του Μιχάλη Χαιρετάκη
Ξέρω οτι το freepen που φιλοξενεί συνήθως άρθρα μου, δεν συνηθίζει να φιλοξενεί άρθρα σε συνέχειες, αλλά πιστεύω οτι θα κάνει μια εξαίρεση. Στο άρθρο καταχρηστικά γράφω "του Μιχάλη Χαιρετάκη" γιατί είναι μόνο ο πρόλογος για το δεύτερο μέρος , απο την εκπληκτική ανάλυση της αναρχικής συλλογικότητας οι Πυργῖται. Να δώσω συγχαρητήρια,χίλια μπράβο, στους άγνωστους συντάκτες για την πολύ εύστοχη πολιτική τους ανάλυση που θα ζήλευαν ακόμα και έμπειροι πολιτικοί αναλυτές και να πω, οτι υπάρχουν αναρχικοί και "αναρχικοι" όπως άλλωστε αριστεροί και "αριστεροί" που ξεπερνούν ακόμα και τον πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο οπως κακή ώρα οι σημερινοί...
Αναρχικοί υπέρ του συλλαλητηρίου 2ο μέρος λοιπόν (*)
Οι «φασίστες», οι «εθνικιστές» και ο «μίτος» της Βαρδαρίας (Β΄)
Ποιος είναι τελικά ο φασίστας;
Η κατά κόρον και καταχρηστική χρήση του όρου «φασίστας», εδώ και πολλά χρόνια, δεν συμβαίνει τυχαία και έρχεται να καλύψει την ολοκληρωτική γύμνια της Αριστεράς, «επαναστατικής» και μη, έως και τις παρυφές του αναρχισμού, απέναντι στην διαμορφούμενη πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους όρους, όπως για παράδειγμα ο ρατσισμός. Διόλου τυχαία οι όροι αυτοί μπήκαν στο καθημερινό «οπλοστάσιο» και χρησιμοποιούνται σαν σφαίρες, επιβεβλημένοι από το ρεύμα της «πολιτικής ορθότητας», που είναι ουσιαστικά ιδεολογικό αποκύημα της αριστερής πτέρυγας της παγκοσμιοποίησης με έδρα τις ΗΠΑ, η οποία μέχρι πρότινος καθοδηγούσε το άρμα της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας. Λέμε, μέχρι πρότινος, γιατί εσχάτως φαίνεται πως η καρέκλα της τρίζει, αλλά οψόμεθα. Ουσιαστικά «φασίστας» τείνει να είναι απλά όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους. Ο οποιοσδήποτε πρέπει πρώτα να αποδείξει πως δεν είναι «φασίστας» και μετά να αναπτύξει την επιχειρηματολογία του. Πρόκειται για μια πονηρή τακτική συντριβής του αντιπάλου σου δίχως να μπεις στον κόπο να επιχειρηματολογήσεις σοβαρά. Επί προσθέτως, δείχνεις ότι προτιμάς να ετεροπροσδιοριστείς, επιλέγοντας τον αντίπαλό σου και συγκρινόμενος σταθερά μ’ αυτόν. Η σύγκριση με τον «φασίστα» θα σε βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο ακόμα κι αν οι πράξεις σου είναι εξ ίσου ελεεινές. Επί πλέον, οποιαδήποτε διαφορετική άποψη υποχρεωτικά θα πρέπει να συγκλίνει στο δικό σου δίπολο: «φασισμός» και «αντιφασισμός», οπότε τα στρατόπεδα γίνονται συγκεκριμένα και ο καθένας απορροφά το μερίδιό του, συνθλίβοντας όλες τις υπόλοιπες απόψεις. Νομίζουμε πως η πραγματική γύμνια της πρακτικής είναι ολοφάνερη, αν και ομολογουμένως έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Η κατά κόρον και καταχρηστική χρήση του όρου «φασίστας», εδώ και πολλά χρόνια, δεν συμβαίνει τυχαία και έρχεται να καλύψει την ολοκληρωτική γύμνια της Αριστεράς, «επαναστατικής» και μη, έως και τις παρυφές του αναρχισμού, απέναντι στην διαμορφούμενη πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους όρους, όπως για παράδειγμα ο ρατσισμός. Διόλου τυχαία οι όροι αυτοί μπήκαν στο καθημερινό «οπλοστάσιο» και χρησιμοποιούνται σαν σφαίρες, επιβεβλημένοι από το ρεύμα της «πολιτικής ορθότητας», που είναι ουσιαστικά ιδεολογικό αποκύημα της αριστερής πτέρυγας της παγκοσμιοποίησης με έδρα τις ΗΠΑ, η οποία μέχρι πρότινος καθοδηγούσε το άρμα της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας. Λέμε, μέχρι πρότινος, γιατί εσχάτως φαίνεται πως η καρέκλα της τρίζει, αλλά οψόμεθα. Ουσιαστικά «φασίστας» τείνει να είναι απλά όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους. Ο οποιοσδήποτε πρέπει πρώτα να αποδείξει πως δεν είναι «φασίστας» και μετά να αναπτύξει την επιχειρηματολογία του. Πρόκειται για μια πονηρή τακτική συντριβής του αντιπάλου σου δίχως να μπεις στον κόπο να επιχειρηματολογήσεις σοβαρά. Επί προσθέτως, δείχνεις ότι προτιμάς να ετεροπροσδιοριστείς, επιλέγοντας τον αντίπαλό σου και συγκρινόμενος σταθερά μ’ αυτόν. Η σύγκριση με τον «φασίστα» θα σε βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο ακόμα κι αν οι πράξεις σου είναι εξ ίσου ελεεινές. Επί πλέον, οποιαδήποτε διαφορετική άποψη υποχρεωτικά θα πρέπει να συγκλίνει στο δικό σου δίπολο: «φασισμός» και «αντιφασισμός», οπότε τα στρατόπεδα γίνονται συγκεκριμένα και ο καθένας απορροφά το μερίδιό του, συνθλίβοντας όλες τις υπόλοιπες απόψεις. Νομίζουμε πως η πραγματική γύμνια της πρακτικής είναι ολοφάνερη, αν και ομολογουμένως έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Για να μπορούμε να συνεννοηθούμε σαν άνθρωποι, θα πρέπει πρωτίστως να αποκαταστήσουμε την αξία και σημασία των λέξεων. Ο φασισμός, όπως εκφράστηκε από τον Μουσολίνι (πρώην σοσιαλιστής), ήταν ένα επαναστατικό[1] ρεύμα που διακήρυττε την θεσμοθετημένη σύμπηξη κράτους και κεφαλαίου και την συμπαγή και άρρηκτη ενότητα κεφαλαιοκρατών και εργατών στη βάση του έθνους, που βρίσκει την έκφρασή της στο πρόσωπο του Αρχηγού. Αυτό, συγκεκριμένα, είναι ο φασισμός και τίποτε άλλο, οπότε οποιαδήποτε άλλη μορφή απολυταρχίας ας κατονομάζεται συγκεκριμένα. Το ότι ο φασισμός είχε και εθνικιστικά χαρακτηριστικά, δεν μετατρέπει αυτόματα όλους τους εθνικιστές σε φασίστες. Ας κρίνεται ο καθένας γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που βολεύει.
