Αρθρογράφος: Μανώλης Αϊλαμάκης
Η βιομηχανική επανάσταση και οι έντονοι ρυθμοί τεχνολογικής ανάπτυξης έχουν συντελέσει στη σταδιακή βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος και στην απορρύθμιση της ισορροπίας των οικοσυστημάτων. Αναγκαίο είναι να επισημανθεί ότι υπάρχει άμεση σχέση εξάρτησης μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος. Το ίδιο το περιβάλλον καθορίζει την διατήρηση της ζωής όλων των οργανισμών.
Η αλόγιστη οικονομική δράση επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα για το περιβάλλον, με χαρακτηριστικότερα την όξινη βροχή, την τρύπα του όζοντος και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ρυπογόνα αέρια και ραδιενεργά απόβλητα απελευθερώνονται καθημερινά στη φύση προκαλώντας σημαντικές οικολογικές ανισορροπίες και θυσιάζοντας τη στο βωμό του επιχειρηματικού κέρδους. Τα κράτη επιχειρώντας να περιορίσουν τη ζημιά προβαίνουν σε φιλόδοξες αλλά αναποτελεσματκές ενέργειες. Πολλά αδιαφορούν πλήρως και δεν εκπληρώνουν υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει σε αυτόν τον τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ απειλούν ότι θα αποσυρθούν απο τη Συμφωνία του Παρισιού, που προβλέπει ρυθμίσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η κυβέρνηση καταργεί τη νομοθεσία του Ομπάμα για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι μεγάλες δυνάμεις αλλά και πολλά ακόμη κράτη δεν επιβάλλουν τα αρμόζοντα πρόστιμα και τις ανάλογες κυρώσεις στους ιδιώτες που παραβιάζουν τις διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ακριβώς επειδή επικρατούν σθεναρά τα κριτήρια της φιλελεύθερης οικονομίας. Και οι κυβερνήσεις των φτωχών χωρών όμως θεωρούν απαράδεκτη πολυτέλεια την ανάληψη δεσμεύσεων στο όνομα της προστασίας του περιβάλοντος, οι οποίες εμποδίζουν την ενίσχυση του εθνικού τους εισοδήματος.
Οι συμφωνίες που υπογράφονται στα πλαίσια των συνδιασκέψεων δημιουργούν ελπίδες. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα και οι κανόνες δικαίου που συντίθενται δεν αποτελούν νομικά δεσμευτικά κείμενα, αλλά soft law ρυθμίσεις, οι οποίες φυσικά δεν είναι αυστηρές και δυστυχώς δεν εφαρμόζονται απο την πλειονότητα των μερών των συνθηκών. Τα κράτη επικεντρώνονται σε άλλους τομείς και παραγνωρίζουν τη σημασία διαχείρισης των βλαπτικών συνεπειών της προσβολής του συγκεκριμένου αγαθού. Η βλάβη του περιβάλλοντος οδηγεί σε προσβολή της δημόσιας υγειάς και σε ουσιώδη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και του βιοτικού επιπέδου. Οπότε μάλλον θα όφειλαν να μεριμνόυν για την δυναμική προστασία του.
Οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη φύση, γιατί αν συνεχίσουν να την υποβιβάζουν θα γκρεμίσουν τα θεμέλια και τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή της ανάπτυξης που φροντίζει για την ευμέρια των μελλοντικών γενεών, και δεν θα εξασφαλίσουν την διατήρηση υψηλού επιπέδου ποιότητας ζωής. Η μη συμμόρφωση βέβαια των κρατών αντισταθμίζεται μερικώς με την δράση των ΜΚΟ καθώς και με την πρωτοβουλία ιδιωτών και εθελοντών. Δίχως όμως ουσιαστικές λύσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις, ο ορίζοντας διακρίνεται ζοφερός. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν συνιστά οπισθοδρόμηση, αντίθετα συμβάλλει αποτελεσματικά στην κοινωνική πρόοδο και στην πολιτισμική ανάπτυξη. Γι αυτό αναγκαία κρίνεται η δημιουργία ισορροπίας μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και βιώσιμης ανάπτυξης μέσω της προάσπισης του αγαθού «φυσικό περιβάλλον»
Η αλόγιστη οικονομική δράση επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα για το περιβάλλον, με χαρακτηριστικότερα την όξινη βροχή, την τρύπα του όζοντος και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ρυπογόνα αέρια και ραδιενεργά απόβλητα απελευθερώνονται καθημερινά στη φύση προκαλώντας σημαντικές οικολογικές ανισορροπίες και θυσιάζοντας τη στο βωμό του επιχειρηματικού κέρδους. Τα κράτη επιχειρώντας να περιορίσουν τη ζημιά προβαίνουν σε φιλόδοξες αλλά αναποτελεσματκές ενέργειες. Πολλά αδιαφορούν πλήρως και δεν εκπληρώνουν υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει σε αυτόν τον τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ απειλούν ότι θα αποσυρθούν απο τη Συμφωνία του Παρισιού, που προβλέπει ρυθμίσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η κυβέρνηση καταργεί τη νομοθεσία του Ομπάμα για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι μεγάλες δυνάμεις αλλά και πολλά ακόμη κράτη δεν επιβάλλουν τα αρμόζοντα πρόστιμα και τις ανάλογες κυρώσεις στους ιδιώτες που παραβιάζουν τις διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ακριβώς επειδή επικρατούν σθεναρά τα κριτήρια της φιλελεύθερης οικονομίας. Και οι κυβερνήσεις των φτωχών χωρών όμως θεωρούν απαράδεκτη πολυτέλεια την ανάληψη δεσμεύσεων στο όνομα της προστασίας του περιβάλοντος, οι οποίες εμποδίζουν την ενίσχυση του εθνικού τους εισοδήματος.
Οι συμφωνίες που υπογράφονται στα πλαίσια των συνδιασκέψεων δημιουργούν ελπίδες. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα και οι κανόνες δικαίου που συντίθενται δεν αποτελούν νομικά δεσμευτικά κείμενα, αλλά soft law ρυθμίσεις, οι οποίες φυσικά δεν είναι αυστηρές και δυστυχώς δεν εφαρμόζονται απο την πλειονότητα των μερών των συνθηκών. Τα κράτη επικεντρώνονται σε άλλους τομείς και παραγνωρίζουν τη σημασία διαχείρισης των βλαπτικών συνεπειών της προσβολής του συγκεκριμένου αγαθού. Η βλάβη του περιβάλλοντος οδηγεί σε προσβολή της δημόσιας υγειάς και σε ουσιώδη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και του βιοτικού επιπέδου. Οπότε μάλλον θα όφειλαν να μεριμνόυν για την δυναμική προστασία του.
Οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη φύση, γιατί αν συνεχίσουν να την υποβιβάζουν θα γκρεμίσουν τα θεμέλια και τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή της ανάπτυξης που φροντίζει για την ευμέρια των μελλοντικών γενεών, και δεν θα εξασφαλίσουν την διατήρηση υψηλού επιπέδου ποιότητας ζωής. Η μη συμμόρφωση βέβαια των κρατών αντισταθμίζεται μερικώς με την δράση των ΜΚΟ καθώς και με την πρωτοβουλία ιδιωτών και εθελοντών. Δίχως όμως ουσιαστικές λύσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις, ο ορίζοντας διακρίνεται ζοφερός. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν συνιστά οπισθοδρόμηση, αντίθετα συμβάλλει αποτελεσματικά στην κοινωνική πρόοδο και στην πολιτισμική ανάπτυξη. Γι αυτό αναγκαία κρίνεται η δημιουργία ισορροπίας μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και βιώσιμης ανάπτυξης μέσω της προάσπισης του αγαθού «φυσικό περιβάλλον»