Αναδημοσίευση από: dimitriskazakis.blogspot.gr
Η Λαμπρή είναι η μεγαλύτερη και λαμπρότερη γιορτή για εμάς τους Έλληνες. Η κύρια γιορτή της Ορθοδοξίας, αλλά και δοξαστικό της ζωής, ύμνος στη φύση που ξαναγεννιέται την άνοιξη. Είναι η γιορτή που ταιριάζει περισσότερο στις παραδόσεις, το ύφος, την ιδιοσυγκρασία και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Έλληνα.
Πρόκειται για τελετουργία πανάρχαια και λυτρωτική για την επικράτηση των δυνάμεων της αναγέννησης, η οποία συμπυκνώνεται στην ανάσταση του Υιού του Ανθρώπου. Η Λαμπρή, το Πάσχα πλημμυρίζει από ύμνους ποιητικούς, τους καλύτερους της Βυζαντινής και εκκλησιαστικής υμνωδίας, όπως και μυστηριακές εμπειρίες, αναγκαίες για την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου.
Αρώματα ανοιξιάτικα και μύρα που σε γεμίζουν και μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη. Βίαιες αναμετρήσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στο μοιρολόι με τον οίνο της αναστάσιμης χαράς, το θάνατο με την ανάσταση, την σιωπή του πένθους με τις ξέφρενες καμπανοκρουσίες, τη νηστεία και την προσευχή με το πανηγύρι της πασχαλιάς.
Είναι η γιορτή που σμίγει αδέρφια και συγγενείς, γονείς με παιδιά, εχθρούς και φίλους. Είναι ύμνος στη φύση και τους ακατάλυτους δεσμούς της αγάπης που νικά το μίσος, της οικογένειας που επικρατεί της κοινωνικής αποσύνθεσης, της ανθρωπιάς πού συντρίβει την βαρβαρότητα κάθε κοσμικής και απόκοσμης εξουσίας, της λευτεριάς στην ανώτερη μορφή της, λευτεριά από την καταδίκη σε θάνατο.
Πώς θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί μια τέτοια γιορτή. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να μην λυπάται κανείς όλους αυτούς που επιχειρούν να «εκλογικεύσουν» την άγνοια των πανανθρώπινων συναισθημάτων που συμβολίζει η ανάσταση του θεανθρώπου. Πώς να μην οικτήρει όσους είναι πολύ Ευρωπαίοι και πολύ υπεράνω για να μην τους ακουμπά αυτή η γιορτή Θεού κι ανθρώπων. Είναι ίδιον των ηλιθίων να προσπαθούν να «εκλογικεύσουν» ότι καταλαβαίνει κανείς πρωτίστως με το συναίσθημα και την καρδιά του.
Ο λαός μας αγάπησε ιδιαίτερα τη μέρα αυτή από τα χρόνια του Οθωμανικού ζυγού. Έκανε το γιορτασμό της να μοιάζει με ξέφρενο πανηγύρι. Ακόμη και οι αυτοσχέδιες κροτίδες, οι σαΐτες, τα χαλκούνια κι όλα τα άλλα «εκρηκτικά» έθιμα της Λαμπρής είχαν ανέκαθεν τη θέση και το λόγο τους. Εξοικείωναν το ραγιά από τα παιδικάτα του με το μπαρούτι και το καπνό. Τον μάθαιναν να μην σκιάζεται. Κι έτσι η Ανάσταση του Χριστού συνδέθηκε αδιάρρηκτα με την πολυπόθητη ανάσταση του γένους.
Γι’ αυτό και από τότε η Λαμπρή, γιορταζόταν με μεγαλύτερο πάθος και ψυχή σε εποχές που δοκιμαζόταν το έθνος κι ο λαός μας. Ήταν η αγαπημένη γιορτή των κατατρεγμένων, των μαχητών, των ελευθερωτών, των επαναστατών αυτού του τόπου. Τα θυσιαστήρια, τα κολαστήρια, οι εξορίες και οι τόποι "ανανήψεως", όπου δοκιμαζόταν ο πατριωτισμός και η ψυχική αντοχή των αγωνιστών του λαού μας ήταν πάντα προνομιακοί χώροι για τον γιορτασμό της Λαμπρής.
