Nauman Sadiq,* Zero Hedge, Oct.6.2017
Η Τουρκία, που έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, συνεργάζεται από πέρυσι με την Ρωσία στην Συρία, εναντίον των συμφερόντων της Ουάσιγκτον και πρόσφατα υπέγραψε συμφωνία αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400.
Παρόμοια, ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν, που πραγματοποίησε μιαν ιστορική επίσκεψη στην Μόσχα, υπέγραψε σειρά συμφωνιών συνεργασίας με την Μόσχα και επίσης εξέφρασε την επιθυμία του να αγοράσει το σύστημα S-400.
Μετάφραση: Μιχαήλ Στυλιανού
΄Ενας άλλος παραδοσιακός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, το Πακιστάν, συμφώνησε να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 600 μεγαβάτ με την βοήθεια της Ρωσίας, αγόρασε ρωσικά ελικόπτερα και αμυντικό εξοπλισμό και πραγματοποίησε κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με τους Ρώσους.
Όλες οι τρεις χώρες υπήρξαν πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ή για να το θέσουμε ωμότερα, τα πολιτικά κατεστημένα των χωρών αυτών λειτουργούσαν ως ουσιαστικοί πληρεξούσιοι της Ουάσιγκτον στην περιοχή και είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης το 1991.
Για να γίνει αντιληπτή η σημασία των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκύρας, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ας θυμηθούμε ότι οι ΗΠΑ εκτελούσαν αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον στόχων στη Συρία από την αεροπορική βάση του Ινσιρλίκ και ότι περί τις πενήντα αμερικανικές βόμβες υδρογόνου Β-61 ήταν αποθηκευμένες εκεί. Η ασφάλειά τους έγινε μάλιστα θέμα ανησυχίας κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Ερντογάν, όταν ο διοικητής της βάσης Ινσιρλίκ, στρατηγός Μπεκίρ Ερκάν Βαν, συνελήφθη με άλλους εννέα αξιωματικούς για υποστήριξη του πραξικοπήματος. Απαγορεύτηκε τότε η είσοδος και έξοδος από την βάση, η ηλεκτροδότησή της διακόπηκε και η απειλή ασφαλείας καθορίστηκε στον υψηλότερο βαθμό συναγερμού, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ΄Ερικ Σλόσσερ στον Νιου Υόρκερ.
Επίσης, για να εκτιμηθεί η φύση της σχέσης βασικού οργάνου μεταξύ των ΗΠΑ αφ’ ενός και της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν αφ’ ετέρου θα πρέπει να μη λησμονείται ότι η Ουάσιγκτον χρησιμοποιούσε τα πετροδολάρια των χωρών του Κόλπου και τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν για να ανατρέφει τζιχαντιστές εναντίον της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Είναι αδιαφιλονίκητο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ συντηρούν ένοπλους αντικαθεστωτικούς, αλλά μόνο για μιαν ορισμένη χρονική περίοδο προκειμένου να πετύχουν συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις. Για παράδειγμα: Οι ΗΠΑ δημιούργησαν τους Αφγανούς τζιχαντιστές εναντίον της Σοβιετικής ΄Ενωσης από το 1979 ως το1988, αλλά μετά την υπογραφή των συμφωνιών της Γενεύης και την μετέπειτα αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν οι ΗΠΑ απέσυραν την υποστήριξή τους στους Αφγανούς τζιχαντιστές.
Επίσης οι ΗΠΑ υποστήριξαν τους αντάρτες κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Λιβύη και την Συρία, αλλά όταν πέτυχαν τον σκοπό τους να ανατρέψουν το εθνικιστικό καθεστώς Καντάφι στη Λιβύη και να εξασθενίσουν το αντι-ισραηλινό καθεστώς ΄Ασαντ στη Συρία οι ΗΠΑ σταμάτησαν την γενική υποστήριξη των ενόπλων αντιπάλων του καθεστώτος και τελικά κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον μιας μερίδας Σουνιτών, του «Ισλαμικού Κράτους», όταν αυτοί παραβίασαν την εξουσιοδότηση για την Συρία και τόλμησαν να καταλάβουν την Μοσούλη και το Ανμπάρ στο Ιράκ, στις αρχές του 2014.