Επίσης, η παραπάνω πρακτική αιτιολογεί και το γιατί το πολιτικό σύστημα στα χρόνια των Μνημονίων είχε την απόλυτη ανάγκη της Χρυσής Αυγής. Μπροστά στα τερατώδη που έπραξαν, τί παραπάνω θα είχε κάνει ένας πραγματικός φασίστας; Η Χρυσή Αυγή αποτέλεσε κυριολεκτικά την ασπίδα τους. «Δεν είμαστε εμείς οι φασίστες, αλλά αυτοί οι φουσκωτοί με τα ξυρισμένα κεφάλια». Οι πραγματικοί εκφραστές του ολοκληρωτισμού κρύφτηκαν πίσω από τους νεοναζιστές και έβγαλαν τον εαυτό τους από το κάδρο. Έκτοτε, όποιος εξέφραζε μια διαφορετική άποψη θα έβλεπε μπροστά του το σκιάχτρο της Χρυσής Αυγής. «Είσαι μαζί τους». Έτσι έγινε εφικτή η σύμπηξη του «δημοκρατικού τόξου», στη βάση του οποίου ένας-ένας με τη σειρά προχωρούσε το σχέδιο των Μνημονίων ένα βήμα παρακάτω. Και οι «επαναστάτες» ψάχνουν στα σοκκάκια και τις γωνιές να βρουν τους φασίστες. Ο αποπροσανατολισμός τους είναι πλήρης.
Η άποψη περί «φασιστών» έχει και μία ακόμη πονηρή παράμετρο, ενισχύοντας τα «στερεότυπα» επιβολής. «Οι Έλληνες δεν είναι απλά τεμπέληδες. Είναι και φασίστες. Επομένως, δεν τους αξίζουν μόνον όσα έχουν ήδη πάθει αλλά ακόμη χειρότερα». Ας αναρωτηθεί κάποιος (νοών φυσικά…), στις παρούσες συνθήκες οικονομικού πολέμου και καταπίεσης, ποιους εξυπηρετεί ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Αυτές οι τακτικές πλέον δεν πιάνουν και όσοι είτε ατυχώς είτε εσκεμμένα τις εξέθρεψαν θα τις βρουν μπροστά τους. Συνθήματα του τύπου «Έλληνας δεν γεννιέσαι, καταντάς» που εμφανίστηκαν στον Λευκό Πύργο, πέρα από το ότι φανερώνουν την προσωπική τραγωδία των εμπνευστών τους, εκδηλώνουν και έναν ξεκάθαρο ανθελληνισμό ρατσιστικού χαρακτήρα. Τα δήθεν «αντιρατσιστικά» αισθήματα ισχύουν μόνο για τους άλλους και όχι για τους Έλληνες; Κάποιοι παραμυθιάζονται ότι είναι δυνατόν να ενδιαφέρεσαι πραγματικά για τους ανθρώπους σε άλλα μέρη της Γης, μισώντας αυτούς που ζουν και αναπνέουν δίπλα σου. Γελιούνται. Δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο παρά μόνον για τον εαυτό τους.
Όλα αυτά, όμως, είναι αποκυήματα της Λενινιστικής λογικής και πρακτικής που πρέσβευε την ενίσχυση και υποστήριξη των ασθενέστερων εθνοτήτων έναντι των ισχυρότερων με σκοπό να τις ελέγξει όλες. Η (προσωρινά…) ασθενέστερη εθνότητα που λαμβάνει ολόπλευρη υποστήριξη, εάν πριμοδοτηθεί και ισχυροποιηθεί, ασφαλώς θα χρωστά τα πάντα στους διεθνιστές υποστηρικτές της και θα ελέγχεται από αυτούς. Το έχουμε ξαναγράψει: Ο «έσχατος» που θα γίνει «πρώτος» με τις πλάτες άλλων, θα είναι δούλος τους και θα βοηθήσει ώστε να γίνουν δούλοι και οι υπόλοιποι.
