Το 1986 την καγκελόπορτα των εγκαταστάσεων της Παιανίας περνά ένα ψηλόλιγνο παιδί με φουντωτό μαλλί. Ο Παναθηναϊκός μόλις είχε κατακτήσει το νταμπλ στην Ελλάδα και κάτι παραπάνω από ένα χρόνο πριν είχε φτάσει να διεκδικεί το Κύπελλο Πρωταθλητριών, σταματώντας μόνο στα ημιτελικά, όπου το εμπόδιο της Λίβερπουλ του στέρησε έναν δεύτερο τελικό.
Αναδημοσίευση από: menshouse.gr
Στις συνθήκες ενός τόσου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος κλήθηκε να αντεπεξέλθει ο Πάρις Γεωργακόπουλος. Ένας παίκτης που θα μπορούσε να είχε γράψει τη δική του ιστορία εάν έβλεπε το ποδόσφαιρο με άλλο μάτι. Αλλά εκείνος ο -τότε- πιτσιρικάς δεν ήταν από αυτούς που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στο χώρο εκείνη την εποχή.
Διαφορετικός από την αρχή
Ο Γεωργακόπουλος από την αρχή της καριέρας του λες και βάλθηκε να γκρεμίσει το στερεότυπο που έχουμε στο μυαλό μας για τους ποδοσφαιριστές. Ειδικά όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ’80. Προερχόμενος από αστική οικογένεια, γιος ανώτατου δικαστικού από την Πάτρα, μοιάζει αταίριαστος με τη λαϊκότητα που κουβαλά το ίδιο το παιχνίδι. Ίσως και εξαιτίας αυτού, αναγνωρίζει κανείς και μια κάποια αίσθηση ανωτερότητας που βγαίνει και στο αγωνιστικό στυλ του.
Παίζει με το κεφάλι ψηλά, είναι σπουδαίος τεχνίτης, μιλά σπάνια εκτός γηπέδου και αφήνει τα έργα του μέσα σε αυτό να το κάνουν. Στην Παναχαϊκή, όπου υπογράφει το πρώτο συμβόλαιό του, βρίσκει δάσκαλο τον Δαβουρλή και στο χορτάρι προσπαθεί να αντιγράψει έναν άλλο μεγάλο. Τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Το αριστερό πόδι του Πάρη έρχεται να συνδέσει εκείνο του «Βάσια» με αυτό που θα κυριαρχήσει λίγα χρόνια αργότερα. Του Βασίλη Τσιάρτα. Και κάπου εκεί, κοντά σε τέτοια ονόματα, θα είχε τοποθετήσει -πιθανότατα- η ιστορία τον Πατρινό, εάν είχε προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο το σπορ.
Όλοι οι «μεγάλοι» στα πόδια του
Ωστόσο ήταν ένας άλλος αριστεροπόδαρος που αποτέλεσε το πρώτο εμπόδιο για τον Γεωργακόπουλο. Επρόκειτο για τον Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος είχε πάρει τη φανέλα του δημιουργικού χαφ των πρασίνων… σπίτι του. Ίσως κι επειδή ήταν από παιδί οπαδός του τριφυλλιού, ο νεαρός έδειξε υπομονή. Άλλωστε είχε αποδείξει ήδη την προτίμησή του στην ομάδα, φτάνοντας σε συμφωνία μαζί της. Λέγοντας παράλληλα «όχι» στην πολύ καλύτερη -οικονομικά- πρόταση της ΑΕΚ, αλλά και στον Ολυμπιακό, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σταύρος Νταϊφάς προσπάθησε με προσωπική επικοινωνία να τον μεταπείσει.
Η καρδιά του Γεωργακόπουλου έλεγε «Παναθηναϊκός», το αγωνιστικό στυλ του Γεωργακόπουλου υποδήλωνε «Παναθηναϊκός», ακόμη και το background ή οι καταβολές του συμφωνούσαν πως το μέλλον του ήταν η ομάδα που εξέφραζε κατά κύριο λόγο την αστική τάξη του τόπου.
Η προειδοποιητική βολή
Μετά από μια μέτρια διετία, με λίγες συγκριτικά με το ταλέντο του συμμετοχές, ο Γεωργακόπουλος δείχνει εκείνο το στοιχείο του χαρακτήρα του που αργότερα θα τον οδηγήσει μακριά από το άθλημα. Δείχνει να αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι προπονητές με τους οποίους συνεργάζεται. Υπάρχει ένα ολοφάνερο έλλειμμα επικοινωνίας που είχε ως αποτέλεσμα μόλις 17 παιχνίδια (κυρίως ως αλλαγή) μέσα σε δύο χρόνια. Αφήνει την ομάδα για σχεδόν ένα εξάμηνο κι επιστρέφει τον Δεκέμβρη, ξεκινώντας ατομική μίνι προετοιμασία. Έτοιμος να διεκδικήσει αυτό που του ανήκει. Ο Μπένγκστον (ο Σουηδός προπονητής του τριφυλλιού) του δίνει θέση βασικού, κάτι που δεν αλλάζει ακόμη κι όταν εκείνος αποτελέσει παρελθόν για τον σύλλογο. Αντίθετα, ο Πάρις είναι το μέλλον.