Ο λόρδος Βύρων, ακούγοντας τις καμπάνες από τις εκκλησιές του Μεσολογγίου το Πάσχα του 1823 ξεκίνησε να περιγράφει τα αισθήματα που πάντα ξεχείλιζαν τις άγιες αυτές μέρες την καρδιά ενός αληθινού μαχητή, ενός αυθεντικού επαναστάτη:
"Οι πεθαμένοι ξύπνησαν, πρέπει εγώ να κοιμάμαι; Οι λαοί του κόσμου βρίσκονται σε μάχη ενάντια στους τυράννους. Εγώ μπορώ να μένω ζαρωμένος; Ένα αγκάθι κάτω από το προσκεφάλι μου, δεν μ’ αφήνει να κλείσω μάτι. Κάθε μέρα ο αχός μιας σάλπιγγας, βουίζει στ’ αυτιά μου. Ο αντίλαλος απ’ τη βουή της, μου τρυπά την καρδιά. Κι αυτές οι πέτρες ακόμη πρέπει να ξεσηκωθούν, ν’ αρπάξουν τ’ άρματα..."
Οι σκέψεις του έμειναν ατελείωτες καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος στο ελεύθερο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1824. Τις παραμονές μιας ακόμη Πασχαλιάς που οι υπερασπιστές του γιόρταζαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, καθώς ένιωθαν την ανάσα του Ιμπραήμ να τους απειλεί.
Απ’ αυτούς πήραν το έθιμο και στ’ αντάρτικα της ναζιστικής κατοχής γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Μα πιότερο γιόρταζαν οι έγκλειστοι και οι μελλοθάνατοι, δευτερώνοντας τις ευχές της ανάστασης με το καλή ανάσταση στην πατρίδα. Και το εννοούσαν υπογράφοντας την ευχή πολλές φορές με το αίμα και τη ζωή τους. Τέτοιο θρησκευτικό συναίσθημα έτρεφαν, ακόμη κι εκείνοι που δεν πίστεψαν ποτέ τους σε καμιά θρησκεία.
Να γιατί μέσα στην αντάρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε «Ο Χριστός λυόμενος»:
"Σωπάστε αδέρφια. Το τραπέζι είναι στρωμένο.
Και δεν θα το ξεστρώσουμε πριν πάρει τέλος.
Να πιήτε σεις να πιούν κι αυτοί. Να πιω κι εγώ σύντροφοι.
Πασχαλινό είν’ το τραπέζι και μεγάλο.
Κι οχτρούς και φίλους τους χωράει η ίδια τάβλα.
Καθένας το ποτήρι του να πιει. Καθένας να μεθύσει
με το δικό του το μυαλό κι όποιο του πάει τραγούδι
να τραγουδήσει πάνω στα κεράσματα.
Τι εδώ είναι Πάσχα. Και το θέλουμε ως το τέλος. Πάσχα.
Πάσχα πλατύ, Πάσχα τρανό σαν την καρδιά μας,
Πάσχα για οχτρούς, Πάσχα για φίλους, Πάσχα για όλους.
Τι ένα σφαχτό μπορεί να φτάσει σε χιλιάδες
σαν οι καρδιές μονιάσουν όλες στην αλήθεια.
Όρκο μεγάλον ομόσωμεν αδέλφια αλήθεια.
Τον νιόν αυτόν παράδεισο που μας αντάμωσε όλους
με τους αγώνες στην αρχή, με το ψωμί κατόπι,
με τις δροσιές του, με τα λουλούδια, με τα πουλιά του
να τον απλώσωμεν στη γη αγάλι-αγάλι
κι Ανατολίτες λαοί κι από τη Δύση να το στρώσουν.
Ακούραστοι μπροστά κι αντάμα πάντα
το ζωντανό νερό της πίστης μας αδέρφια,
απ’ τους φραγμούς να το λυτρώσουμε τον κόσμο να ποτίσει."
Καλή ανάσταση αδέρφια. Με την πατρίδα λεύτερη και καταδικιά μας, τότε θα νιώσουμε όλοι στ’ αλήθεια την ευλογία της ανάστασης. Και το γλέντι της Λαμπρής δεν θα έχει όμοιό του. Για ολόκληρο το λαό μας. Δεν θα χαθώ, δεν θα σταματήσω, δεν θα παραιτηθώ αν δεν το δω, αν δεν το ζήσω, αν δεν το νιώσω μ' όλο μου το είναι. Είναι ο όρκος που ανανεώνουμε αναμεταξύ μας κάθε Πασχαλιά που περνά ο λαός και η πατρίδα μας στα δεσμά της νέας κατοχής.
