Του Μιχάλη Χαιρετάκη
Και περνάγανε τα χρόνια και αλλάζανε οι γιατροί και τα γιατροσόφια. Ο μπαρμπα Μήτσος μόνιμος θαμώνας στην εντατική συνήθισε πια. Φιλαράκι έγινε με το γιατρό , εκείνον τον ψηλό και αδύνατο με τα μυωπικά γυαλιά , τον διευθυντή του νοσοκομείου που ο αθεόφοβος ανεβοκατεβαίνε με το αναπηρικό καροτσάκι του ,ορόφους για να επιθεωρεί το προσωπικό και τους ασθενείς, τη βλοσυρή προισταμένη και τον άλλο τον προσωπάρχη με την κατακόκκινη μύτη που συνήθιζε να χτυπάει περιπαικτικά με την εφημερίδα του, για καλαμπούρι δήθεν, όποιον συγγενή του τον επισκεπτόταν.
Κάθε λίγο του εμφάνιζαν απο το πουθενά μια καινούργια θεωρία, επαναστατική που θα τον έκανε λέγανε περδίκι στο πι και φι. Ομως απο το πι μέχρι να φτάσουν στο φι περνάγανε οι μήνες και τα χρόνια και ο κυρ Μητσος πουλούσε σιγά σιγά τα υπάρχοντά του για να πληρώσει τα ακριβά φάρμακα που ήταν τα πλέον κατάλληλα για τη θεραπεία του όπως έλεγαν οι γιατροί. ¨Ομως και αυτά δεν τον άφηναν μόνον του να αποφασίσει που και πως να τα διαθέσει και με ποιό αντίτιμο.
Εμείς ξέρουμε καλύτερα του έλεγαν. Πήραν στην αρχή το τρακτέρ που είχε για να οργώνει τα χωράφια και που χρώσταγε ακόμα 5-6 δόσεις για να το ξεπληρώσει. Τί το θες αυτό του είπαν, μόνο προβλήματα θα σου δημιουργήσει, service, πετρέλαια, τι θες να μπλέκεις εσύ με τέτοια πράγματα. Το πήραν λοιπόν και το πούλησαν για να ξεπληρώσουν τις ενέσεις που του έκαναν και που μάλλον τίποτα δεν του πρόσφεραν τελικα.
Μετά του έμεινε εκείνο το χωραφάκι, μα δίχως τρακτερ δεν μπορούσε κανείς να το οργώσει. ¨Αχρηστο μωρέ σου είναι. Τι το θές, μόνο φόρους και δυστυχία θα σου φέρει. Το σκότωσαν λοιπόν και αυτό.
Σειρά πήραν μετα τα γελάδια, τα πρόβατα,οι κοτούλες. ¨Ολα για να σωθεί ο μπαρμπα Μητσος. Στο τέλος του πήραν και το σπίτι. Τι το θές ; Εμείς είμαστε το σπίτι σου, τι να το κάνεις; Πούλα το, το ρημάδι επιτέλους, να φύγουν και οι σκοτούρες.
Κάποια στιγμή τελειωσαν τα μετρητά, τα ακίνητα, όλο το βιός του μπαρμπα Μήτσου και η κατάσταση του έμενε η ίδια. Μόνο που τώρα δεν είχε ουτε ένα δράμι πατάτες , ενα πακέτο απο κείνα τα φτηνά τα μακαρόνια για να ταϊσει τη φαμίλια του.
Δεν είχαν πια ουτε τα εισιτήρια του λεωφορείου για να τον επισκεφτουν. Ο ένας του γιός έφυγε μετανάστης, ο άλλος έσκασε και πέθανε απο τον καημό του ,γιατί δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την αδικία.
Στο τέλος τον πέταξαν έξω απο την εντατική.Ηταν ασύμφορο, γι αυτούς, πια να τον ταϊζουν και να του δίνουν φάρμακα μια και δεν είχε με τι να τους ξεπληρώσει.
Και τότε έγινε το θαύμα. Εκεί που όλοι περίμεναν να τα τινάξει σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει ξανά. ¨Ομως τώρα πια ήταν γέροντας και ανήμπορος να δουλέψει για να αποκτήσει ξανά τους κόπους μιας ζωής που του είχαν κλέψει και ήταν καταδικασμένος πια για το υπόλοιπο της ζωής του να ζητιανεύει για λίγο νερό και ενα ξεροκόμματο .