Αναδημοσίευση από: sotiriosdemopoulos.blogspot.gr
ΑΠΟΔΟΣΗ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΠΟΔΟΣΗ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Μπορεί το «Ισλαμικό Κράτος» να αποχωρεί από το τελευταίο προπύργιό του στη Συρία, το Αμπου Καμάλ, αλλά οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για μακρά παραμονή στη χώρα. Κι αν οι αμερικανικές δυνάμεις πρόκειται να αντιμετωπίσουν την ιρανική και τη ρωσική επιρροή, τη στιγμή που η Συρία αγωνίζεται να ξεφύγει από τον εμφύλιο πόλεμο, χρειάζονται την βοήθεια της Τουρκίας. Οι σχέσεις, ωστόσο, της Ουάσιγκτον με την πολιτική του Ερντογάν τελευταίως είναι τεταμένες, θέτοντας επομένως μια διπλωματική πρόκληση. Έτσι, όταν ο Τραμπ κάλεσε τον ομόλογό του την Παρασκευή, χρειαζόταν να κάνει μια σημαντική χειρονομία και φαίνεται ότι την έκανε.
Οι εντάσεις παραμένουν ισχυρές, αλλά η προφανής υπόσχεση του Τραμπ να μην αποστείλει περισσότερα όπλα στη συριακή κουρδική πολιτοφυλακή του YPG, ήταν μια καταλυτική υποχώρηση προς την Άγκυρα. Χωρίς αυτή, ένας μεγάλος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να κινηθεί ακόμη εγγύτερα προς το Ιράν και τη Ρωσία, που αγωνίζονται να διασώσουν το καθεστώς του Άσσαντ. Κάποιοι στην Ουάσιγκτον και στην περιοχή μπορεί αυτό να το βλέπουν ως προδοσία προς ένα σύμμαχο στον πόλεμο, που είχε τον κύριο ρόλο στην κατάληψη της πρωτεύουσας του ΙΚ, τη Ράκκα. Αλλά οι Κούρδοι έχουν τώρα τη δύναμη να κρατηθούν από μόνοι τους στην βορειοανατολική Συρία, και η Ουάσιγκτον να στραφεί πλέον στην μεγάλη εικόνα.
«Δεν μπορούμε να επιχειρούμε για μεγάλο διάστημα στη Συρία χωρίς τις τουρκικές βάσεις, τον τουρκικό εναέριο χώρο και, σε κάποιο βαθμό, την τουρκική διπλωματική στήριξη», είπε ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ James Jeffrey. «Εδώ είναι και όλο το ζήτημα», υποστήριξε στο AFP, ο πρώην ανώτατος σύμβουλος εθνικής ασφαλείας και απεσταλμένος στην Άγκυρα και στην Βαγδάτη.
Η Συρία έχει παγιδευτεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Άσσαντ και μιας σειράς ένοπλων ομάδων από το 2011, και το χάος επέτρεψε στο ΙΚ να καταλάβει μέρος των ανατολικών περιοχών. Οι ΗΠΑ συγκρότησαν μια συμμαχία –με τη συμμετοχή του YPG- για να καταστείλουν τους τζιχαντιστές. Οι Κούρδοι μαχητές ήταν στην πρώτη γραμμή όταν έπεσε η Ράκκα, τον περασμένο μήνα. Η Τουρκία, ένας σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, ήταν κατ΄ όνομα στην συμμαχία των ΗΠΑ, αλλά προχώρησε σε δική της επέμβαση στη βόρεια Συρία, πολεμώντας τους εξτρεμιστές αλλά και τις κουρδικές δυνάμεις. Το YPG είναι ένα παρακλάδι του ΡΚΚ, το οποίο διεξάγει μια αποσχιστική εξέγερση εντός της Τουρκίας.
