Αναδημοσίευση από: ardin-rixi.gr
Από την Ρήξη φ. 135
Από την Ρήξη φ. 135
Όλα ξεκίνησαν από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που σηματοδότησαν την πρώτη μεγάλη νίκη της Τουρκίας, δηλαδή την αποτροπή της Ένωσης και την μεταβολή της σε «εγγυήτρια δύναμη», ενώ το ανεφάρμοστο Σύνταγμα άνοιξε τον δρόμο για την διχοτομική πορεία που ακολούθησε. Και η ευθύνη δυστυχώς –όχι ισομερώς βέβαια–, ανήκει σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Αρχικώς, η Δεξιά αποδείχτηκε ανίκανη να ακολουθήσει μια εθνικοαπελευθερωτική γραμμή, δεδομένης της εξάρτησής της από τις ΗΠΑ, εξάρτηση που θα οδηγήσει αρχικώς στην αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας το 1967 και, τελικά, στο πραξικόπημα και την προδοσία του Ιωαννίδη. Έτσι η στρατιωτική δικτατορία, που κοπτόταν υπέρ των «εθνικών δικαίων», αρχικά αφόπλισε την Κύπρο και στη συνέχεια με το πραξικόπημα την παρέδωσε στην Τουρκία. Και οι αλλεπάλληλες προσπάθειές της για την εκπαραθύρωση του Μακαρίου δημιούργησαν το απαραίτητο ψυχολογικό υπόστρωμα για να μεταβληθεί η υπαρκτή διαίρεση των Ελληνοκυπρίων σε θανάσιμο μίσος μεταξύ τους, υποβοηθώντας την τουρκική εισβολή. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Μακάριος από τη Νέα Υόρκη κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 19 Ιουλίου 1974, να αποκαταστήσει την τάξη, και να θέσει τέλος την «εισβολή της Ελλάδας»:
«Το πραξικόπημα δεν έγινε υπό συνθήκες τέτοιες, που να το καθιστούν εσωτερικό ελληνοκυπριακό ζήτημα. Πρόκειται σαφώς για εισβολή εκ των έξω, μαζί με κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Κύπρου.
Δεν υπήρξε επανάσταση στην Κύπρο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εσωτερική υπόθεση. Υπήρξε εισβολή, που παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο.
Όπως ανέφερα τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους.»
Ο Μακάριος, έτσι, ασύγγνωστα, ακολουθούσε τη χούντα στον δρόμο που η τελευταία είχε ανοίξει, προτάσσοντας την άποψη ότι δεν πρόκειται για εμφύλια διαμάχη αλλά για εισβολή της Ελλάδας. Η Τουρκία αποκτούσε μια οιονεί νομιμοποίηση για την δική της πραγματική εισβολή, μια και η μεν ελληνική κυβέρνηση είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον πρόεδρο της Κύπρου ενώ αυτός διακήρυσσε ανοιχτά πως το πραξικόπημα αφορά και τους Τούρκους!
Η ελληνική αριστερά, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 υποστήριζε σταθερά το αίτημα της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης, θέση που ανταποκρινόταν και στην πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης μια και ο αντιαποικιακός αγώνας της Κύπρου αδυνάτιζε τους Αγγλοσάξονες αντιπάλους της.
Καθώς όμως, μετά το 1964, η πολιτική της Μόσχας θα μεταβληθεί, η ηγεσία της ελληνικής Αριστεράς θα αρχίσει να απομακρύνεται από το αίτημα της Ένωσης και σταδιακώς να μετακινείται προς εκείνο της «ανεξαρτησίας» συναντώντας τις θέσεις του ΑΚΕΛ, το οποίο προσπαθούσε, ως σύμμαχος του Μακαρίου να τον σπρώξει σε μια ανοικτά ανθενωτική λογική.
Η Δεξιά, με έκφρασή της τότε την δικτατορία, υποτελής στην αμερικάνικη πολιτική, προώθησε την ανατροπή του «αδέσμευτου» Μακαρίου, με στόχο το μοίρασμα της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ η Αριστερά, και εν μέρει το μακαριακό στρατόπεδο, είχαν υπονομεύσει τον ζωτικό εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτήρα του κυπριακού ζητήματος. Έτσι για άλλη μια φορά –και προφανώς οι ευθύνες της χουντικής δεξιάς ήταν οι μεγαλύτερες– συνήργησαν, ο καθένας από την πλευρά του, για το χαντάκωμα του Κυπριακού.
Καθόλου τυχαία, σήμερα, οι δύο «αντιμαχόμενες» κάποτε παρατάξεις της Κύπρου, η Ακελική Αριστερά και οι κληρονόμοι της άλλοτε «ενωτικής» Δεξιάς, ως ΔΗΣΑΚΕΛ, βρέθηκαν να υποστηρίζουν μια κοινή ενδοτική αντίληψη για την Κύπρο, ενώ ευτυχώς οι κληρονόμοι της Μακαριακής παράταξης ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ συνηγορούν σε μια πιο πατριωτική αντίληψη.