Οι περιφερειακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή δεν είναι ωστόσο τόσο ραφιναρισμένοι και πεπειραμένοι στην μακιαβελική γεωπολιτική. Με την ψευδαίσθηση ότι οι συμμαχίες και οι εχθρότητες στην διεθνή πολιτική κρατούν για πάντα, οι αυταρχικοί ηγέτης της Μέσης Ανατολής συνεχίζουν να εφαρμόζουν απεριόριστα την ίδια πολιτική που οι ιέρακες της Ουάσιγκτον προγραμμάτισαν για τον χρόνο μέχρι επίτευξης των στρατηγικών τους επιδιώξεων.
Για παράδειγμα, το σύστημα ασφαλείας του Πακιστάν συνέχισε την πολιτική της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού τζιχαντιστών του Αφγανιστάν και του Κασμίρ σε όλη την εικοσαετία ’80 και΄90 και μέχρι τον Σεπτέμβριο 2001, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν αποσύρει την υποστήριξή τους σ’ αυτούς.
Παρόμοια, η υπό την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κυβέρνηση της Τουρκίας διέπραξε το ίδια σφάλμα να παρέχει χωρίς διάκριση την υποστήριξή της στους αντικαθεστωτικούς στη Συρία ακόμη και μετά την μερική μεταστροφή της πολιτικής των ΗΠΑ και την κήρυξη πολέμου κατά του «Ισλαμικού Κράτους» τον Αύγουστο του 2014, με σκοπό να εξευμενίσει την διεθνή κοινή γνώμη, όταν οι εικόνες και τα βίντεο με τις αγριότητες των ισλαμιστών τζιχαντιστών πρόβαλαν στα κοινωνικά δίκτυα,
Η τήρηση των προφάσεων, για την συντήρηση της επίφασης Δικαιοσύνης και ηθικής, είναι απαραίτητη στην διεθνή πολιτική και οι Δυτικές Δυνάμεις φροντίζουν να σέβονται αυτόν τον κανόνα.Τα μεσαιωνικά πελατειακά κράτη της Μέσης Ανατολής δεν διαθέτουν όμως την απαραίτητη πείρα και συχνά συνεχίζουν να εκπαιδεύουν και να εξοπλίζουν τους αντιπάλους των περιφερειακών ανταγωνιστών τους, τακτική που δεν είναι ανεκτή μακροπρόθεσμα σ’ ένα κόσμο όπου η ειρηνοφιλία έχει υιοθετηθεί ως ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα της σύγχρονης κοσμοθεωρίας
Σχετικά με την πρόσφατη συνεργασία μεταξύ Μόσχας και Αγκύρας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, η εκπληκτική αυτή εξέλιξη φωτίζει επίσης τις βαθύτερες διαιρέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας στην πολιτική απέναντι της Συρίας.
Μετά την αμερικανική μεταστροφή από την πολιτική της «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία τον Αύγουστο του 2014, όταν το «Ισλαμικό Κράτος» κατέλαβε την Μοσούλη και το Ανμπάρ στο Ιράκ και απειλούσε την πρωτεύουσα Ερμπίλ ενός άλλου πιστού συμμάχου των ΗΠΑ, του Μασούντ Μπαρζανί, στο πλούσιο σε πετρέλαιο Ιρακινό Κουρδιστάν, η Ουάσιγκτον προήγαγε τους Κούρδους σε βασικό όργανο της πολιτικής της στη Συρία και στο Ιράκ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πόλεμος στη Συρία και στο Ιράκ είναι μια τριμερής σύρραξη μεταξύ Σουνιτών Αράβων, Σιιτών Αράβων και Σουνιτών Κούρδων. Μετά την κήρυξη του πολέμου εναντίον των Σουνιτών του «Ισλαμικού Κράτους», οι ΗΠΑ υποστήριξαν την υπό Σιϊτική ηγεσία κυβέρνηση του Ιράκ, αλλά οι Σιίτες ΄Αραβες του Ιράκ δεν κρίνονται αξιόπιστοι σύμμαχοι των ΗΠΑ επειδή τελούν υπό την επιρροή του Ιράν.
Κατά συνέπεια στις ΗΠΑ δεν έμενε άλλη επιλογή από το να κάνουν τους Κούρδους το βασικό όργανο της πολιτικής τους στη Συρία και στο Ιράκ όταν οι Σουνίτες Τζιχαντιστές παρέβησαν την δικαιοδοσία τους στη Συρία και επιτέθηκαν σε περιοχές του Ιράκ, από όπου οι ΗΠΑ είχαν αποσύρει τα στρατεύματά τους το 2001.
