Αναδημοσίευση από: onalert.gr
Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος
[...] Με καθαρά στρατιωτικούς όρους είναι ακριβές να ειπωθεί πως ο υπερσύγχρονος Τουρκικός στρατός λόγω απρόσμενης σθεναρής και ηρωικής αντίστασης όσων Ελλήνων βρέθηκαν στα πεδία των μαχών, προέλαυνε με ρυθμούς χελώνας. Οι απώλειές τους ήταν εξαιρετικά μεγάλες και δυσανάλογες με τα στρατιωτικά μέσα που διέθετε η Ελληνική πλευρά. Δεν γνωρίζω εάν έγινε ποτέ γνωστός ο ακριβής αριθμός των απωλειών τους αλλά ήταν σίγουρα πολλές χιλιάδες.
Πρόκειται για τυπική περίπτωση πολλών άλλων παρόμοιων στιγμών της Ελληνικής ιστορίας: Διχασμένοι, ενίοτε συγκρουόμενοι μεταξύ μας και ενίοτε κάποιοι να Μηδίζουν αδιάντροπα, πλην οι τυπικοί φορείς των Ελληνικών πολιτικών παραδόσεων, δηλαδή οι «μέσοι» Έλληνες πολίτες, να στέκονται ως Λεωνίδες στις Θερμοπύλες που του έταξε η μοίρα. Για τον μέσο Έλληνα την κρίσιμη στιγμή η πατρίδα είναι έσχατη λογική και πέραν όλων των άλλων ακόμη και της ζωής του.
Ακαριαία βέβαια τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό που κάνει «των Ελλήνων τις Κοινότητες» –οι οποίες επί χιλιάδες χρόνια διαιωνίζονταν κάτω από δύσκολες καταστάσεις και που παρέμειναν φορείς του διαχρονικού πολιτικού πολιτισμού της Ελληνικότητας– να αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα σύγχρονο κράτος μέσα στο οποίο όπως και οι Εβραίοι μπορούν να είναι «χάβρα των Εβραίων», πλην στον ανελέητο κρατοκεντρικό κόσμο που ζούμε να είναι αταλάντευτα και προγραμματικά ενωμένοι σαν μια γροθιά υπερασπιζόμενοι την εθνοκρατική τους ασφάλεια.
Λέμε αυτό γιατί είναι περισσότερο από γνωστό ότι δύο αιώνες μετά την Ελληνική Επανάσταση και ιδιαίτερα μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, δεν κατορθώσαμε να οικοδομήσουμε σύγχρονες και αποτελεσματικές κρατικές δομές που να μπορούν να χαράξουν εθνική στρατηγική η οποία να προασπίζεται την ακεραιότητα του κράτους και των ομοεθνών εκτός του νεοελληνικού κράτους.
Πρόσφατα μάλιστα σε συνέδριο στο πολεμικό Μουσείο ο υποφαινόμενος χρησιμοποιώντας την φράση του Σόϊμπλε δήλωσα mea culpa: «Είμαι ηλίθιος γιατί επί τρεις δεκαετίες γράφω για Ελληνική Εθνική Στρατηγική και δεν είχα αντιληφθεί ή δεν ήθελα να το πιστέψω ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν διαθέτει δικό της ανεξάρτητο κράτος». Της στρατηγικής προηγείται η ύπαρξη ισχυρού και αποτελεσματικού κράτους. «Για να υπάρχει στρατηγική πρέπει να υπάρχει οργανωμένο κράτος, υπερισχύουσα κρατική θεωρία υπέρ της έσχατης λογικής υπεράσπισης και επιβίωσης της Επικράτειας και ιεραρχημένοι εθνικοί σκοποί που υπερασπίζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις».
Μέχρι τώρα πολλοί στο νεοελληνικό κράτος πλην γνωστών εξαιρέσεων –και αυτές δυστυχώς λόγω ιδεολογικών κινήτρων συχνά διεθνιστικών και όχι λόγω κατανόησης της σημασίας του κράτους στον σύγχρονο κόσμο– επέδειξαν αδιαφορία για την ξένη εξάρτηση ενώ ακόμη περισσότεροι για να επιβιώσουν του κράτους προχώρησαν σε πελατειακή συναλλαγή μαζί του (βλ. το εξαιρετικό βιβλίο του Β. Κοροβίνη, «Νεοελληνική Φαυλοκρατία»).
