φωτο από ΠΝ |
Υποναύαρχος ε.α
Ήταν τέτοιες μέρες του 1987. Εγώ υπηρετούσα στο Α/Τ ΒΕΛΟΣ, με καθήκοντα Διευθυντού Οπλισμού και Διευθυντού Επιχειρήσεων. Το πλοίο μας, είχε κατέβη στην Κρήτη, για προγραμματισμένη επισκευή στο Ναύσταθμο Κρήτης (Σούδα). Παρά τον αυξημένο φόρτο εργασιών και τις δύσκολες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης, που προϋποθέτει μια τέτοια επισκευή, εγώ ήμουνα ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, κυριολεκτικά στα ντουζένια μου: νεαρός και καταξιωμένος Αξιωματικός, με μια Επιστασία Οπλισμού που πέταγε, στην ιδιαίτερη Πατρίδα μου (τα Χανιά) και με την αγαπημένη (μακαρίτισσα) γυναίκα μου, δίπλα μου, με τον 3χρονο Γιώργο και τον νεογέννητο Χρήστο, αγκαλιά, να περνάμε όλοι μαζί οικογενειακό μήνα του μέλιτος.
Το πρωί σκληρή δουλειά, αλλά το απόγευμα η ζωή που ονειρευόμουνα: οικογένεια, συγγενείς, φίλοι, διασκέδαση, σ’ έναν επίγειο παράδεισο.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα, η ζωή σούρνεται στην μίζερη καθημερινότητα της και η τηλεόραση ξερνάει συνεχώς πολιτική λάσπη, διχόνοια, μαυρίλα, τα οικονομικά και εξωτερικά προβλήματα ταλανίζουν όλους και οι Τούρκοι το χαβά τους. Αλλά όλα αυτά, εμάς μας φαίνονται πολύ μακριά στον άλλο κόσμο.
Είναι αργά το βράδυ, προς ξημέρωμα νομίζω, όταν χτυπά το τηλέφωνο του σπιτιού μου στα Χανιά (έμενα στο πατρικό μου):
- Κύριε Βουλγαράκη, ήρθε σήμα ανάκλησης αδειών προσωπικού, ενημερώθηκε και ο κ. Κυβερνήτης και είπε να έρθετε μέσα.
Όπως ήταν επόμενο, καθησυχάζω τη γυναίκα μου, παίζοντας το άνετος: «πάω να δω τι συμβαίνει και τα λέμε αργότερα». Φθάνοντας στο πλοίο μας, που ήδη είχε βγει στη δεξαμενή για τις εργασίες υφάλων κλπ, βλέπω ότι όλοι σχεδόν οι Αξιωματικοί και ο Κυβερνήτης (αυτοί διέμεναν δίπλα, στη Λέσχη του Ναυστάθμου), είχαν ήδη επιστρέψει.
- Τι έγινε, ρωτώ (πριν πω καλημέρα)
- Κάτι σοβαρό γίνεται, έρχονται συνεχώς μέτρα συναγερμού…
Ανεβαίνω πάνω και πάω στον Κυβερνήτη, όπου μαθαίνω ότι: «ζήτησαν να ενεργοποιηθούμε το ταχύτερο, σε λίγο θα συναντήσω τον Διοικητή του Ναυστάθμου, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εσύ κοίτα να δεις, να αποκτήσουμε εικόνα της κατάστασης»!
Μέχρι να φτιάξει καφέ ο καμαρότος, πλάκωσαν όλα τα συνεργεία του Ναυστάθμου, κουβαλώντας στο ζεμπίλι, τα μηχανήματα που είχαν λύσει και μεταφέρει έξω για επισκευή. Φωνές παντού, μέσα-έξω, απ’ τον ιστό μέχρι τα διπύθμενα να τρέχουν άνθρωποι, γερανοί να μπάζουν και να βγάζουν υλικά, φορτηγά να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν, μυρωδιές από τροχούς και οξυγονοκολλήσεις, μπόχα από χρώματα και υλικά, οι μηχανικοί κάτω στη δεξαμενή να ταπώνουν, ότι είχε ανοιχθεί, ο Οπλονόμος να ωρύεται να εντοπίσει και να ανακαλέσει τους αδειούχους, οι Υπόλογοι τα τρέχουν να καβατζώσουν ότι μπορούσαν και οι Αξιωματικοί, να προσπαθούν να βγάλουν άκρη, τι συμβαίνει «εκεί απάνω» (στην άλλη Ελλάδα) και πως θα συντονιστούμε εδώ κάτω.