Οι με αμερικανική υποστήριξη Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, που είναι στα πρόθυρα απελευθέρωσης της Ράκας, πρωτεύουσας του «Ισλαμικού Κράτους», δεν είναι παρά Κούρδοι πολιτοφύλακες, με μια συμβολική παρουσία Αράβων μισθοφόρων για να τους δίνει την εμφάνιση αντιπροσωπευτικού σώματος.
΄Οσον αφορά τους περιφερειακούς παράγοντες στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία και τα λοιπά κράτη του Κόλπου μπορεί να μην έχουν σοβαρές επιφυλάξεις γι’ αυτήν την στενή συνεργασία μεταξύ των ΗΠΑ και των Κούρδων στη Συρία και στο Ιράκ, επειδή τα κράτη του Περσικού Κόλπου τείνουν να βλέπουν τις περιφερειακές συγκρούσεις με τον φακό της ιρανικής Σιϊτικής απειλής.
Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, ανησυχεί περισσότερο για τις κουρδικές χωριστικές τάσεις στις νότιο-ανατολικές επαρχίες της παρά για το Σιϊτικό Ιράν. Και ιδιαίτερα τώρα που οι Κούρδοι πραγματοποίησαν ένα δημοψήφισμα στο Ιράκ, παρά την διεθνή πίεση εναντίον μιας τέτοιας αλόγιστης ενέργειας.
Τελικά, είναι εξαιρετικά απίθανη οποιαδήποτε ριζική μεταβολή της καθιερωμένης από την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ πολιτικής του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου για την παροχή ανεπιφύλακτης υποστήριξης στην πολιτική της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Αλλά μετά την απιστία της Ουάσιγκτον να δώσει την υποστήριξή της στους Κούρδους εναντίον των πληρεξουσίων της Τουρκίας στη Συρία είναι πολύ πιθανό ότι η υπό την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κυβέρνηση της Τουρκίας μπορεί να προσπαθήσει να ισορροπήσει τις σχέσεις της μεταξύ των αντιπάλων της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
---------------
*Ο Nauman Sadiq είναι νομικός, γεωπολιτικός αναλυτής εστιασμένος στις περιοχές Αφγανιστάν-Πακιστάν και Μέση Ανατολή, στην νέο-αποικιοκρατία και τον πετρο-ιμπεριαλισμό.
Η Τουρκία, που έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, συνεργάζεται από πέρυσι με την Ρωσία στην Συρία, εναντίον των συμφερόντων της Ουάσιγκτον και πρόσφατα υπέγραψε συμφωνία αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400.
Παρόμοια, ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν, που πραγματοποίησε μιαν ιστορική επίσκεψη στην Μόσχα, υπέγραψε σειρά συμφωνιών συνεργασίας με την Μόσχα και επίσης εξέφρασε την επιθυμία του να αγοράσει το σύστημα S-400.
Μετάφραση: Μιχαήλ Στυλιανού
΄Ενας άλλος παραδοσιακός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, το Πακιστάν, συμφώνησε να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 600 μεγαβάτ με την βοήθεια της Ρωσίας, αγόρασε ρωσικά ελικόπτερα και αμυντικό εξοπλισμό και πραγματοποίησε κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με τους Ρώσους.
Όλες οι τρεις χώρες υπήρξαν πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ή για να το θέσουμε ωμότερα, τα πολιτικά κατεστημένα των χωρών αυτών λειτουργούσαν ως ουσιαστικοί πληρεξούσιοι της Ουάσιγκτον στην περιοχή και είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης το 1991.
Για να γίνει αντιληπτή η σημασία των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκύρας, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ας θυμηθούμε ότι οι ΗΠΑ εκτελούσαν αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον στόχων στη Συρία από την αεροπορική βάση του Ινσιρλίκ και ότι περί τις πενήντα αμερικανικές βόμβες υδρογόνου Β-61 ήταν αποθηκευμένες εκεί. Η ασφάλειά τους έγινε μάλιστα θέμα ανησυχίας κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Ερντογάν, όταν ο διοικητής της βάσης Ινσιρλίκ, στρατηγός Μπεκίρ Ερκάν Βαν, συνελήφθη με άλλους εννέα αξιωματικούς για υποστήριξη του πραξικοπήματος. Απαγορεύτηκε τότε η είσοδος και έξοδος από την βάση, η ηλεκτροδότησή της διακόπηκε και η απειλή ασφαλείας καθορίστηκε στον υψηλότερο βαθμό συναγερμού, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ΄Ερικ Σλόσσερ στον Νιου Υόρκερ.
Επίσης, για να εκτιμηθεί η φύση της σχέσης βασικού οργάνου μεταξύ των ΗΠΑ αφ’ ενός και της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν αφ’ ετέρου θα πρέπει να μη λησμονείται ότι η Ουάσιγκτον χρησιμοποιούσε τα πετροδολάρια των χωρών του Κόλπου και τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν για να ανατρέφει τζιχαντιστές εναντίον της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Είναι αδιαφιλονίκητο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ συντηρούν ένοπλους αντικαθεστωτικούς, αλλά μόνο για μιαν ορισμένη χρονική περίοδο προκειμένου να πετύχουν συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις. Για παράδειγμα: Οι ΗΠΑ δημιούργησαν τους Αφγανούς τζιχαντιστές εναντίον της Σοβιετικής ΄Ενωσης από το 1979 ως το1988, αλλά μετά την υπογραφή των συμφωνιών της Γενεύης και την μετέπειτα αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν οι ΗΠΑ απέσυραν την υποστήριξή τους στους Αφγανούς τζιχαντιστές.
Επίσης οι ΗΠΑ υποστήριξαν τους αντάρτες κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Λιβύη και την Συρία, αλλά όταν πέτυχαν τον σκοπό τους να ανατρέψουν το εθνικιστικό καθεστώς Καντάφι στη Λιβύη και να εξασθενίσουν το αντι-ισραηλινό καθεστώς ΄Ασαντ στη Συρία οι ΗΠΑ σταμάτησαν την γενική υποστήριξη των ενόπλων αντιπάλων του καθεστώτος και τελικά κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον μιας μερίδας Σουνιτών, του «Ισλαμικού Κράτους», όταν αυτοί παραβίασαν την εξουσιοδότηση για την Συρία και τόλμησαν να καταλάβουν την Μοσούλη και το Ανμπάρ στο Ιράκ, στις αρχές του 2014.
Οι περιφερειακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή δεν είναι ωστόσο τόσο ραφιναρισμένοι και πεπειραμένοι στην μακιαβελική γεωπολιτική. Με την ψευδαίσθηση ότι οι συμμαχίες και οι εχθρότητες στην διεθνή πολιτική κρατούν για πάντα, οι αυταρχικοί ηγέτης της Μέσης Ανατολής συνεχίζουν να εφαρμόζουν απεριόριστα την ίδια πολιτική που οι ιέρακες της Ουάσιγκτον προγραμμάτισαν για τον χρόνο μέχρι επίτευξης των στρατηγικών τους επιδιώξεων.
Για παράδειγμα, το σύστημα ασφαλείας του Πακιστάν συνέχισε την πολιτική της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού τζιχαντιστών του Αφγανιστάν και του Κασμίρ σε όλη την εικοσαετία ’80 και΄90 και μέχρι τον Σεπτέμβριο 2001, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν αποσύρει την υποστήριξή τους σ’ αυτούς.
Παρόμοια, η υπό την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κυβέρνηση της Τουρκίας διέπραξε το ίδια σφάλμα να παρέχει χωρίς διάκριση την υποστήριξή της στους αντικαθεστωτικούς στη Συρία ακόμη και μετά την μερική μεταστροφή της πολιτικής των ΗΠΑ και την κήρυξη πολέμου κατά του «Ισλαμικού Κράτους» τον Αύγουστο του 2014, με σκοπό να εξευμενίσει την διεθνή κοινή γνώμη, όταν οι εικόνες και τα βίντεο με τις αγριότητες των ισλαμιστών τζιχαντιστών πρόβαλαν στα κοινωνικά δίκτυα,
Η τήρηση των προφάσεων, για την συντήρηση της επίφασης Δικαιοσύνης και ηθικής, είναι απαραίτητη στην διεθνή πολιτική και οι Δυτικές Δυνάμεις φροντίζουν να σέβονται αυτόν τον κανόνα.Τα μεσαιωνικά πελατειακά κράτη της Μέσης Ανατολής δεν διαθέτουν όμως την απαραίτητη πείρα και συχνά συνεχίζουν να εκπαιδεύουν και να εξοπλίζουν τους αντιπάλους των περιφερειακών ανταγωνιστών τους, τακτική που δεν είναι ανεκτή μακροπρόθεσμα σ’ ένα κόσμο όπου η ειρηνοφιλία έχει υιοθετηθεί ως ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα της σύγχρονης κοσμοθεωρίας
Σχετικά με την πρόσφατη συνεργασία μεταξύ Μόσχας και Αγκύρας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, η εκπληκτική αυτή εξέλιξη φωτίζει επίσης τις βαθύτερες διαιρέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας στην πολιτική απέναντι της Συρίας.