Εν μέσω εμφυλίων, διαιρέσεων, παρελάσεων με ξένες σημαίες και έξωθεν υποκινούμενων ηγεσιών όπως το πραξικόπημα στην Κύπρο και όχι μόνο, συρρικνώθηκε ή και εξαφανίστηκε ο Ελληνισμός εκτός συνόρων. Ο Ελληνισμός των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας το 1922 της Μέσης Ανατολής και εν μέρει και της Κύπρου με το «η Κύπρος είναι μακριά και οι κύπριοι αποφασίζουν (να αυτοκτονήσουν) και η Ελλάδα να … συμπαρίσταται» που κατέστησε το νεοελληνικό κράτος τελεσίδικα αναξιόπιστο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μια από τις δυνητικά μεγαλύτερες πηγές ισχύος στο εξωτερικό, η Ελληνική διασπορά, όχι μόνο εγκαταλείφθηκε αλλά στις ΗΠΑ ενίοτε καθοδηγήθηκε από την Μητρόπολη να εξυπηρετεί τις κατευναστικές προσεγγίσεις της Αθήνας (βλ. το σχετικό εξαιρετικό κείμενο του Βαγγέλη Κουφουδάκη, “Reverse Influence”).
Το δράμα είναι ότι αυτή η αδιαφορία όσο και η παράλειψη έστω και δύο αιώνες μετά την Ελληνική Επανάσταση να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο θεσμικά και πολιτικά ισχυρό νεοελληνικό κράτος, οδήγησε στην τραγική καταστολή και των εντός συνόρων μελών της νεοελληνικής κοινωνίας η οποία μιας και οι ιθύνοντες επέδειξαν διαπραγματευτική αναπηρία βλήθηκε από τους ίδιους τους συμμάχους της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην συνέχεια από τους κερδοσκόπους και τους τοκογλύφους που ωφελήθηκαν όσο κανείς άλλος από τα απανωτά μνημόνια. Στο ίδιο πλαίσιο άγνωστες είναι ακόμη οι προεκτάσεις της «μεταναστευτικής γενοκτονίας» εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων για την επιστημονική εκπαίδευση των οποίων δαπανήσαμε γιγαντιαίους πόρους.
Τελειώνω διερωτώμενος τόσο ελλείμματος επικοινωνιακής στρατηγικής που θα αποκαθιστούσε την αλήθεια, θα αντέκρουε την Τουρκική προπαγάνδα για το έπος του 1974, θα πληροφορούσε τους νέους που δεν γνωρίζουν και θα ανύψωνε το ηθικό των πολιτών καθότι παρά τα μεγάλα προβλήματα το 1974 οι Έλληνες πολεμιστές έγραψαν μεγάλο έπος υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους. Συνολικά δεν αντικρούστηκε επαρκώς η Τουρκική προπαγάνδα για τους λόγους της εισβολής, δεν έγιναν επαρκώς γνωστά τα βάρβαρα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν και δεν εδραιώθηκε μια συνολική απάντηση που με θεμιτό και νομιμοποιημένο τρόπο θα στήριζε την επικοινωνιακή πολιτική μιας εθνικής στρατηγικής αντίκρουσης του Τουρκικού αναθεωρητισμού. Θα μπορούσαν να προστεθούν και τα εξής:
Πρώτον, μια σωστή και αληθής περιγραφή και εξιστόρηση θα μπορούσε να αποτελέσει, ταυτόχρονα αυτοκριτική των συνεπειών των συχνών εμφύλιων διαιρέσεών μας, κατάδειξη της σημασίας κατάληψης της εξουσίας από άτομα σπιθαμιαίου αναστήματος ή και πράκτορες, ανάδειξη και αντιδιαστολή της χούντας με τις σημερινές Ένοπλες Δυνάμεις οι στρατιωτικοί λειτουργοί των οποίων –σε αντίθεση με κάποιες κακόπιστες γνώμες– πέραν της προσήλωσής τους στις δημοκρατικές αρχές τιμούν το λειτούργημά τους. Η αληθής περιγραφή θα τονίσει και καταδείξει, επιπλέον, την ανάγκη τόσο ορθολογικής οργάνωσης του κράτους όσο και χάραξης εθνικής στρατηγικής.