Το πλοίο μας σε οργασμό, άρχισε να αποδεξαμενίζεται, το έδεσαν τα ρυμουλκά, για να το πάνε απέναντι να πάρει καύσιμα και πυρομαχικά και τα συνεργεία συνεχώς όλα απάνω σε παροξυσμό (ποιος νοιάζεται για διατάξεις ασφαλείας, τέτοιες ώρες). Σε 24 ώρες, ήμασταν έτοιμοι, να αρχίσουμε δοκιμές (μηχανημάτων) εν όρμω και είχαμε αποκτήσει (σύνδεση) και εικόνα της επιχειρησιακής κατάστασης στο Αιγαίο.
Μέσα στο χαμό, βρήκα χρόνο να πεταχτώ στο σπίτι μου, να παραλάβω μια μεγάλη τσάντα που είχε ετοιμάσει η γυναίκα μου (σώβρακα και ότι άλλο αυτή βρήκε χρήσιμο για μένα). Δεν είπαμε πολλά, δε με ρώτησε πολλά, απλά με κοίταζε την ώρα που εγώ κοίταζα τα παιδιά στο δωμάτιο τους χωρίς να τα «ενοχλήσω».
«Μην ανησυχείς! Να προσέχετε! Κοίτα να εξηγήσεις στους δικούς μου». Μια αγκαλιά και ένα φιλί, στα γρήγορα, τόσο δυνατό όμως σε συναίσθημα, που έμεινε ζωντανό 37 μέρες, μέχρι το επόμενο.
Αποπλεύσαμε ολοταχώς, με προορισμό το Βόρειο Αιγαίο, για να συνενωθούμε με μια προκεχωρημένης Δύναμη (1 Fram και 1 Flecher), που επρόκειτο να έχουν μια «πιο στενή επαφή» με το Τούρκικο Sismik.
Το κλίμα μέσα στο πλοίο ήταν αξέχαστο και μοναδικό, απ’ αυτές τις στιγμές, που νιώθεις ξεχωριστός, που νιώθεις ότι σε παρακολουθεί ο Θεός: επαγγελματική ψυχρότητα, λες κι αδειάσαμε από συναίσθημα, μοναδική αποφασιστικότητα και ετοιμότητα, αγωνία να φτάσουμε το συντομότερο στη θέση μας (πριν χάσουμε τον καυγά) και ένας «παράλογος» ενθουσιασμός, ένα πανηγύρι «πάμε να του πηδήξουμε τους καριόληδες».
Έζησα και άλλες κρίσεις και αυτή των Ιμίων, αλλά είμαι σίγουρος ότι, εκείνη την αποφασιστικότητα και τον ενθουσιασμό, την αυτοπεποίθηση και την αυταπάρνηση, του «πάμε για πόλεμο ή τώρα ή ποτέ», εκείνου του ανεπανάληπτου Μάρτη του 1987, ουδέποτε άλλοτε την είχαμε.
Έκτοτε, ζήσαμε πολλές κρίσεις, άλλες πρωτοσέλιδες, άλλες στα ψιλά γράμματα και κάποιες «γνωστές» μόνο για εμάς, ορισμένους. Μας δόθηκαν ευκαιρίες, πολύ καλές ευκαιρίες, χρυσές ευκαιρίες, να κλείσουμε τις υποθέσεις μας με τους Τούρκους, μια και καλή.
Όμως, ΠΑΝΤΑ ένα «αόρατο χέρι», φρόντιζε να προτάξει την ψυχραιμία, την αυτοσυγκράτηση, την εκτόνωση και τη συνεννόηση στο Αιγαίο.
Αυτό το «αόρατο χέρι», τουλάχιστον δύο (2) φορές, μας στέρησε την ευκαιρία, να σταθούμε αντάξιοι των προγόνων μας, μπροστά στην Ιστορία μας και την Παράδοση μας.
Σήμερα, 30 χρόνια μετά, νιώθω άδειος και ελάχιστος, σαν να μην έζησα τίποτα, σαν να είμαι ένα τίποτα, σαν να μην άφησα τίποτα στη διαδρομή μου! Νιώθω οργή, διότι αυτό το «αόρατο χέρι» που πάντα ήθελα να το δαγκώσω, σήμερα βλέπω ότι εμείς το γλύφουμε, για να επέμβει και να υποδείξει και πάλι ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, ηρεμία και συνεννόηση, στο Αιγαίο.
Διαβάστε μια δημοσιογραφική ιστορική αναδρομή, στα γεγονότα εκείνου του Μάρτη του 1987 και θα καταλάβετε …… τη διαφορά με το 2018: http://www.freepen.gr/2018/03/blog-post_853.html