Αναδημοσίευση από: onmed.gr
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ο ένατος συχνότερος καρκίνος στον κόσμο.
Κάθε χρόνο τουλάχιστον 430.000 άνθρωποι παγκοσμίως μαθαίνουν ότι πάσχουν από αυτόν. Περισσότερα από ένα στα τέσσερα νέα περιστατικά (πάνω από 118.000) ανιχνεύονται στην Ευρώπη, όπου ετησίως καταγράφονται και 52.000 θάνατοι από τη νόσο, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Έρευνας του Καρκίνου (IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Στη χώρα μας, ο διεθνής οργανισμός υπολογίζει ότι ετησίως νοσούν 2.600 άνθρωποι και ότι σχεδόν 1.000 χάνουν τη ζωή τους.
Οι εννέα στους δέκα ασθενείς έχουν ηλικία άνω των 55 ετών, με τη μέση ηλικία κατά την εποχή της διάγνωσης να είναι τα 69 έτη για τους άνδρες και τα 71 για τις γυναίκες.
«Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αναπτύσσεται στην εσωτερική της επιφάνεια από τα λεγόμενα κύτταρα του ουροθηλίου» εξηγεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας, Δρ Ηρακλής Πούλιας, τ. διευθυντής στην Ουρολογική Κλινική του Κοργιαλένειου Μπενάκειου Νοσοκομείου ΕΕΣ. «Συνήθως διαγιγνώσκεται σε αρχικό στάδιο, που έχει και μεγαλύτερη πιθανότητα ίασης, αλλά επειδή έχει υψηλά ποσοστά υποτροπής απαιτείται προσεκτική θεραπεία και μακροχρόνια τακτική παρακολούθηση του ασθενούς».
Ο Δρ Πούλιας παραθέτει τα πέντε πράγματα που όλοι πρέπει να ξέρουν για τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου.
1. Έχει πολλά ύποπτα συμπτώματα
Το πιο συχνό σύμπτωμα είναι η αιματουρία, δηλαδή το αίμα ή τα πήγματα αίματος στα ούρα. Η αιματουρία εκδηλώνεται σε 8-9 στους 10 πάσχοντες από καρκίνο της ουροδόχου κύστης και στα αρχικά στάδια της νόσου είναι ανώδυνη.
Μερικοί ασθενείς, ωστόσο, έχουν και άλλα συμπτώματα, όπως πόνο κατά την ούρηση (δυσουρία) ή αίσθημα καύσου (κάψιμο) κατά την ούρηση, συχνουρία, αδύναμη ροή ούρων ή ακόμα και πλήρη διακοπή της ούρησης (επίσχεση ούρων), κολικό νεφρού ή ακόμα και συχνές ουρολοιμώξεις.
Όποιος έχει τέτοιου είδους συμπτώματα δεν θα πάσχει αυτομάτως από καρκίνο, αλλά πρέπει να εξεταστεί αυτή η πιθανότητα, οπότε απαιτείται ιατρική συμβουλή. Ακόμα και ένα περιστατικό αιματουρίας να έχει κάποιος, πρέπει να συμβουλευτεί γιατρό.
2. Έχει υψηλά ποσοστά υποτροπής
Επειδή ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης προκαλεί αιματουρία ή άλλα συμπτώματα από το ουροποιητικό, στο τουλάχιστον 70% των περιπτώσεων ανιχνεύεται σε αρχικά στάδια, δηλαδή όταν ακόμα περιορίζεται στο σημείο της κύστης όπου αναπτύχθηκε.
Ωστόσο, σε ποσοστό έως και 78% αυτών των ασθενών, ο καρκίνος θα υποτροπιάσει μετά τη θεραπεία, επομένως απαιτείται προληπτικός επανέλεγχος από τον ουρολόγο γιατρό για πολλά χρόνια μετά την αρχική διάγνωση και θεραπεία.
3. Ηλικία και κάπνισμα παίζουν ρόλο
Οι 9 στους 10 πάσχοντες από καρκίνο της ουροδόχου κύστης έχουν ηλικία άνω των 55 ετών και πολλοί από αυτούς είναι ή υπήρξαν καπνιστές. Στην πραγματικότητα, πιστεύεται ότι το κάπνισμα ευθύνεται για τουλάχιστον 1 στα 2 κρούσματα καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου (ACS) αναφέρει ότι οι άνδρες που δεν καπνίζουν έχουν λιγότερες από 4 στις 100 πιθανότητες να εκδηλώσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Οι καπνιστές όμως έχουν 11,5% πιθανότητες να παρουσιάσουν τη νόσο.
Αντίστοιχα, οι μη καπνίστριες έχουν 1% πιθανότητες να νοσήσουν με καρκίνο της ουροδόχου κύστης, αλλά οι καπνίστριες 3,5%.
4. Ορισμένα επαγγέλματα είναι υψηλού κινδύνου για την εμφάνισή του
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι μία από τις μορφές καρκίνου που συνήθως εκδηλώνεται έπειτα από τη μακροχρόνια έκθεση σε καρκινογόνα μέσω της εισπνοής, της κατάποσης ή της επαφής με το δέρμα.
Έτσι, οι εργαζόμενοι σε βιομηχανίες που χρησιμοποιούν ορισμένα χημικά (π.χ. αρωματικές αμίνες, πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες κ.ά.) έχουν περισσότερες πιθανότητες να τον παρουσιάσουν απ’ ό,τι ο γενικός πληθυσμός.
Αυξημένο κίνδυνο διατρέχουν οι εργαζόμενοι στις βιομηχανίες καπνού, χρωστικών υλών, καουτσούκ, δέρματος, εκτύπωσης, προϊόντων κομμωτικής, μετάλλου, αλουμινίου, πετρελαίου, οι ηλεκτρολόγοι, οι μηχανικοί, οι νοσηλευτές, οι σερβιτόροι κ.ά.
5. Η πρόγνωσή του είναι καλή, αλλά...
Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης συνήθως ανιχνεύεται σε αρχικό στάδιο, έχει πολύ καλή πρόγνωση. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 65% των ασθενών επιζούν επί 15 χρόνια μετά τη διάγνωση.
Αν, όμως, οι ασθενείς εξακολουθήσουν να εκτίθενται σε καρκινογόνους παράγοντες (π.χ. τσιγάρο, χημικά), αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος υποτροπής και η πρόγνωσή τους είναι δυσμενέστερη.