Αναδημοσίευση από: mnovakopoulos.blogspot.gr
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Το Μακεδονικό ζήτημα, η διαμάχη δηλαδή για την ταυτότητα και τη κυριαρχία στη Μακεδονία ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη, κρατά ήδη πάνω από 150 χρόνια. Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του, η οποία κρατά μέχρι σήμερα και προκαλεί εντάσεις μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, είναι αυτή της μακεδονικής εθνότητας. Η διεκδίκηση δηλαδή από μεριάς των Σλάβων των Σκοπίων, πως όχι μόνο αποτελούν ξεχωριστό έθνος από τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, αλλά πως είναι Μακεδόνες, ο κατ’ εξοχήν λαός δηλαδή που έχει δικαιώματα στην περιοχή. Η υπόθεση πως αυτοί οι «Μακεδόνες» έχουν οποιαδήποτε σχέση με την αρχαία Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου στερείται σοβαρότητας και την έχουμε συζητήσει στο προηγούμενο βίντεο. Σήμερα θα μιλήσουμε πως, μέσα από τις αναδιατάξεις που προκάλεσε η άνοδος του βαλκανικού εθνικισμού, η αποσύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η επικράτηση του κομουνισμού στη Γιουγκοσλαβία, οδηγηθήκαμε στο σημερινό μακεδονικό πρόβλημα.
Εν αρχή ην η Οθωμανική Μακεδονία. Μετά την επανάσταση του 1821 και την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδος, τα χριστιανικά έθνη των Βαλκανίων άρχισαν να αφυπνίζονται και να διεκδικούν την ελευθερία τους για τους Τούρκους. Ειδικά μετά τη βουλγαρική εξέγερση του 1876 και τον ακόλουθο Ρωσοτουρκικό πόλεμο, δημιουργήθηκαν νέα κράτη. Πλέον μαζί με την Ελλάδα και τη Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία μπήκαν στο γεωπολιτικό παιχνίδι του ποιος θα πάρει περισσότερα οθωμανικά εδάφη. Βασικός πυρήνας των οθωμανικών επαρχιών της Ευρώπης ήτα η σημερινή Μακεδονία. Αντίθετα με άλλες περιοχές που είχαν πιο σαφή εθνοτική σύσταση, η Μακεδονία ήταν απίστευτα ανάμικτη φυλετικά, γλωσσικά και θρησκευτικά. Αιώνες εποικισμών, μετακινήσεων πληθυσμών, σφαγών και εξισλαμισμών είχαν κάνει παρελθόν την καθαρά ελληνική αρχαία Μακεδονία, ακόμη και τη μεσαιωνική που επικρατούσαν Ρωμιοί Έλληνες και Σλάβοι. Το ένα τρίτο του πληθυσμού ήταν μουσουλμάνοι, που ζούσαν κυρίως στις πόλεις και σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι Έλληνες συγκεντρώνονταν στο νότιο τμήμα της Μακεδονίας, στα παράλια και σε ορισμένες πόλεις. Διάσπαρτες βρίσκονταν κοινότητες Εβραίων και Βλάχων. Ένα μεγάλο όμως τμήμα του μακεδονικού πληθυσμού ήταν σλαβόφωνο.
Σε μια εποχή πριν τη διάδοση του εθνικισμού και της εθνικής παιδείας, οι άνθρωποι αυτοπροσδιορίζονταν κυρίως με τον τόπο καταγωγής και τη θρησκεία. Όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν απλώς Ρουμ, Ρωμιοί, δηλαδή, Βυζαντινοί. Οι Έλληνες, που είχαν από πιο νωρίς δικό τους κράτους, ήλεγχαν την Εκκλησία και είχαν υψηλότερο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, ανέπτυξαν ιδιαίτερη εθνική συνείδηση βάσει της Μεγάλης Ιδέας. Η κατάσταση όμως για τον μέσο χριστιανό χωρικό της Μακεδονίας ήταν πιο περίπλοκη:
“Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην-μίγδην κάτω από τον βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά και ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες.
Όπως και στα Βυζαντινά χρόνια, οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο - τις δύο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν την μακεδονική μονάχα. Όταν όμως οι Βούλγαροι κήρυξαν την εκκλησιαστική τους ανεξαρτησία, και αναγνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη αρχηγός της βουλγάρικης εκκλησίας ο Έξαρχος αντί του Πατριάρχη, και όταν η σύνοδος του 1872 κήρυξε σχισματικούς τους Βούλγαρους, χωρίστηκε η Μακεδονία σε Πατριαρχικούς Έλληνες κι Εξαρχικούς Βούλγαρους, χωρίστηκαν και οι συντοπίτες, οι συγχωρίτες - ακόμα και οι οικογένειες.”
Με τη δημιουργία βουλγαρικού κράτους και ανεξάρτητης Βουλγαρικής εκκλησίας τη δεκαετία του 1870, ξεκίνησε ένας άγριος ανταγωνισμός μεταξύ Αθήνας και Σόφιας για το ποιος θα πάρει την Μακεδονία. Ο ανταγωνισμός επικεντρώθηκε στον έλεγχο των σχολείων και των εκκλησιών στις σλαβόφωνες περιοχές, όπου η εθνική προπαγάνδα κάθε χώρας προσπαθούσε να προσεταιριστεί τους ρευστοσυνείδητους πληθυσμούς. Οι Βούλγαροι διαφήμιζαν την κοινή σλαβική γλώσσα, οι Έλληνες την πίστη στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα πολλοί αντάρτες άλλαξαν επανειλημμένα στρατόπεδο. Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων Μακεδονομάχων ήταν σλαβόφωνο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον καπετάν Κώτα Χρήστου, ο οποίος πριν τον εκτελέσουν οι Τούρκοι φώναξε «Ελευθερία ή θάνατος, ζήτω Ελλάδα» …στα σλαβικά, γιατί δε γνώριζε ελληνικά. Σώζονται δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας που υμνούν τους Μακεδονομάχους και υβρίζουν τους Βούλγαρους… στα βουλγάρικα.
Την εποχή εκείνη και οι Έλληνες και οι Βούλγαροι άρχισαν να χρησιμοποιούν την ταυτότητα του Μακεδόνα, για τους δικούς τους λόγους. Οι Βούλγαροι από τη μία μεριά, που αναγνώριζαν πως η Μακεδονία ήταν υπερβολικά πολυεθνική για να τη διεκδικήσουν όλη, προπαγάνδισαν την αυτονόμηση της Μακεδονίας στο όνομα όλων των χριστιανών, με την προοπτική αργότερα να την προσαρτήσουν. Με αυτό το πνεύμα έγινε το 1905 η επανάσταση του Ίλιντεν στην περιοχή των σημερινών Σκοπίων. Η Δημοκρατία του Κρουσόβου κράτησε λίγες μέρες πριν καταστραφεί από τους Τούρκους, έσπειρε όμως τη ιδέα ενός μακεδονικού κράτους: για αυτόν τον λόγο οι Σκοπιανοί τιμούν τα γεγονότα ως εθνική εορτή.
Οι Έλληνες είχαν μία άλλη ιδέα. Το βουλγαρικό επιχείρημα της κοινής σλαβικής καταγωγής ήταν πολύ ισχυρό για πολλούς κατοίκους της Μακεδονίας. Πως θα το υπερνικούσε η Ελλάδα αυτό; Μα φυσικά παίζοντας το χαρτί των αρχαίων προγόνων. Το ελληνικό κράτος διένειμε φυλλάδια στη σλαβική γλώσσα λέγονταν στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας πως δεν είναι Βούλγαροι, αλλά Μακεδόνες απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ξέχασαν την ελληνική τους γλώσσα λόγω κατάκτησης. Σε αρκετές περιπτώσεις έκτοτε το ελληνικό κράτος αναγνώρισε την ύπαρξη Μακεδόνων (με πιο τρανταχτό παράδειγμα την απογραφή του 1920), ή Σλαβομακεδόνων, όχι βέβαια με τον τρόπο που το λένε οι σημερινοί Σκοπιανοί, αλλά με την ιδέα πως οι Σλάβοι της Μακεδονίας είναι κατά βάθος κι αυτοί Έλληνες.
Από την άλλη πολλοί Σλάβοι της περιοχής, χωρίς να θέλουν να ταυτιστούν ούτε με τους Σέρβους, ούτε με τους Βούλγαρους, ούτε με τους Έλληνες, άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδόνας. Μαρτυρεί ο Στρατής Μυριβίλης για τους κατοίκους των περιχώρων του Μοναστηρίου (το ίδιο ήταν ελληνίζουσα πόλη), σημερινού Μπίτολα των Σκοπίων:
"Τούτοι εδώ οι χωριάτες μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βουργάροι. Τους πρώτους τους μισούν γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και τους Βουργάρους τους μισούν γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μας δέχουνται με κάποια συμπαθητικιά περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σε τούτον τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. Ύστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους που ‘ναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι γραμμένα πάνου στα παλιά σκεβρωμένα κονίσματά τους, γύρω απ’ τ’ άγρια ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου και μέσα στα κιτρινισμένα Βαγγέλια. Μολαταύτα δε θέλουν να ‘ναι μήτε Μπουλγκάρ μήτε Σρρπ (= Σέρβοι) μήτε Γκρρτς (= Έλληνες). Μονάχα Μακεντών ορτοντόξ."
