Του Στέλιου Συρμόγλου
Στην αρχή ήταν το μηδέν και στο τέλος ο θάνατος. Στο διάμεσο ζει ο Θεός, ο θεός του καθενός. Και ταλαιπωρείται μόνος ο άνθρωπος. Το μηδέν είναι ο λόγος και χωρίς αυτού εγένετο μηδέ εν.
Ενας περίπατος είναι όλα προς το τέρμα, καθώς τα δάκτυλά μας δειλιασμένα αναζητούν την ελπίδα. Καθώς φωτιά παίρνει το αίμα μας κι ώρες ακαταμέτρητες συναρμολογούμε τα όνειρά μας.
Κι όμως τα όνειρά μας μένουνε κρεμασμένα στα μπαλκόνια και η ζωή μας γεμίζει ασφυκτικά με σιωπή, καθώς ο προδότης μας νους κρεμιέται καμένος στα δάκτυλά μας και η γλώσσα μας αθροίζει τα ομοιώματα του φωτός.
Πόσες φορές τα χέρια μας ανοίξαμε για να αγκαλιάσουμε τον κόσμο και μας τα κόψανε. Ελληνίζουσα γλώσσα από τότε μονάχα με το θεό μας μιλούσαμε.
Με την οδύνη κατάσαρκα αναζητούμε τη ελπίδα κι όσοι διαγκωνίζονται στο διάδρομο της ματαιοδοξίας, διαπιστώνουν αργά ή γρήγορα ότι κρατούν στην αγκαλιά τους ένα κομμένο χέρι αγάλματος που τους μουτζώνει. Και με χαρακτήρες ιερογλυφικούς ζωγραφίζουν στο πρόσωπό τους ένα ηλίθιο χαμόγελο απορίας...
Και σε πόσους από εμάς χίλιες πανσέληνες νύχτες δεν
κάρφωσαν τα πόδια μας στη γη με εικοσιτετράωρες αγωνίες. Τόσα χρόνια αιχμαλωσίας και είμαστε ακόμα Φιλισταίοι. Κι ας έχουμε ένα μικρό παρελθόν που είναι δίχως μέλλον.
Μικρή έως ελάχιστη η σοφία μας και το κεφάλι του Θεού, του Σύμπαντος, τρισμέγιστο. Ολα τα χρόνια μας παίζουμε με φιγούρες της ελπίδας και με χάρτινους αετούς. Κι όμως συχνά μαζεύουμε το χαμόγελό μας και το κοιμίζουμε στο μαξιλάρι που μούσκεψαν τα δάκρυά μας.
Τι δεν καταλαβαίνουμε; Ολο μας το ύψος είναι ο επιούσιος άρτος μας!..
Τα όρια μας μια τεφροδόχος. Το πνεύμα του θανάτου επιφέρεται έρημο υπεράνω των υδάτων, νεφέλη δίχως μορφή. Τα μάτια μας δεν πλάσανε το φως, ούτε την ακοή μας ο ήχος. Εκ γενετής είμαστε δυστυχώς τυφλοί, ψηλαφώντας την απιστία μας στον αιώνα των νυν. Και η ψυχή μας μια θλίψη που περπατάει στο σώμα μας, πρόσωπο ιλαρό μιας μαδημένης μαργαρίτας.
Ενας περίπατος είναι όλα προς το τέρμα, καθώς πάνω στις πέτρες παγώνουν δίχως φόβο θεού τα όνειρά μας. Και κάποιοι από εμάς καληνυχτίζουμε τη ζωή από τα παράθυρά μας, ενώ μέσα στα καταπονημένα μάτια μας ξαναγεννιούνται τα παραμύθια. Τα πιο όμορφα ήταν αυτά που ποτέ μας δεν γράψαμε.
Και κάποια στιγμή αγκαλιάζοντας την πλανόδιο θλίψη μας, που κλαίει στα γόνατά μας, και χοροδώντας μεθυσμένοι, κατεβάζουμε το σώμα μας στης γης τα έγκατα. Και μονάχα η Μεγάλη Αρκτος χορεύει στα μάτια μας την ώρα της τελευταίας μετάληψης, καθώς το μαχαίρι έφτασε πια στην καρδιά μας.
Ενας περίπατος προς το τέλος είναι όλα!..
Ενα μεγάλο πλαστικό γαρύφαλλο η όποια ιστορία μας!..
Συλλέκτες ονείρων και ματαιοδοξίας ανατολικά του φθόνου φαρμακωνόμαστε με παυσίλυπα. Οσες φορές κι αν πεθάνουμε, καθώς χίλια σώματα μέσα στην ψυχή μας αποχαιρετούν το φως, δεν ξαναγινόμαστε αυτό που είμασταν. Είμαστε το πνεύμα του μηδενός