Μετά από αυτή την «προειδοποιητική βολή» ο Πατρινός ποδοσφαιριστής, που στο μεταξύ έχει βάλει στην άκρη τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην μπάλα. Με το δικό του, σαγηνευτικό στυλ (κοφτές ντρίπλες, σαραντάρες μπαλιές, λόμπες) «μιλά» στην κερκίδα, που βλέπει στο πρόσωπό του έναν νέο ηγέτη. Έναν διάδοχο των Ζάετς και Ρότσα. Έναν τύπο που ξέρει μπάλα. Εκείνη την περίοδο καταφέρνει να φτάσει μέχρι και την Εθνική Ελλάδας. Τίποτα δεν προμηνύει αυτό που θα συνέβαινε το 1991.
Το ραντεβού με τον Βαρδινογιάννη
Τότε ο Γεωργακόπουλος βάδιζε στα 26. Στην πιο ώριμη -ποδοσφαιρικά- ηλικία. Για ένα δημιουργικό χαφ αυτά που έρχονταν ήταν τα καλύτερα χρόνια. Εντελώς συμπτωματικά το επόμενο καλοκαίρι θα έληγε το συμβόλαιό του. Και τότε επισκέπτεται το γραφείο του Γιώργου Βαρδινογιάννη για τις συζητήσεις ανανέωσης.
Λέγεται ότι κάθε φορά που ο «Καπετάνιος» άκουγε τις απαιτήσεις των παικτών, απαντούσε με το περίφημο «ξέρεις πόσα παίρνει ο Βαζέχα»; Είναι άγνωστο το αν ο Πάρις γνώριζε τις απολαβές του συμπαίκτη του, αλλά το σίγουρο είναι πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος από την προσφορά που του έγινε. Για συμβόλαιο 5ετούς διάρκειας 75 εκατομμύρια δραχμές. Η πρόταση δεν έγινε αποδεκτή και κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ο Γεωργακόπουλος έκλεισε και την πόρτα του ποδοσφαίρου.
Δέσμιοι των κανονισμών οι ποδοσφαιριστές
Σήμερα ουσιαστικά οι ποδοσφαιριστές με τους μάνατζέρ τους έχουν σχεδόν πάντα το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Τότε οι συσχετισμοί ήταν εντελώς διαφορετικοί καθώς οι κανονισμοί ήταν τέτοιοι που τους έδεναν για μια ομάδα. Ο Βαρδινογιάννης προχώρησε σε μονομερή πενταετή ανανέωση, όπως είχε το δικαίωμα. Κάθε μήνα κατέθετε το προβλεπόμενο ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κι έτσι ο Γεωργακόπουλος δεν είχε δικαίωμα προσφυγής. Το μέλλον του ήταν προδιαγεγραμμένο και μακριά από την μπάλα.
Έτσι κι αλλιώς, όμως, την ίδια άποψη είχε και ο ίδιος ο πρώην –πια- ποδοσφαιριστής. Όπως αποκάλυψε και σε συνέντευξή του, το πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο του τριφυλλιού δεν ήταν οικονομικό. Απλά ήθελε τριετές και όχι πενταετές συμβόλαιο. Κάποιες εφημερίδες τότε έγραψαν για επιθυμία του να παίξει στο εξωτερικό. Υπήρξε και μια υποτιθέμενη προσφορά ύψους 150 εκατ. δραχμών από τον ΟΣΦΠ του Κόκκαλη στη συνέχεια, την οποία απέρριψε ο Βαρδινογιάννης. Για ένα παίκτη του οποίου είχε «καρφώσει» το δελτίο στα αποδυτήρια αξίωνε σχεδόν μισό δις!
Ο Γεωργακόπουλος είχε αποφασίσει πως θα σταματούσε την μπάλα πριν κλείσει τα 30. Ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού, όπως κι έγινε. Επέστρεψε στην πατρίδα του την Πάτρα κι εξάσκησε με επιτυχία το επάγγελμά του.
Την επόμενη φορά που το όνομά του ενεπλάκη σε σοβαρά σενάρια με το χώρο του ποδοσφαίρου, το ημερολόγιο έγραφε 2008. Αποτέλεσε την επιλογή της (ποδοσφαιρικής) αντιπολίτευσης για τις εκλογές της ