Δέκα χρόνια μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 το Ελληνικό
Πολεμικό Ναυτικό διέθετε μια ελάχιστη δύναμη απαρχαιωμένων τορπιλοβόλων
και τριών γαλλικών θωρηκτών που είχαν κατασκευασθεί το 1889. Η
επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία αξιόμαχου στόλου είχε ως αποτέλεσμα
την ενίσχυση του στόλου - στα τέλη του 1908 - με τέσσερα καινούρια
αγγλικά και τέσσερα γερμανικά αντιτορπιλικά. Σε αυτά επρόκειτο να
προστεθεί το Θωρακισμένο-Καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», η Δόξα του Πολεμικού
Ναυτικού.
Για την ανανέωση του Στόλου η τότε κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε
απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εκείνη
ακριβώς την εποχή κατασκευαζόταν ένα θωρακισμένο–καταδρομικό το οποίο
είχε παραγγελθεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό.
Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας από τη μεριά των Ιταλών και η άμεση
προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου επέτρεψαν την
απόκτηση του θωρηκτού από την Ελλάδα. Το ποσόν της προκαταβολής προήλθε
από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια
χρυσές δραχμές, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.650.000 χρυσών δραχμών
καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Η κυβέρνηση δαπάνησε
23.650.000 δρχ. για την απόκτηση του. Τα 8.000.000 δρχ. προέρχονταν από
το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με
τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία
δημοσίευσης της διαθήκης). Η διαθήκη όριζε ότι το 1/5 της περιουσίας
του (20 μερίδια) παραχωρείται για τη ναυπήγηση ισχυρού καταδρομικού
πλοίου που θα φέρει το όνομα του και διασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο
ώστε να χρησιμεύει ως Εκπαιδευτικό πλοίο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων προς
την πρακτική και θεωρητική τελειοποίηση αυτών. Το υπόλοιπο ποσό
14.300.000 καλύφθηκε εξ' ολοκλήρου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου
(Τ.Ε.Σ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι είχαν ενδιαφερθεί για
την αγορά του πλοίου
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα
περιγράφεται) είχε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες,
γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου
ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23 κόμβοι.
Το «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου (27 Φεβρουαρίου με το παλαιό
ημερολόγιο) 1910 και την 1 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου
έγινε δεκτό από τους Έλληνες με ενθουσιασμό.
Το
Θωρηκτό δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός. Τον Οκτώβριο του
1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ.Αβέρωφ», επικεφαλής
του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε
προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου
εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η
κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου
(Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Η
σύγκρουση με τον τουρκικό στόλο ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο Ναύαρχος
Κουντουριώτης έδωσε επιθετικό χαρακτήρα στον ελληνικό σχεδιασμό. Διέταξε
το στόλο του να αρχίσει να πλέει από βορρά προς νότο, οπότε ο
οθωμανικός στόλος εμφανίσθηκε στην έξοδο των Στενών. Τότε, ο
Κουντουριώτης απηύθυνε το περίφημο σήμα του στα ελληνικά πλοία που
συνέπλεαν με το «Γ. Αβέρωφ»: «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του
Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ' ορμής ακαθέκτου και με
πεποίθησιν προς την νίκην εναντίον του εχθρού του Γένους». Η έκβαση των
Ναυμαχιών της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου
1913) που ακολούθησαν, διέλυσε τις προσδοκίες του Σουλτάνου και της
Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου. Ο οθωμανικός στόλος δεν θα
επιχειρούσε πια νέα έξοδο στο Αιγαίο.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 αποτελούν αναντίρρητα την
πλέον ένδοξη πολεμική περίοδο του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ». Με την έναρξη
των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο του 1912, ο ελληνικός στόλος κλήθηκε να
πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό πολλαπλών στόχων: να εμποδίσει
την έξοδο του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα
των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά
οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των
Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις αντιστοιχείς θαλάσσιες
μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της. Η επιτυχής έκβαση των
ελληνικών επιτελικών σχεδιασμών ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων:
των αυξημένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων που διέθετε το νεότευκτο
θωρηκτό, της αναμφισβήτητης ηγετικής ικανότητας και τόλμης του Ναυάρχου
Παύλου Κουντουριώτη, όπως και του υψηλότατου ηθικού των ελληνικών
πληρωμάτων όλου ανεξαιρέτως του ελληνικού στόλου. Η επιτυχής κατάληψη
των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και η κατίσχυση των ελληνικών
όπλων στις Ναυμαχίες της Έλλης και την Λήμνου είχαν ως αποτέλεσμα ο «Γ.