Βέβαια ο όρος χρησιμοποιείτο με τη γεωγραφική έννοια, όμως αυτή η τάση λειτούργησε ως η μαγιά για τον μελλοντικό ψευδομακεδονικό εθνικισμό.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με τους Βαλκανικού πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο, η Ελλάδα πήρε τη Μακεδονία μαζί με την πολυπόθητη Θεσσαλονίκη, ενώ με τις ανταλλαγές πληθυσμών μείωσε πολύ τον αριθμό των μειονοτήτων. Παρά την απομάκρυνση όμως 300.000 μουσουλμάνων και 80.000 Βουλγάρων, παρέμεναν ακόμη 150.000 Σλάβοι, σύμφωνα τουλάχιστον με τις μυστικές απογραφές του ελληνικού κράτους. Από αυτούς περίπου οι μισοί ανήκαν στο πατριαρχείο, είχαν δηλαδή ελληνική συνείδηση σε γενικές γραμμές, και οι υπόλοιποι στην βουλγαρική εκκλησία.
Στο Μεσοπόλεμο μπήκε άλλος ένας παράγοντας στη μέση: ο κομουνισμός. Καθώς η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία θεωρούνταν καπιταλιστικά και αντιδραστικά κράτη, η Σοβιετική Ένωση και η Κομουνιστική Διεθνής υιοθέτησαν την ιδέα του ξεχωριστού μακεδονικού έθνους, το οποίο καταπίεζαν τα παραπάνω κράτη. Και οι τρεις χώρες απέρριψαν αυτήν τη ιδέα, προσπαθώντας να αφομοιώσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς. Σε μια προσπάθεια να αμβλύνει τα εθνικιστικά συαισθήματα, η Γιουγκοσλαβία κατάργησε όλα τα εθνικά ονόματα (Σερβία, Βοσνία, Κροατία) και ονόμασε τις επαρχίες της με βάσει τα ποτάμια τους. Τα σημερινά Σκόπια ονομάστηκαν Βαρντάσκα Μπανόβινα, δηλαδή επαρχία του ποταμού Βαρδάρη. Η θέση για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» επηρέασε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, οδηγώντας στη στενή συνεργασία κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, του ΕΑΜ με σλαβικές αντάρτικες οργανώσεις, οι οποίες πολεμούσαν για την αυτονόμηση τους από την ελληνική Μακεδονία, ακόμη και για ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την εξουσία στη Γιουγκοσλαβία πήραν οι κομουνιστές υπό τον Κροατοεβραίο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο. Καθώς η συμμετοχή και μετέπειτα ήταν της Βουλγαρίας στο πλευρό του Άξονα είχε οδηγήσει σε κατάρρευση τη βουλγαρική συνείδηση των Σλάβων των Σκοπίων, ο Τίτο αποφάσισε να καλλιεργήσει την ιδέα του μακεδονισμού. Ακολουθώντας την κομουνιστική ιδέα περί καταπιεσμένου Μακεδονικού έθνους ο Τίτο προέβαλε εδαφικές διεκδικήσεις ενάντια στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα. Αποκαλυπτικό είναι το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Η (αμερικανική) κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές όπως μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «πατρίδα» ή μακεδονική «συνείδηση» συνιστούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας»
Οι γιουγκοσλαβικές προκλήσεις είχαν μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, αφού πολλοί αντάρτες του ΚΚΕ ήταν σλαβόφωνοι. Με την ήττα των κομουνιστών το 1949 ένα μεγάλο μέρος της σλαβόφωνης μειονότητας της Ελλάδας κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.
Ο Τίτο δε σταμάτησε εκεί. Δημιούργησε ξεχωριστή «μακεδονική» εκκλησία», άλλαξε τη σλαβική διάλεκτο των Σκοπίων για να διαφέρει από τα βουλγαρικά και να την κάνει ξεχωριστή γλώσσα, καλλιέργησε διεκδικήσεις απέναντι στη Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία του Αιγαίου, ενώ προπαγάνδισε το γνωστό μύθο πως οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, αλλά πρόγονοι των σημερινών Σκοπιανών. Η Ελλάδα όμως τι έκανε για όλα αυτά;
Δυστυχώς, τίποτα. Μετά το 1950 η Γιουγκοσλαβία διέκοψε σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και άρχισε να προσεγγίζει τις ΗΠΑ. Με αμερικανική παρότρυνση η Ελλάδα ανέπτυξε επαφές με τον Τίτο, κάνοντας τα στραβά μάτια στη μακεδονική υπόθεση, ακόμη και υιοθετώντας το γιουγκοσλαβικό λεξιλόγιο περί Μακεδονίας. Αποτέλεσμα ήτα όταν μετά το 1991 διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και ξεφύτρωσε το σημερινό κράτος των Σκοπίων, να πιαστούμε απροετοίμαστοι.