Πρόκειται για τελετουργία πανάρχαια και λυτρωτική για την επικράτηση των δυνάμεων της αναγέννησης, η οποία συμπυκνώνεται στην ανάσταση του Υιού του Ανθρώπου. Η Λαμπρή, το Πάσχα πλημμυρίζει από ύμνους ποιητικούς, τους καλύτερους της Βυζαντινής και εκκλησιαστικής υμνωδίας, όπως και μυστηριακές εμπειρίες, αναγκαίες για την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου.
Αρώματα ανοιξιάτικα και μύρα που σε γεμίζουν και μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη. Βίαιες αναμετρήσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στο μοιρολόι με τον οίνο της αναστάσιμης χαράς, το θάνατο με την ανάσταση, την σιωπή του πένθους με τις ξέφρενες καμπανοκρουσίες, τη νηστεία και την προσευχή με το πανηγύρι της πασχαλιάς.
Είναι η γιορτή που σμίγει αδέρφια και συγγενείς, γονείς με παιδιά, εχθρούς και φίλους. Είναι ύμνος στη φύση και τους ακατάλυτους δεσμούς της αγάπης που νικά το μίσος, της οικογένειας που επικρατεί της κοινωνικής αποσύνθεσης, της ανθρωπιάς πού συντρίβει την βαρβαρότητα κάθε κοσμικής και απόκοσμης εξουσίας, της λευτεριάς στην ανώτερη μορφή της, λευτεριά από την καταδίκη σε θάνατο.
Πώς θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί μια τέτοια γιορτή. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να μην λυπάται κανείς όλους αυτούς που επιχειρούν να «εκλογικεύσουν» την άγνοια των πανανθρώπινων συναισθημάτων που συμβολίζει η ανάσταση του θεανθρώπου. Πώς να μην οικτήρει όσους είναι πολύ Ευρωπαίοι και πολύ υπεράνω για να μην τους ακουμπά αυτή η γιορτή Θεού κι ανθρώπων. Είναι ίδιον των ηλιθίων να προσπαθούν να «εκλογικεύσουν» ότι καταλαβαίνει κανείς πρωτίστως με το συναίσθημα και την καρδιά του.
Ο λαός μας αγάπησε ιδιαίτερα τη μέρα αυτή από τα χρόνια του Οθωμανικού ζυγού. Έκανε το γιορτασμό της να μοιάζει με ξέφρενο πανηγύρι. Ακόμη και οι αυτοσχέδιες κροτίδες, οι σαΐτες, τα χαλκούνια κι όλα τα άλλα «εκρηκτικά» έθιμα της Λαμπρής είχαν ανέκαθεν τη θέση και το λόγο τους. Εξοικείωναν το ραγιά από τα παιδικάτα του με το μπαρούτι και το καπνό. Τον μάθαιναν να μην σκιάζεται. Κι έτσι η Ανάσταση του Χριστού συνδέθηκε αδιάρρηκτα με την πολυπόθητη ανάσταση του γένους.
Γι’ αυτό και από τότε η Λαμπρή, γιορταζόταν με μεγαλύτερο πάθος και ψυχή σε εποχές που δοκιμαζόταν το έθνος κι ο λαός μας. Ήταν η αγαπημένη γιορτή των κατατρεγμένων, των μαχητών, των ελευθερωτών, των επαναστατών αυτού του τόπου. Τα θυσιαστήρια, τα κολαστήρια, οι εξορίες και οι τόποι "ανανήψεως", όπου δοκιμαζόταν ο πατριωτισμός και η ψυχική αντοχή των αγωνιστών του λαού μας ήταν πάντα προνομιακοί χώροι για τον γιορτασμό της Λαμπρής.