Αβέρωφ» να αποκτήσει διαστάσεις συμβόλου στη λαϊκή μνήμη: ένας μύθος
είχε πια γεννηθεί.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα
παρέμεινε ουδέτερη. Όμως, το 1917 η Κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου απεφάσισε
να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Με το τέλος της
παγκόσμιας σύρραξης -Οκτώβριος 1918- η Τουρκία συνθηκολόγησε (ανακωχή
του Μούδρου) και η Ελλάδα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών. Το «Γ.
Αβέρωφ» κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί ύψωσε την ελληνική
σημαία ως μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου.
Συμπερασματικά, ο πλήρης έλεγχος της Μεσογείου από το συμμαχικό ναυτικό
και η επιτυχία της συμμαχικής ναυτικής στρατηγικής, που απέβλεπε στον
αποκλεισμό του στόλου των Κεντρικών Δυνάμεων στην Αδριατική και του
τουρκικού στον Βόσπορο, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σ' αυτά ακριβώς τα
πλήγματα που είχε επιφέρει ο ελληνικός στόλος και το «Γ. Αβέρωφ» στην
Κωνσταντινούπολη και η ύψωση της ελληνικής σημαίας αποτέλεσαν τη
δικαίωση του θάρρους και της αυταπάρνησης του ελληνικού πολεμικού στόλου
στον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση, σύμβολο πλέον ναυτικής τόλμης και
ηρωισμού, διέγειρε τη συλλογική φαντασία και τα οράματα του Ελληνισμού.
Μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης το «Γ. Αβέρωφ» μαζί με
τον υπόλοιπο στόλο μετέφερε τα ελληνικά στρατεύματα στην Ιωνία. Οι
εξελίξεις των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διέγραψαν γρήγορα αρνητική
πορεία που κατέληξε στην Καταστροφή του '22. Το «Γ. Αβέρωφ» βρέθηκε ξανά
στα μικρασιατικά παράλια, τούτη τη φορά για να βοηθήσει στη μεταφορά
των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.
Με
την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» τέθηκε και
πάλι επικεφαλής, ως ναυαρχίδα του ελληνικού πολεμικού στόλου. Μετά
ωστόσο τη κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, το Υπουργείο
Ναυτικών διέταξε την αυτοβύθιση του θωρηκτού, προκειμένου να μην
περιέλθει στα χέρια του εχθρού. Στην καρδιά και στο φρόνημα των
ελληνικών πληρωμάτων, η αναχώρηση των εναπομεινάντων πλοίων του στόλου
στην Αλεξάνδρεια ήταν αδιανόητο να γίνει χωρίς την ασφαλή συντροφιά του
«Μπάρμπα Γιώργη», του ηρωικού Θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», όπως ήταν
συνηθισμένο να ονομάζεται από τα πληρώματα. Έτσι λοιπόν, μετά τον
επιτυχή κατάπλου του θωρηκτού στην Αλεξάνδρεια, το πλοίο κατευθύνθηκε
στη Βομβάη για γενική επισκευή και επιθεώρηση. Αρχικά το «Γ. Αβέρωφ»
δραστηριοποιήθηκε στον Ινδικό Ωκεανό, με αποστολή την προστασία
νηοπομπών, που κατευθύνονταν από τη Βομβάη στο Άντεν. Στο τέλος του 1942
ο «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ, όπου συμμετείχε σε αποστολές
προστασίας λιμένων. Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων
κατοχής στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1944 και ύστερα από απουσία σχεδόν
τεσσάρων ετών, ο ένδοξος «Γ. Αβέρωφ» επέστρεψε στις 16 Οκτωβρίου 1944 το
απόγευμα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του την τότε εξόριστη ελληνική
κυβέρνηση και αγκυροβόλησε πανηγυρικά στον φαληρικό όρμο. Στο χρονικό
διάστημα 1947 έως 1949 το Θωρηκτό έγινε Αρχηγείο Στόλου στο Κερατσίνι.
Όμως, το πλοίο είχε ‘γεράσει' και το 1952 διατάχθηκε ο παροπλισμός του.
Από το 1957 μέχρι το 1983, το Θωρηκτό βρέθηκε πρυμνοδετημένο στον
Πόρο. Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το αποκαταστήσει. Μετά
από τριάντα χρόνια στο περιθώριο, το Θωρηκτό ξεκίνησε τη νέα του πορεία.
