεται. Μία άλλη είναι η μονομερής επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα αρνούμενοι την πληρωμή του χρέους,
με την ελπίδα πως θα έχει αποτέλεσμα – παρά το ότι εμείς την έχουμε
ξεγράψει μετά την υπογραφή του PSI, πόσο μάλλον μετά την αποτυχία των
διαπραγματεύσεων του 2015 και το τρίτο μνημόνιο.
Μία τρίτη είναι η αποδοχή των απαιτήσεων
των δανειστών, έτσι όπως τις έχει δυστυχώς επικυρώσει η συντριπτική
πλειοψηφία της Βουλής, χωρίς καμία διαμαρτυρία – με την ελπίδα
πως οι πιστωτές θα μας ανταμείψουν τελικά, διαγράφοντας το μη βιώσιμο
μέρος του χρέους μας, καθώς επίσης εξασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση μας.
Μία τέταρτη είναι η υπομονετική αναμονή της διάλυσης της Ευρωζώνης,
ελπίζοντας αφενός μεν πως δεν θα αργήσει, αφετέρου πως θα είναι
ελεγχόμενη – εναλλακτικά η πολιτική και δημοσιονομική της ένωση, μέσω
της οποίας τα πλεονάσματα της μίας χώρας θα κάλυπταν τα ελλείμματα της
άλλης.
Υπάρχουν ασφαλώς πολλές άλλες λύσεις,
αρκεί να μην ξεχνάει κανείς τα δεδομένα – τις συνθήκες δηλαδή που, καλώς
ή κακώς, έχουν σήμερα δημιουργηθεί και οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση
με το παρελθόν, πολύ περισσότερο με την προ ευρώ εποχή. Εκτός αυτού όλες
οι λύσεις προϋποθέτουν την υιοθέτηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που
αναφέραμε παραπάνω και έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα – αφού χωρίς αυτές
καμία δεν θα έχει επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ρεαλισμός, ψυχραιμία, κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη, προσπάθεια και αισιοδοξία
– χωρίς να ξεχνάμε ότι ζούμε σε αυτό το μέρος της γης πάνω από 4.000
χρόνια, ενώ δεν έχει καταφέρει κανείς να μας διώξει, έχοντας βιώσει πολύ
πιο δύσκολες καταστάσεις.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλες οι
κρίσεις κάποια στιγμή τελειώνουν χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση – ενώ
ακόμη και αν δεχθούμε πως είμαστε μία χώρα υπό γερμανική κατοχή, έχοντας
χάσει εντελώς την εθνική μας κυριαρχία, στο χέρι μας είναι τόσο να απελευθερωθούμε, όσο και να ανακτήσουμε αυτά που χάσαμε, εν μέρει με δική μας ευθύνη, αλλά επί πλέον με ευθύνη της ίδιας της Ευρωζώνης, ειδικά της Γερμανίας.
Το τελευταίο πάντως που χρειαζόμαστε
είναι οι κομματικές, πολιτικές, συντεχνιακές και ατομικές αντιπαραθέσεις
– μέσω των οποίων μετατρεπόμαστε σε υποχείρια των ξένων. Μπορεί λοιπόν να μη βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ, παραμένοντας ρεαλιστές και ειλικρινείς, αλλά ασφαλώς υπάρχει – γεγονός που δεν είναι σε θέση και δεν επιτρέπεται να αποκλείσει κανείς.