Του Στέλιου Συρμόγλου
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους και ο χρόνος στάζει νεκρός απ' το στόμα τους πάνω στα προπατορικά τους πάθη. Η σάρκα τους αναδίδει αιχμαλωσία και η καρδιοφάγος οδύνη νανουρίζει τα χτυποκάρδια τους, καθώς συλλέκτες ονείρων διαπιστώνουν το πνεύμα του μηδενός.
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους και έκαψαν όλα τα σπίρτα τους και καμιά πια δεν μπορούν να ανάψουν φωτιά, αναζητώντας κάποιες πόρνες-λέξεις μαχητικές να ιχνογραφήσουν πάνω σ' ένα χαρτόνι το μεγάλο πλαστό γαρύφαλλο που ήταν η ζωή τους όλη.
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους καθώς ήχοι φαιδροί της ματαιοδοξίας γύρω τους συντροφεύουν τη μοναξιά τους και στα χαρακωμένα χέρια τους στάζουν τα έφηβα δάκρυα τους.
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους και χίλια σώματα μες την ψυχή τους αποχαιρετάνε το φως, ακούγοντας τα βήματά τους μέσα στο χρόνο να χάνονται και τη φωνή τους να θυμίζει κρότο μιας μηχανής που χάλασε.
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους και χίλιες τρομάρες στο νου τους εσμίξανε, με τα δάχτυλά τους δειλιασμένα να ψάχνουνε τη ζωή τους και μπορεί να γεράσανε τα πάθη τους και η σάρκα τους να περιφέρεται ανύμφευτη σε τούτο τον ανάλγητο κόσμο, μα τα λουλούδια μυρίζουνε ακόμα έρωτα!..
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους και μπορεί να πέθανε ο θεός τους μα έφηβος έμεινε ο έρωτάς τους, που με μια σπαθιά χαράσσει το φεγγάρι στο πρόσωπο και φτιάχνει τον κόσμο με τη μιλιά του.
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους και καληνυχτίζουν τη ζωή από το παράθυρό τους μα μέσα στα βαθουλωμένα μάτια τους ξαναγεννιούνται τα παραμύθια του έρωτα. Με τα πιο όμορφα να είναι αυτά που ποτέ τους δεν έγραψαν, γυρίζοντας μέσα στον άσωτο χρόνο ως φιλήδονοι εραστές των ωραίων πραγμάτων και καρφώνοντας στον τοίχο τις σκέψεις τους με τα παράσημα της ηδονής...
Πτωχεύσανε τα όνειρά τους κι όταν νυχτώνει στο μυαλό τους δεν έχουν κανένα καταφύγιο, μα έφηβος έμεινε ο έρωτας και στα γεράματά τους και μυρίζει ακόμα ηδονή η σάρκα τους, που δεν έχει πια τι να πει στην ψυχή τους...