Την ίδια χρονιά το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο και κατέληξε στο
Φάληρο, όπου άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασής του. Το μέγεθος της
δαπάνης για τη σταθεροποίηση – αποκατάσταση από το 1985 μέχρι σήμερα
είναι μεγάλο και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών προήλθε από δωρεές
ιδιωτών, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν της Κυπριακής Δημοκρατίας,
της οικογένειας Λάτση και του Ιδρύματος Ωνάση. Σήμερα το πλοίο-μουσείο
«Γ. Αβέρωφ» αποτελεί μνημείο που τιμά αυτούς που υπηρέτησαν και έπεσαν
στη διάρκεια της ένδοξης ιστορίας του. Συνάμα διατηρεί ζωντανά τα μη
απτά ανθρώπινα αποθέματα, όπως η κληρονομιά των θαλασσών, η σημασία των
θαλασσίων μεταφορών και η ελκυστικότητα του ναυτικού επαγγέλματος, όπου η
αξιοπρέπεια, το ήθος και η δημοκρατική αντίληψη, είναι κοινός τόπος
συνάντησης όλων των ναυτικών. Το Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γ.
Αβέρωφ» αποτελεί εδώ και χρόνια μια δραστήρια εκπαιδευτική κοινότητα με
καθημερινές επισκέψεις σχολείων, ιδρυμάτων, οργανισμών, καθώς και
πλήθους ιδιωτών. Με τις επισκέψεις αυτές πραγματοποιείται και η δεύτερη
πτυχή του οράματος του δωρητή, που ήθελε το πλοίο, παράλληλα με τον
εθνικό του σκοπό, να εκπληρώνει και εκπαιδευτική αποστολή.
Είναι
ζήτημα εάν στην παγκόσμια ιστορία του πολεμικού ναυτικού θα μπορούσαμε
να συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό
αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα ενός έθνους. Το Θωρηκτό «Γ.
Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το
πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το
όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς
ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.
Ακόμα και μετά τον ειρηνικό επίλογο της πολεμικής του δράσης, μετά
τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η ψυχή του «Μπάρμπα Γιώργη» εξακολουθούσε να
παραμένει ζωντανή, έτοιμη για την τελευταία μάχη. Ο έρανος που προκήρυξε
το Πολεμικό Ναυτικό, προκειμένου να συμβάλει στα έξοδα αποκατάστασης
του πλοίου, επέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, απόδειξη του ισχυρού
συμβολισμού που το θωρηκτό είχε εδραιώσει για δεκαετίες στη συλλογική
συνείδηση των Ελλήνων. Ως «πλοίο εν ενεργεία», το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ»
στέκεται σήμερα αγέρωχο, φωτεινό σύμβολο της ελληνικής ναυτοσύνης και
του πολεμικού ηρωισμού. Στην τελευταία του μάχη, αυτή της ιστορικής
μνήμης, το «Γ. Αβέρωφ» βγήκε για άλλη μια φορά νικητής.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ
Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935) ήταν ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Θεοδώρου Κουντουριώτη, προξένου και βουλευτή, και της Λουκίας Νεγρεπόντη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη και ήταν εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη, πλοιοκτήτη και Προέδρου της πρώτης προσωρινής κυβέρνησης της επαναστατημένης Ελλάδας, καθώς και αδερφός του τραπεζίτη και πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη, ενώ από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την χιώτικη οικογένεια Νεγρεπόντη και ήταν δισέγγονος του Κωνσταντίνου Χατζερή, ηγεμόνα της Βλαχίας.
Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας το 1874, σε ηλικία
19 ετών, κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1886 ως Ανθυποπλοίαρχος,
κυβερνήτης κανονιοφόρου διακρίθηκε στον βομβαρδισμό του φρουρίου της
Πρεβέζης, όπου διέφυγε κάτω από τις πλώρες των τουρκικών πλοίων με
ελάχιστες ζημιές και απώλειες. Στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο
του 1897 με τον βαθμό του Πλωτάρχη, ως κυβερνήτης του ατμομυωδρόμωνος
«Αλφειός» αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχου Τιμολέοντος
Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του
1897. Ως κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο Αντιπλοίαρχος τότε
Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού
πολεμικού στην Αμερική. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλέως Γεωργίου
Α΄ και τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε πλοίαρχο.
Τον Ιούνιο του 1911 αναλαμβάνει τη θέση του Κυβερνήτη στο νεότευκτο θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» με το βαθμό του Πλοιάρχου. Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων προάγεται σε Υποναύαρχο. Στη συνέχεια γίνεται αρχηγός του στόλου του Αιγαίου και αναλαμβάνει δράση. Καταλαμβάνει τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθούν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη. Κατορθώνει να ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Χίου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» επικεφαλής του ελληνικού Στόλου συμμετέχει σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), κατά τη διάρκεια των οποίων κατατροπώνει τον τουρκικό Στόλο και αποκτά τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου.
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάγεται σε Αντιναύαρχο δια εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας. Είναι ο πρώτος Έλληνας μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη που λαμβάνει αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια, στις 25 Οκτωβρίου 1915 αποστρατεύεται και αναλαμβάνει το υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Σεπτέμβριο 1916 προσχωρεί στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας και μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου συμμετέχει ως μέλος της Τριανδρίας της επαναστατικής Κυβερνήσεως μαζί με το Στρατηγό Δαγκλή και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τον Ιούνιο του 1917, μετά την έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου, η Ελλάδα επανενώνεται και ο Κουντουριώτης επιστρέφει στην Αθήνα, όπου αναλαμβάνει για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου ναυτικών, όπου εργάζεται δραστήρια, προκειμένου ο Ελληνικός Στόλος να ανασυγκροτηθεί. Στο τέλος του 1919 παραιτείται από το Υπουργείο Ναυτικών και αποστρατεύεται, λαμβάνοντας τον βαθμό του ναυάρχου τιμής ένεκεν.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου στις 12 Οκτωβρίου 1920 καλείται από τη Βουλή των Ελλήνων να αναλάβει τα καθήκοντα του Αντιβασιλέως μέχρι το Νοέμβριο του 1920 και τη διεξαγωγή των εκλογών, που ο Ε. Βενιζέλος είχε ήδη προκηρύξει, και ξανά μετά την αναχώρηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου για την Μικρά Ασία (την άνοιξη του 1921 μέχρι την άνοιξη του 1922). Επίσης, μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την επακόλουθη καταστροφή τον Αύγουστο του 1922 και μετά την έξωση του βασιλέως Γεωργίου Β΄ από τη χώρα, το Δεκέμβριο του 1923 ο Ναύαρχος Κουντουριώτης καλείται εκ νέου να αναλάβει το καθήκον του αντιβασιλέα έως το Μάρτιο του 1924. Τότε, με μοχλό τον Α. Παπαναστασίου, ανακηρύσσεται η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Από την Εθνοσυνέλευση ανατίθεται στον Κουντουριώτη να κρατήσει προσωρινά το Ύπατο αξίωμα αυτής, δηλαδή την Προεδρία. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής, ουσιαστικά από Αντιβασιλέας μετονομάζεται σε προσωρινός πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τον Ιούνιο του 1925 ο Στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος ανατρέπει την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου και τον Ιανουάριο του 1926 καταλύει και τη Βουλή, εγκαθιδρύοντας δικτατορία. Ο Κουντουριώτης σε ένδειξη διαμαρτυρίας παραιτείται από το αξίωμά του και φεύγει πικραμένος για την Ύδρα. Το Μάιο του 1929 επανεκλέγεται από την Ελληνική Βουλή και τη Γερουσία στο αξίωμα του Τακτικού Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, θέση, από την οποία παραιτείται, οριστικά αυτή τη φορά, για λόγους υγείας , το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Είχε νυμφευθεί δύο φορές: Στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική
Πετροκόκκινου (1865-1903), η οποία απεβίωσε από φυσικά αίτια και στην
Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Απέκτησε τρία παιδιά με
την πρώτη του σύζυγο, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Ο γιος του, Θεόδωρος
Κουντουριώτης, που κατετάγη στο Πολεμικό Ναυτικό, διετέλεσε κυβερνήτης
του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ» κατά την επάνοδο του Στόλου στην Ελλάδα μετά
την Κατοχή. Ο εγγονός του Παύλος, γιος του Θεοδώρου, σταδιοδρόμησε και
αυτός στο Πολεμικό Ναυτικό.
Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και, ακόμα και με το θάνατό του, έδωσε μάθημα σεμνότητας προς το έθνος. Συγκεκριμένα είχε ζητήσει με τη διαθήκη του να αποφευχθεί κάθε ματαιόδοξη πομπή κατά την εκκλησιαστική τελετή και ταφή του, που κατόπιν επιθυμίας του έγινε στον οικογενειακό του τάφο στην Ύδρα. Απαίτησε η τελετή να γίνει στο μικρό ναΐσκο της οικογένειάς του και να τελεστεί από ένα μόνο ιερέα σεμνά. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το φέρετρό του φρουρούσαν τέσσερις υπαξιωματικοί με επικεφαλής ένα σημαιοφόρο. Στη διαθήκη του, αφού εκφράζει την αγάπη του για την οικογένειά του και μεριμνά για τη διατήρηση της προγονικής του παράδοσης, η σκέψη του στρέφεται ολόκληρη στην Πατρίδα, στην οποία και αφιερώνει τις τελευταίες του λέξεις: «Όλη μου η στοργή ανήκει εις την Ύδρα, όλη μου η ψυχή εύχεται προς τον Θεόν διαπύρως να φυλάττει την Ελλάδα».