Τρελαίνοντας τον Ερντογάν
Σύμφωνα με τον Jeffrey, ο οποίος είναι συνεργάτης στο «Ινστιτούτο Πολιτικής για την Εγγύς Ανατολή» και βρίσκεται ακόμη σε επαφή με υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους τίποτε περισσότερο «δεν βγάζει από τα ρούχα του» τον Ερντογάν από την υποστήριξη των ΗΠΑ στο YPG. Αλλά την ίδια ώρα, η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον έχουν κοινό συμφέρον να αντιμετωπίσουν τη ρωσική και την ιρανική επιρροή στη Συρία και να διαμορφώσουν το μέλλον της χώρας στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Μετά το τηλεφώνημα της Παρασκευής, ο Τούρκος Υπεξ Τσαβούσογλου υποστήριξε ότι ο Τραμπ υποσχέθηκε πως οι ΗΠΑ θα σταματήσουν την αποστολή όπλων στους Κούρδους και «ουσιαστικά είπε ότι αυτές οι ανοησίες θα έπρεπε να τελειώσουν νωρίτερα». Ο Λευκός Οίκος ήταν λιγότερο σαφής, αλλά επιβεβαίωσε ότι ο Τραμπ «ενημέρωσε τον πρόεδρο Ερντογάν για τις αναμενόμενες προσαρμογές στην προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού στους εταίρους μας στον πόλεμο στη Συρία» . Ο Λευκός Οίκος υπογράμμισε επίσης ότι και οι δύο ηγέτες συζήτησαν την σπουδαιότητα των ειρηνευτικών συνομιλιών που θα γίνουν την επόμενη εβδομάδα στην Γενεύη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ»
Αυτό είναι σημαντικό, επειδή η Τουρκία είναι τώρα μέρος σε μια παράλληλη και δυναμικά αντίπαλη πολιτική διαδικασία που διενεργείται, κάτω από τη ρωσική αιγίδα, στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, την Αστάνα. Την Τετάρτη, ο Ερντογάν συνάντησε του προέδρους Πούτιν της Ρωσίας και Ρουχάνι του Ιράν -τους βασικούς συμμάχους του Άσσαντ, στο θέρετρο του Σότσι, για να συζητήσουν και για τις δύο συνομιλίες. «Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τη στιγμή της τηλεφωνικής κλήσης», εξήγησε ο πρώην βουλευτής του τουρκικού κοινοβουλίου Αϊκάν Ερντεμίρ, σε συνέντευξή του στο AFP. «Φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ της Τουρκίας, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, με τη Ρωσία και το Ιράν για τη πολιτική προς τη Συρία» είπε κ. Ερντεμίρ, που είναι ερευνητής στο αμερικανικό Think Tank «Ίδρυμα για την Υπεράσπιση των Δημοκρατιών». Τα πρώτα χρόνια της συριακής σύγκρουσης, ο Ερντογάν όπως και ο Ομπάμα, ρητορικά ήταν μεγάλοι εχθροί του Άσσαντ, παρά τις συχνές αμερικανο-τουρκικές διπλωματικές ρωγμές. Αλλά η δραματική στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας και η σταθερά ισχυρότερη ιρανική στήριξη διέσωσαν το καθεστώς στη Συρία. Έτσι, η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον ήλθαν αντιμέτωπες με μια νέα πραγματικότητα. Για τον Ερντεμίρ, ο Ερντογάν, στρεφόμενος προς την αποδοχή του καθεστώτος Άσσαντ, θα προσκολληθεί σε κάποια μορφή συεργασίας, και θα ζητήσει μια μόνιμο έρεισμα, μαζί με τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Σημείωσε ότι η Τουρκία έχει επιτρέψει στον Άσσαντ να πετάξει στον εναέριο χώρο της για τις συνομιλίες με τον Πούτιν στη Ρωσία, ενώ τα ρωσικά στρατιωτικά αεροπλάνα μεταφέρουν πολεμικό υλικό προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Ο Ερντογάν πρόσφατα αναφέρθηκε στον Άσσαντ, ως κεντρική διοίκηση, κεντρική κυβέρνηση στη Συρία, και πολλοί είδαν σ’ αυτό μια δήλωση-ορόσημο».
Ριζική επαναστροφή
Προέβλεψε, όμως, ότι αυτή η στροφή δεν θα διαρκέσει. Ο Ερντογάν έχει επενδύσει πολλά χαρακτηρίζοντας τον Άσσαντ ως εγκληματία πολέμου, και οι ρωσικές δυνάμεις τελικώς θα θελήσουν να εκδιώξουν το τουρκικό στρατό εκτός της Συρίας. «Έχω σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του παιχνιδιού του Ερντογάν με το Ιράν και τη Ρωσία» είπε, περιγράφοντας την τουρκική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια «ως μια σειρά από ριζικές επαναστροφές». Μπορεί ακόμη να είναι έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά, μετά το τηλεφώνημα του Τραμπ, ο Jeffrey είπε: «Είμαστε καλύτερα τώρα, απ’ ότι πριν από 24 ώρες; Πιθανώς!».
Την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Τζιμ Ματτίς προκάλεσε έκπληξη όταν ανακοίνωσε ότι η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία θα παραμείνει και μετά την ήττα του Ισλαμικού Κράτους. «Θα διασφαλίσουμε ότι θα θέσουμε τις συνθήκες για μια διπλωματική λύση» είπε. Τη λύση η Ουάσιγκτον την βλέπει στην ιδανική περίπτωση να οδηγεί σε μια εκλεγμένη κυβέρνηση -χωρίς τον Άσσαντ- στην Δαμασκό, παρά την προσπάθεια που καταβάλουν το Ιράν και η Ρωσία να τον προστατέψουν. Αλλά αν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, η προτεραιότητα θα είναι η σταθερότητα και μείωση της αυξανόμενης ισχύος του Ιράν. Για να αυξήσουν την επιρροή τους οι ΗΠΑ θα χρειαστούν μια μακροχρόνια στρατιωτική παρουσία, όπως προβλέπει ο Ματτίς, και για να διατηρηθεί εκεί, τη τουρκική υποστήριξη. Η Τουρκία για τον Jeffrey, θέτει στην Ουάσιγκτον μια εύλογη ερώτηση: «Εμείς θέλουμε μια πολιτική. Ποια είναι η δική σας πολιτική;». Η Ουάσιγκτον ίσως τώρα να κινείται πλησιέστερα προς μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.