Είμαστε Αναρχικοί και μιλάμε Ελληνικά. Αυτό σημαίνει, αναπόφευκτα, ότι σκεφτόμαστε Ελληνικά (εφ’ όσον η γλώσσα είναι το εργαλείο της σκέψης). Δεν θα μπούμε στην τραγωδία να πολεμάμε τον εαυτό μας, δημιουργώντας τρικυμία και στους υπόλοιπους. Οι απόψεις μας για το κράτος, την εξουσία, τον εθνικισμό ή ότι άλλο, είναι απόσταγμα αυτού του εαυτού. Δεν είμαστε, ούτε θα γίνουμε εκούσιοι ή ακούσιοι πράκτορες της παγκοσμιοποίησης και των τωρινών σχεδιασμών των αυτοκρατόρων στα Βαλκάνια, ως χρήσιμοι ηλίθιοι, απλά για να μην κινδυνεύουμε να μας κατονομάσουν, δήθεν, ως «εθνικιστές» και «φασίστες». Οι καταστάσεις είναι πολύ σοβαρές.
Τα αληθινά σχέδια των εξουσιαστών για τη Μακεδονία
Όσοι θέλουν να προσεγγίσουν το Μακεδονικό ζήτημα, απ’ όποια θέση κι αν προέρχονται, θα πρέπει να το σκεφτούν ως εξής: Από την εποχή που εμφανίστηκε το Μακεδονικό ζήτημα (ήδη πριν την εποχή των Βαλκανικών πολέμων) έως και σήμερα, σημαίνει ένα – και μόνον ένα – πράγμα: Επαναχάραξη συνόρων και επανασχεδιασμό όρων κυριαρχίας. Αυτό το δεδομένο οφείλει ο καθένας να αντικρύσει κατάματα και με ειλικρίνεια και να αναρωτηθεί τί ακριβώς σημαίνει αυτό σήμερα σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Οι μειονότητες, είτε υπαρκτές είτε ανύπαρκτες, με τα «δίκαια» ή τα «άδικά» τους σ’ αυτήν τη διαδικασία χρησιμοποιούνταν και θα χρησιμοποιούνται ως όχημα είτε των εθνικιστικών είτε των διεθνιστικών – αυτοκρατορικών επιδιώξεων, οπότε ας τ’ αφήσουν αυτά, κάποιοι, κατά μέρος. Και δεν υπάρχει λόγος να φανταζόμαστε την αλλαγή συνόρων δια του πολέμου: πόλεμος στα πλαίσια του ΝΑΤΟ δεν θα γίνει, εκτός κι αν μιλάμε πλέον για παγκόσμιο πόλεμο. Μπορούμε, όμως, να τη φανταστούμε υπό τη μορφή των «Ειδικών Οικονομικών Ζωνών» (ΕΟΖ). Είναι ο «πολιτισμένος» τρόπος αλλαγής συνόρων. Εντός μιας ΕΟΖ δεν ασκείται ουσιαστικά κρατική κυριαρχία παρά μόνον κατ’ όνομα. Ισχύουν ειδικοί νόμοι και τα θεσμοθετημένα, πλέον, αφεντικά της περιοχής γίνονται οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την «αξιοποίησή» τους. Δεν μας είναι δύσκολο λοιπόν να φανταστούμε μια ευρύτερη ΕΟΖ στο σύνολο της γεωγραφικής Μακεδονίας στο βαθμό που και το Ελληνικό και το κράτος των Σκοπίων θα βρίσκονται εντός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Τι σημαίνει ΕΟΖ; Το έσχατο όριο του κορπορατισμού, άρα σκληρότερες συνθήκες επιβολής για όλους με ακόμη μικρότερες δυνατότητες αντίδρασης.