Ο λόρδος Βύρων, ακούγοντας τις καμπάνες από τις εκκλησιές του Μεσολογγίου το Πάσχα του 1823 ξεκίνησε να περιγράφει τα αισθήματα που πάντα ξεχείλιζαν τις άγιες αυτές μέρες την καρδιά ενός αληθινού μαχητή, ενός αυθεντικού επαναστάτη:
"Οι πεθαμένοι ξύπνησαν, πρέπει εγώ να κοιμάμαι; Οι λαοί του κόσμου βρίσκονται σε μάχη ενάντια στους τυράννους. Εγώ μπορώ να μένω ζαρωμένος; Ένα αγκάθι κάτω από το προσκεφάλι μου, δεν μ’ αφήνει να κλείσω μάτι. Κάθε μέρα ο αχός μιας σάλπιγγας, βουίζει στ’ αυτιά μου. Ο αντίλαλος απ’ τη βουή της, μου τρυπά την καρδιά. Κι αυτές οι πέτρες ακόμη πρέπει να ξεσηκωθούν, ν’ αρπάξουν τ’ άρματα..."
Οι σκέψεις του έμειναν ατελείωτες καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος στο ελεύθερο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1824. Τις παραμονές μιας ακόμη Πασχαλιάς που οι υπερασπιστές του γιόρταζαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, καθώς ένιωθαν την ανάσα του Ιμπραήμ να τους απειλεί.
Απ’ αυτούς πήραν το έθιμο και στ’ αντάρτικα της ναζιστικής κατοχής γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Μα πιότερο γιόρταζαν οι έγκλειστοι και οι μελλοθάνατοι, δευτερώνοντας τις ευχές της ανάστασης με το καλή ανάσταση στην πατρίδα. Και το εννοούσαν υπογράφοντας την ευχή πολλές φορές με το αίμα και τη ζωή τους. Τέτοιο θρησκευτικό συναίσθημα έτρεφαν, ακόμη κι εκείνοι που δεν πίστεψαν ποτέ τους σε καμιά θρησκεία.
Να γιατί μέσα στην αντάρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε «Ο Χριστός λυόμενος»:
"Σωπάστε αδέρφια. Το τραπέζι είναι στρωμένο.
Και δεν θα το ξεστρώσουμε πριν πάρει τέλος.
Να πιήτε σεις να πιούν κι αυτοί. Να πιω κι εγώ σύντροφοι.
Πασχαλινό είν’ το τραπέζι και μεγάλο.
Κι οχτρούς και φίλους τους χωράει η ίδια τάβλα.
Καθένας το ποτήρι του να πιει. Καθένας να μεθύσει
με το δικό του το μυαλό κι όποιο του πάει τραγούδι
να τραγουδήσει πάνω στα κεράσματα.
Τι εδώ είναι Πάσχα. Και το θέλουμε ως το τέλος. Πάσχα.
Πάσχα πλατύ, Πάσχα τρανό σαν την καρδιά μας,
Πάσχα για οχτρούς, Πάσχα για φίλους, Πάσχα για όλους.
Τι ένα σφαχτό μπορεί να φτάσει σε χιλιάδες
σαν οι καρδιές μονιάσουν όλες στην αλήθεια.
Όρκο μεγάλον ομόσωμεν αδέλφια αλήθεια.
Τον νιόν αυτόν παράδεισο που μας αντάμωσε όλους
με τους αγώνες στην αρχή, με το ψωμί κατόπι,
με τις δροσιές του, με τα λουλούδια, με τα πουλιά του
να τον απλώσωμεν στη γη αγάλι-αγάλι
κι Ανατολίτες λαοί κι από τη Δύση να το στρώσουν.
Ακούραστοι μπροστά κι αντάμα πάντα
το ζωντανό νερό της πίστης μας αδέρφια,
απ’ τους φραγμούς να το λυτρώσουμε τον κόσμο να ποτίσει."
Καλή ανάσταση αδέρφια. Με την πατρίδα λεύτερη και καταδικιά μας, τότε θα νιώσουμε όλοι στ’ αλήθεια την ευλογία της ανάστασης. Και το γλέντι της Λαμπρής δεν θα έχει όμοιό του. Για ολόκληρο το λαό μας. Δεν θα χαθώ, δεν θα σταματήσω, δεν θα παραιτηθώ αν δεν το δω, αν δεν το ζήσω, αν δεν το νιώσω μ' όλο μου το είναι. Είναι ο όρκος που ανανεώνουμε αναμεταξύ μας κάθε Πασχαλιά που περνά ο λαός και η πατρίδα μας στα δεσμά της νέας κατοχής.