ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΓΟΥΡΤΑΣ για το ERENSEP
Ένα από τα βασικά τρικ της κυβέρνησης στην προσπάθεια «εξυγίανσης» των εφαρμοζόμενων μνημονιακών πολιτικών είναι η κατά το δοκούν χρήση οικονομικών δεικτών. Τελευταία παραδείγματα η ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του Διευθυντή της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Κ.Ζαχαριάδη για την επίτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ(1) στη μείωση της ανεργίας της τελευταία διετία και οι δηλώσεις της Αν.Υπουργού Εργασίας Ρ.Αντωνοπούλου για 256 χιλ νέες θέσεις εργασίας με κυβέρνηση Ας δούμε όμως κατά πόσο η μείωση της ανεργίας την τελευταία 2ετία και οι νέες θέσεις εργασίας με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχαν θετική επίδραση 1)στα εισοδήματα των εργαζόμενων και 2)στις εργασιακές τους σχέσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της AMECO ενώ πράγματι η ανεργία μειώθηκε κάτα 2,9% (το 23,6% παραμένει εξαιρετικά υψηλό και συγκρίσιμο μόνο με την Ισπανία τα τελευταία χρόνια) την διετία διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το συνολικό κοστος εργασίας (μισθοί και εισφορές) στη χώρα αυξήθηκε μόλις κατά 380 εκ ευρώ (0,2% ΑΕΠ) (Σχήμα 1).Η μείωση μάλιστα του ποσοστού ανεργίας είχε ξεκινήσει από την περίοδο της διακυβέρνησης Σαμαρά με μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα (2014). Συνεπώς, παρά τη μείωση της ανεργίας την τελευταία 4ετία το συνολικό κόστος εργασίας στη χώρα παραμένει στάσιμο, με μικρές αυξομειώσεις, όπως και συνολικότερα η ελληνική οικονομία. Άρα, οι νέες θέσεις εργασίας δεν είχαν αξιοσημείωτη αύξηση στους μισθολογικό κόστος γεγονός που να δικαιολογεί το πανηγυρικό κλίμα κυβερνητικών στελεχών. Είναι νέες θέσεις εργασίας χαμηλόμισθες, προσαρμοσμένες στις ανάγκες των εργοδοτών.
Ένα δεύτερο στοιχείο που δείχνει πως οι νέες θέσεις εργασίας είναι χαμηλόμισθες είναι η μικρή μεν αλλά μείωση του μέσου πραγματικού και ονομαστικού κόστους ανά εργαζόμενο την τελευταία διετία (Σχήμα 2). Το μέσο πραγματικό κόστος εργασίας έχει μειωθεί κατά 1,1% (87,8-86,8) την τελευταία διετία και βρίσκεται κοντά στα επίπεδα του 2001, χρονιά εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ. Την ίδια στιγμή και το ονομαστικό κόστος εργασίας έχει μειωθεί περίπου κατά 450 ευρώ ανά εργαζόμενο την τελευταία διετία και βρίσκεται στα επίπεδα του 2004. Η σχετικά μικρή μείωση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν σε ορισμένους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας και στα υψηλά μισθολογικά στρώματα του κλάδου των υπηρεσιών, οι μισθοί δεν παρέμεναν στα επιπεδα του 2008.