Πολλοί θεωρούν την αλλαγή συνόρων ως φαιδρό σενάριο, λόγω της δεδομένης αδυναμίας του γειτονικού κράτους να αντιπαρατεθεί στο Ελληνικό. Το ζήτημα, όμως δεν είναι στα Σκόπια, δεν αφορά καν σχεδόν τους άμεσα εμπλεκόμενους εκατέρωθεν των συνόρων. Αφορά τους αυτοκράτορες στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι οποίοι είναι πάτρωνες και των δύο κρατών. Στην Ελλάδα οι Αμερικανοί πανηγυρίζουν για το γεγονός ότι «ποτέ οι σχέσεις μας δεν ήταν καλύτερες», εννοώντας πως ποτέ δεν είχαν τέτοιον έλεγχο και ευήκοα ώτα στο Ελλαδικό κράτος, και όσο για τα Σκόπια, αυτά απλώς δεν θα υπήρχαν χωρίς τους Αμερικανούς. Επομένως, όπως έλεγε ο Taleb, όταν το χέρι που σε ταΐζει είναι και το ίδιο που μπορεί να σε δολοφονήσει, η πρόβλεψη των πραγμάτων γίνεται πολύ δυσχερής. Ενώπιων των αποφάσεων, μάλιστα, «ανησυχεί» και ο Αμερικανός πρέσβης για ενδεχόμενο «ατύχημα» στο Αιγαίο με την Τουρκία. Νομίζουμε πως όλοι αντιλαμβάνονται την «πολιτισμένη» του απειλή…
Ελπίζουμε να έχει γίνει αντιληπτό το τι εννοούμε όταν λέμε να μην μετατρεπόμαστε σε χρήσιμους ηλίθιους.
Οι Αμερικανοί χειρίζονται το Μακεδονικό ζήτημα σήμερα όπως το έκαναν παλαιότερα οι Σοβιετικοί, δηλαδή σε αντίστοιχες γραμμές και με αντίστοιχες επιδιώξεις: τον έλεγχο των Βαλκανίων. Η πάλαι ποτέ «Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία» (ΒΚΟ) που υποστήριζε η Κομιντέρν, πριμοδοτώντας τότε κυρίως τη Βουλγαρία στο χώρο της Μακεδονίας, σήμερα προωθείται, κατ’ αντιστοιχία και τηρουμένων των αναλογιών, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με την πριμοδότηση των Σκοπίων. Τότε οι Δυτικοί δεν το ήθελαν. Τώρα είναι οι Δυτικοί που θέλουν κάτι αντίστοιχο και οι Ρώσσοι είναι που διαμαρτύρονται. «Εντυπωσιαζόμαστε», όμως, από το γεγονός πως αυτοί που εκείνη την εποχή υποστήριζαν το σχέδιο της Κομιντέρν υπό τα κελεύσματα των Σοβιετικών (ΚΚΕ), είναι οι ίδιοι ιδεολογικά μ’ αυτούς που σήμερα υποστηρίζουν ένα αντίστοιχο σχέδιο υπό τα κελεύσματα των Αμερικανών. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως η Ιστορία δεν διαθέτει ισχυρές δόσεις ειρωνείας. Δεν νομίζουμε, όμως, πως θα τους εγγράψει στο ενεργητικό της ως «τραγικούς» ήρωες.
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
[1] Επαναστατικό, βεβαίως, σε σχέση με τις τότε υπάρχουσες πολιτικές δομές, όχι μόνον στα στενά όρια της Ιταλίας, αλλά και στο ευρύτερο Ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι. Άλλως τε, έχουμε αναπτύξει ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν την άποψή μας για την λέξη επανάσταση και τα παράγωγά της. Εν ολίγοις, ο επαναστάτης επιθυμεί, μέσα από θεωρητικά και, κυρίως, πρακτικά μέσα, να ανατρέψει μια υπάρχουσα πολιτική-κυβερνητική δομή έναντι μιας άλλης. Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει, εκ των προτέρων, πως μια τέτοια κίνηση θα έχει απελευθερωτική στόχευση. Κι ανατρέχοντας στην ιστορική εμπειρία συνήθως οι επαναστάσεις ανέτρεπαν μια μορφή εξουσίας , για να επιβάλλουν μια άλλη φρικτότερη. Ως εκ τούτου, μια χαρά επαναστάτης ήταν ο Μουσολίνι και οι έτεροι επαναστάτες πολιτικοί «συγγενείς» του.