Δεύτερον, η αποκατάσταση της αλήθειας και η αντίκρουση της Τουρκικής προπαγάνδας που θα αποτυπώσει επίσης πλήρως τα πραγματικά γεγονότα του 1974 όσον αφορά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων που βρέθηκαν στα πεδία τω μαχών. Αντίσταση η οποία όπως είπαμε παρά την κολοσσιαία διαφορά στρατιωτικών μέσων έγραψαν μεγάλο έπος ενώ πολλοί Ελλαδίτες και Έλληνες της Κύπρου επέδειξαν αυτοθυσία και έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι για την ελευθερία της πατρίδας.
Τρίτον να αντικρουστεί η παιδαριώδης τουρκική προπαγάνδα η οποία διαστρεβλώνει και αποσιωπά το γεγονός ότι η Τουρκία παραμόνευε και ευκαιρίας δοθείσης εκτέλεσε ένα επιθετικό και επεκτατικό πόλεμο. Οι εισβολείς διέπραξαν βάρβαρα εγκλήματα πολέμου κατά αμάχων και αιχμαλώτων και παρά την ασυμμετρία στρατιωτικών μέσων κατ’ ουσία ηττήθηκαν.
Τέταρτον, να κατανοήσουν όσοι είναι αδιάφοροι και όσοι δεν γνωρίζουν την σημασία της Κύπρου ποιες είναι συνέπειες εάν όχι μόνο νομιμοποιηθούν τα τετελεσμένα της παράνομης βίας του 1974 αλλά επιπλέον όλη η Μεγαλόνησος τεθεί υπό Τουρκική επικυριαρχία. Οι συνέπειες για τους Έλληνες της Κύπρου θα είναι άμεσες και θανάσιμες ενώ το νεοελληνικό κράτος θα παγιδευτεί στρατηγικά ανεπίστροφα εάν οι σκοποί της Τουρκίας για έλεγχο όλου του νησιού εκπληρωθούν μέσα από την δική μας υποχωρητική και κατευναστική αντί αποτρεπτική στάση.
Πέμπτο, για να συνειδητοποιηθεί ότι η τροχιά κατευνασμού συνιστά κατά βάση αχρείαστη και άσκοπη σταδιακή παραχώρησης της Κύπρου στην Τουρκία. Αποκορυφώθηκε στην τελευταία συνάντηση στην Ελβετία (όταν ο ίδιος ο Κύπριος πρόεδρος έδωσε προτάσεις που δημιουργούσαν ένα μη βιώσιμο εάν όχι τερατώδες κρατίδιο). Τελικά στην Ελβετία ως συνήθως η απόλυτη Τουρκική αδιαλλαξία και πλεονεξία ανέβαλε το μοιραίο. Τίποτα δεν διασώζεται, όμως, εάν οι εν λόγω «προτάσεις μας» δεν αποσυρθούν (όπως εξάλλου ειπώθηκε ως όρος εάν δεν γίνουν αποδεκτές από τους Τούρκους). Συναφώς, όπως γνωρίζουμε μετά το 1974 ενώ οι Τούρκοι παραμένουν ακλόνητοι στις αδιάλλακτες θέσεις τους σε κάθε νέο «διάλογο» η Ελληνική πλευρά υποχωρεί και οι Ελληνικές υποχωρήσεις … μένουν στο τραπέζι.
Στην δύσκολη διεθνή, ευρωπαϊκή και περιφερειακή συγκυρία που διανύουμε η ανασύνταξη των νεοελλήνων και η χάραξη νέας στρατηγικής είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία. Αυτό απαιτεί ειρηνική πολιτική επανάσταση και νέους κοσμοθεωρητικούς προσανατολισμούς που θα στερεώσουν μια κρατική θεωρία επιβίωσης και ασφάλειας και που θα αντιστρέψουν τον κατήφορο.