Ένα τρίτο στοιχείο που δείχνει πως η μείωση της ανεργίας είναι στην πραγματικότητα εικονική, είναι η αύξηση του ποσοστού συμβάσεων μερικής απασχόλησης την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ. το ποσοστό των μερικώς απασχολούμενων στο σύνολο των εργαζόμενων το 1ο τρίμηνο του 2017(2) ήταν 10,5% έναντι 10% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015(3) ενώ το ποσοστό των υποαπασχολούμενων (δλδ των μερικώς απσχολούμενων που ενώ επιθυμούσαν δεν μπόρεσαν να βρουν εργασία πλήρους απασχόλησης) έχει αυξηθεί από 6,8% το 2014 σε 7,3% το 2016(4) Οπως φαίνεται ξεκάθαρα και από το διάγραμμα της EUROSTAT η Ελλάδα έχει ακόμα μια αρνητική πρωτιά στο ποσοστό των υποαπασχολούμενων εργαζόμενων μερικής απασχόλησης για το 2016 αφού το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 70%. Συνεπώς, αν προσθέσουμε στο ποσοστό των ανέργων και το ποσοστό των υποαπασχολούμενων, η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα ξεπερνά το 30%
Τέταρτο και τελευταίο στοιχείο που δείχνει πως η μείωση του ποσοστού ανεργίας οφείλεται κυρίως στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης και όχι σε κυβερνητική πολιτική υπέρ των εργαζόμενων είναι το άθροισμα των ποσοστών μερικής και εκ περιτροπής απσχολησης την τελευταία διετία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ οι νέες συμβάσεις πλήρους απασχολήσης έχουν μειωθεί από 50,92% το πρώτο εξάμηνο του 2015(5) σε 48,27%(6) το 1ο εξάμηνο του 2017 (Σχήμα 4)
Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι σαφές πως, παρά την αλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού το 2015 με την έλευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας μετά την μεγάλη ύφεση της πενταετίας 2008-2012 συνεχίζεται, λόγω των εφαρμοζόμενων πολιτικών και του απόλυτου συμβιβασμού της κυβέρνησης στις απαιτήσεις των δανειστών για περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Όσο και να προσπαθούν τα κυβερνητικά στελέχη να δημιουργήσουν κλίμα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και βελτίωσης της θέσης των εργαζόμενων τα στοιχεία δείχνουν πως και την τελευταία διετία η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε στασιμότητα και η μεγάλη πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού σε δεινή οικονομική θέση. Όταν οι χώρες της Σκανδιναβίας έχουν ξεπεράσει προ πολλού την κρίση του 2008-2009 και οι εργαζόμενοι της Ανατ. Ευρώπης πλησιάζουν όλο και περισσότερο μισθολογικά τον Έλληνα εργαζόμενο είναι υποκριτικό κυβερνητικά στελέχη να πανηγύριζουν για δήθεν φιλεργατική πολιτική
Η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και οι νέες θέσεις εργασίας ικανοποιούν πλήρως τις ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων που επιβίωσαν στην κρίση συγκεντρώνοντας το μεγαλο μερίδιο του τζίρου της οικονομίας. Απόδειξη αυτού η έκθεση της Beta ΑΕΠΕΥ(7) που αναφέρει πως η πλειονότητα των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών επέστρεψαν στην κερδοφορία το 2016, μετά από μία εξαετία. Σύμφωνα με την έκθεση, σε σύνολο 193 ισολογισμών, καταγράφεται αύξηση των καθαρών κερδών κατά 114,3% στα 1,009 δισ. ευρώ. Ο κύκλος εργασιών εμφανίζεται μειωμένος κατά 1,7% στα 62,889 δισ. και τα λειτουργικά κέρδη των εισηγμένων αυξημένα κατά 4,8% στα 8,54 δισ. ευρώ. Από τις 101 κερδοφόρες εταιρίες, 41 αύξησαν τα κέρδη τους, 33 υπέστησαν μείωση κερδών και 27 επέστρεψαν σε κέρδη από ζημίες. Στον αντίποδα, από τις 92 ζημιογόνες, οι 25 αύξησαν τις ζημίες τους, 57 τις μείωσαν ενώ 10 εταιρίες επέστρεψαν σε ζημίες από κέρδη.
Τέλος οι, παρά την μικρή κάμψη της ανεργίας, χαμηλόμισθες και ευέλικτης μορφής απασχόλησης νέες θέσεις εργασίας αποδεικνύουν και την πρωτοφανή κάμψη των εργατικών κινημάτων και των ηγεσιών των συνδικαλιστικών φορέων που ενσωματωμένοι πλήρως στα μνημονιακά κόμματα που εκπροσωπούν αδυνατούν να ορθώσουν ανάστημα και να αντιπαλέψουν τις αντεργατικές πολιτικές των μνημονίων.