Από πού προέκυψε λοιπόν η ιδέα του Μακεδονικού έθνους; Προήλθε από παρενέργειες της βουλγαρικής και ελληνικής προπαγάνδας στους Σλάβους της περιοχής και από συγκεκριμένο πολιτικό πρότζεκτ της κομουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Μπορεί να θεωρηθούν οι Σλάβοι των Σκοπίων ξεχωριστή εθνότητα, και ακόμη περισσότερο μακεδονική; Κατηγορηματικά όχι: για όλη τους την ύπαρξη σχεδόν υπήρξαν είτε πληθυσμός με ρευστή και ασαφή συνείδηση, είτε προσαρτημένος στο λαό των Βουλγάρων. Δεν είναι τυχαίο που οι Σκοπιανοί παραχαράσσουν εκτός από την ελληνική και τη βουλγαρική ιστορία, διεκδικώντας προσωπικότητες όπως ο τσάρος Σαμουήλ και ο άγιος Ναούμ της Αχρίδας. Τα πράγματα είναι τόσο προφανή που η αναίρεση των ψευδών γίνεται γελοία: τον τσάρο Σαμουήλ νίκησε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, όχι ο Μακεδονοκτόνος.
Ο Τίτο δε σταμάτησε εκεί. Δημιούργησε ξεχωριστή «μακεδονική» εκκλησία», άλλαξε τη σλαβική διάλεκτο των Σκοπίων για να διαφέρει από τα βουλγαρικά και να την κάνει ξεχωριστή γλώσσα, καλλιέργησε διεκδικήσεις απέναντι στη Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία του Αιγαίου, ενώ προπαγάνδισε το γνωστό μύθο πως οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, αλλά πρόγονοι των σημερινών Σκοπιανών. Η Ελλάδα όμως τι έκανε για όλα αυτά;
Δυστυχώς, τίποτα. Μετά το 1950 η Γιουγκοσλαβία διέκοψε σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και άρχισε να προσεγγίζει τις ΗΠΑ. Με αμερικανική παρότρυνση η Ελλάδα ανέπτυξε επαφές με τον Τίτο, κάνοντας τα στραβά μάτια στη μακεδονική υπόθεση, ακόμη και υιοθετώντας το γιουγκοσλαβικό λεξιλόγιο περί Μακεδονίας. Αποτέλεσμα ήτα όταν μετά το 1991 διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και ξεφύτρωσε το σημερινό κράτος των Σκοπίων, να πιαστούμε απροετοίμαστοι.
Από πού προέκυψε λοιπόν η ιδέα του Μακεδονικού έθνους; Προήλθε από παρενέργειες της βουλγαρικής και ελληνικής προπαγάνδας στους Σλάβους της περιοχής και από συγκεκριμένο πολιτικό πρότζεκτ της κομουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Μπορεί να θεωρηθούν οι Σλάβοι των Σκοπίων ξεχωριστή εθνότητα, και ακόμη περισσότερο μακεδονική; Κατηγορηματικά όχι: για όλη τους την ύπαρξη σχεδόν υπήρξαν είτε πληθυσμός με ρευστή και ασαφή συνείδηση, είτε προσαρτημένος στο λαό των Βουλγάρων. Δεν είναι τυχαίο που οι Σκοπιανοί παραχαράσσουν εκτός από την ελληνική και τη βουλγαρική ιστορία, διεκδικώντας προσωπικότητες όπως ο τσάρος Σαμουήλ και ο άγιος Ναούμ της Αχρίδας. Τα πράγματα είναι τόσο προφανή που η αναίρεση των ψευδών γίνεται γελοία: τον τσάρο Σαμουήλ νίκησε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, όχι ο Μακεδονοκτόνος.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ
Περισσότερα βίντεο στο cognoscoteam.gr
* Ο Μάριος Νοβακόπουλος είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι εξωτερικός συνεργάτης του περιοδικού "Στρατιωτική Ιστορία" (εκδόσεις Γνώμων), ενώ υπήρξε βοηθός αρχισυντάκτη του περιοδικού "Νέα Πολιτική" (εκδόσεις Παπαζήση). Έχει συνεργαστεί και δημοσιεύσει σε ιστοσελίδες έρευνας, ενημέρωσης και γνώμης με αντικείμενο τις διεθνείς σχέσεις, τη γεωπολιτική, την ιστορία και τη θρησκεία. Γνωρίζει άπταιστα αγγλικά και μαθαίνει ιταλικά. Ζει στην Αθήνα