Μετά την αμερικανική μεταστροφή από την πολιτική της «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία τον Αύγουστο του 2014, όταν το «Ισλαμικό Κράτος» κατέλαβε την Μοσούλη και το Ανμπάρ στο Ιράκ και απειλούσε την πρωτεύουσα Ερμπίλ ενός άλλου πιστού συμμάχου των ΗΠΑ, του Μασούντ Μπαρζανί, στο πλούσιο σε πετρέλαιο Ιρακινό Κουρδιστάν, η Ουάσιγκτον προήγαγε τους Κούρδους σε βασικό όργανο της πολιτικής της στη Συρία και στο Ιράκ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πόλεμος στη Συρία και στο Ιράκ είναι μια τριμερής σύρραξη μεταξύ Σουνιτών Αράβων, Σιιτών Αράβων και Σουνιτών Κούρδων. Μετά την κήρυξη του πολέμου εναντίον των Σουνιτών του «Ισλαμικού Κράτους», οι ΗΠΑ υποστήριξαν την υπό Σιϊτική ηγεσία κυβέρνηση του Ιράκ, αλλά οι Σιίτες ΄Αραβες του Ιράκ δεν κρίνονται αξιόπιστοι σύμμαχοι των ΗΠΑ επειδή τελούν υπό την επιρροή του Ιράν.
Κατά συνέπεια στις ΗΠΑ δεν έμενε άλλη επιλογή από το να κάνουν τους Κούρδους το βασικό όργανο της πολιτικής τους στη Συρία και στο Ιράκ όταν οι Σουνίτες Τζιχαντιστές παρέβησαν την δικαιοδοσία τους στη Συρία και επιτέθηκαν σε περιοχές του Ιράκ, από όπου οι ΗΠΑ είχαν αποσύρει τα στρατεύματά τους το 2001.
Οι με αμερικανική υποστήριξη Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, που είναι στα πρόθυρα απελευθέρωσης της Ράκας, πρωτεύουσας του «Ισλαμικού Κράτους», δεν είναι παρά Κούρδοι πολιτοφύλακες, με μια συμβολική παρουσία Αράβων μισθοφόρων για να τους δίνει την εμφάνιση αντιπροσωπευτικού σώματος.
΄Οσον αφορά τους περιφερειακούς παράγοντες στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία και τα λοιπά κράτη του Κόλπου μπορεί να μην έχουν σοβαρές επιφυλάξεις γι’ αυτήν την στενή συνεργασία μεταξύ των ΗΠΑ και των Κούρδων στη Συρία και στο Ιράκ, επειδή τα κράτη του Περσικού Κόλπου τείνουν να βλέπουν τις περιφερειακές συγκρούσεις με τον φακό της ιρανικής Σιϊτικής απειλής.
Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, ανησυχεί περισσότερο για τις κουρδικές χωριστικές τάσεις στις νότιο-ανατολικές επαρχίες της παρά για το Σιϊτικό Ιράν. Και ιδιαίτερα τώρα που οι Κούρδοι πραγματοποίησαν ένα δημοψήφισμα στο Ιράκ, παρά την διεθνή πίεση εναντίον μιας τέτοιας αλόγιστης ενέργειας.
Τελικά, είναι εξαιρετικά απίθανη οποιαδήποτε ριζική μεταβολή της καθιερωμένης από την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ πολιτικής του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου για την παροχή ανεπιφύλακτης υποστήριξης στην πολιτική της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Αλλά μετά την απιστία της Ουάσιγκτον να δώσει την υποστήριξή της στους Κούρδους εναντίον των πληρεξουσίων της Τουρκίας στη Συρία είναι πολύ πιθανό ότι η υπό την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κυβέρνηση της Τουρκίας μπορεί να προσπαθήσει να ισορροπήσει τις σχέσεις της μεταξύ των αντιπάλων της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
---------------
*Ο Nauman Sadiq είναι νομικός, γεωπολιτικός αναλυτής εστιασμένος στις περιοχές Αφγανιστάν-Πακιστάν και Μέση Ανατολή, στην νέο-αποικιοκρατία και τον πετρο-ιμπεριαλισμό.