του Μιχάλη Χαιρετάκη
Με μια απο τις πιό όμορφες ταινίες των τελευταίων χρόνων, το whiplash, ξενύχτησα απόψε 2000 και κάτι χιλιόμετρα μακρια απο την Αθήνα. Μνήμες παλιού καλοκαιρινού σινεμά, που ισως αργήσω να γευτώ ξανά και νοσταλγία, όχι για την Ελλάδα του σήμερα, αυτή που διώχνει αυτους που την αγαπάνε, αυτή που κλέβει το ψωμί απο το στόμα του ανήμπορου, αυτή που ξεσπιτώνει τον αδύναμο, αλλά για μια άλλη Ελλάδα, που δεν υπάρχει πια.
Οσοι ζήσαμε τα χρόνια εκείνα πρίν τον εκσυγχρονισμό, το φαγοπότι, την κακογουστιά και το κίτς, ήμασταν τυχεροί, που προλάβαμε μια Ελλάδα εντελώς διαφορετική. Μια Ελλάδα που μπορεί να μην ήταν πλούσια, αλλά δεν πείναγε, ήταν η Ελλάδα του γεωργού, του μικρού βιοτέχνη, του επιστήμονα, του ψαρά, του οικοδόμου, της οικογένειας.
Η Ελλάδα η σημερινή δεν μυρίζει πια αγιόκλημα και γιασεμί, αλλά σάπιο αίμα μιας κακοφορμισμένης πληγής 7 χρόνων που την τρυπούν με μανία ξενόδουλοι αφέντες οπου ο καθένας που έρχεται είναι χειρότερος απο τον προηγούμενο.
Κακοποιοί δεν συλλαμβάνονται πια, διαπιστώνονται τα εγκλήματα, καταγράφονται και αφήνονται ελεύθεροι. Εξαρθρώνουν μας λένε συμμορίες χωρίς να συλλαμβάνουν κανέναν.
Στα νοσοκομεία που καταρρέουν, ετοιμοθανάτοι πεθαίνουν περιμένοντας σε λίστες να αδειάσει κάποιο κρεβάτι στην εντατική ,ενώ τραγικές προσωπικές ιστορίες διαβάζω καθημερινά στα προφίλ των διαδικτυακών φίλων μου.
Διαβάζα σήμερα για το ανώτατο δικαστηριο στο Πακιστάν που απέπεμψε Πρωθυπουργό και υπουργό Οικονομικών απο τις θεσεις τους και με πιάνει θλίψη βλέποντας εδώ όλους αυτούς που κατάκλεψαν τη δόλια τούτη χώρα να γλυτώνουν μαζί με τη λεία τους.
Ναι, είναι αυτή η μόνιμη θλιψη στις καρδιές μας, όσων τουλάχιστον απο μας, δεν χειροκροτούμε τις ορχήστρες του Τιτανικού, που παίζουν παράφωνα 7 χρόνια τώρα.
Δωσίλογοι και κοτζαμπάσηδες, φοροεισπράκτορες άδικων φόρων κατάντησαν τη χώρα μας, σφαγείο ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ταυτόχρονα πανηγυρίζουν προσπαθώντας να μας πείσουν οτι ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα και οι δικες τους σοφιστειες και παραλογισμοί είναι η μόνη αληθεια.
Η χώρα που βυθίζεται καθημερινά όλο και πιο βαθειά στην ανυποληψία,την φτώχεια, η πατρίδα του Ελύτη, του Σεφέρη, του Καζαντζάκη, του Βάρναλη, του Θεοδωράκη, έχει πια στερέψει απο διανοούμενους.
Δεν υπάρχει πια κανείς να σταθει όρθιος και να μιλήσει για όσα συμβαίνουν. Να γίνει η φωνή του λαού που δυστυχεί. Να πει, φτάνει πια, μη βασανίζετε, μη σκοτώνετε, μην εξαθλιώνετε εναν ολόκληρο λαό. Είναι άδικο.
Δεν την αξίζουμε αυτή την τύχη. Δεν είναι οι καναπέδες η αιτία, δεν είναι η απάθεια, είναι το σχέδιο πολλών χρόνων τώρα. Είναι καθαρή γενοκτονία. Σαν τους Ινκας, σαν τους ινδιάνους της Αμερικής, σαν τους ινδιάνους του Αμαζονίου, σαν τους Αρμένιους και τους Ποντίους,σαν τους κατοίκους της Σμύρνης, σαν τους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, μας κατακρεουργουν σε ένα ανθρώπινο σφαγείο.
Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένει πια ο καθένας απο εσάς. Το τέλος; Τη λύτρωση; τον απο μηχανής Θεό που θα δώσει τη λύση; Η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει πια, μας το δείχνουν καθημερινά. Σε λογαριάζουν πια, όσο αξίζει η ψήφος που τους δίνεις, όχι σαν άνθρωπο, σαν μια ψήφο. Μια ψήφο που μέχρι να φτάσει να καταμετρηθεί παραμορφώνεται απο δεκάδες καθρέφτες. Μικραίνει ή μεγαλώνει, κονταίνει ή ψηλώνει ανάλογα με το τι συμφέρει κάθε φορά την εξουσία.
Σε λίγο δε θα χρειάζονται ούτε την ψήφο σου. Θα φτιάξουν Σύνταγμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Θα νομιμοποιήσουν την ψήφο εκατοντάδων χιλιάδων δυστυχισμένων εποίκων, την οικονομική βαρβαρότητα, την αρπαγή των περιουσιών, θα κλέψουν και θα λεηλατήσουν ότι σου έχει απομείνει.
Μα το χειρότερο απ' όλα είναι η διαπόμπευση του λαού. Τον μικρό μαγαζάτορα που πασχίζει να κρατήσει το μαγαζί του, τον λένε κλέφτη, τον άνεργο τεμπέλη που δεν πάει να δουλέψει σχεδόν δωρεάν με μισθό φιλοδώρημα, τον πατριώτη φασίστα, τον λογικό ρατσιστή, τον συνταξιούχο άχρηστο. Εχουν βλέπεις ως άλλοθι και μπαμπούλα τους ακροδεξιούς που καπηλεύτηκαν τη δυστυχία των ανήμπορων.
Ο σουρεαλισμός και το παράλογο ως πραγματικότητα έρχεται βλέποντας ακροδεξιούς απο τη μια και δωσιλόγους καθε πολιτικής απόχρωσης απο την άλλη. να κατηγορούν ο ένας τον άλλο για φασισμό.
Μα ο φασισμός (με την έννοια που έχει σήμερα) δεν έχει ιδεολογία. Ο φασίστας δε σέβεται τη γνώμη του άλλου, χειροδικεί οταν δεν έχει επιχειρήματα, βρίζει, κοροϊδεύει, επιβάλλει με τη βία την αλήθεια του.
Η ποτισμένη με αίμα σημαία της ανεξαρτησίας και των αγώνων, απλών ανθρώπων έχει γίνει στα μάτια της εξουσίας, ένα απλό πανί που μπορεί ο καθένας να ασελγήσει πάνω του. Κι αν τολμήσεις να ψελλίσεις το λογικό επιχείρημα, μα ο παππούς μου, ο παππούς σου,ο προπάππους , ο πρόγονος του φίλου, του διπλανού, αγωνίστηκε πλάι σε ένα τέτοιο πανί για την ελευθερία του, για τη δική σου ελευθερία, για να μπορείς σήμερα να το καις ανενόχλητα, θα σε πουν εθνικιστή. Μάλλον εθνικιστές ήταν όλοι αυτοί, δεξιοί και αριστεροί που με περηφάνεια έλεγαν οτι είναι Ελληνες πριν λίγα μόλις χρόνια.
Γιατί κάποτε ήταν περήφανος αυτός ο λαός, όχι μόνο για την ιστορία του, αλλά επειδή με αίμα κατακτούσε την ελευθερία και με βια μετρούσε τη γη που του κλέβουν σήμερα. Και οταν σου κλέψουν τον πλούτο, το βιός ολόκληρο, σου πάρουν τα δικαιώματα, σου στερήσουν την ελευθερία, ακολουθεί μετά η συμφορά και ο χαμός.
Οσοι πριονίζουν το κλαδί που κάθονται είτε για ένα προσωρινό προσωπικό όφελος είτε απο καθαρή βλακεία και αδυναμία να κατανοήσουν το βρώμικο σχέδιο των οικονομικών κατακτητών ας πιάσουν στασίδι για να έχουν καλή θέα οταν θα φτάσει η ώρα της καταστροφής, τοτε που αυτή η χώρα θα περάσει στην ιστορία, σαν μια ακόμα χαμένη πατρίδα.
Και δυστυχώς, όπως εχει δείξει πολλές φορές μέχρι τώρα η ιστορία, η ώρα αυτή δε θα αργήσει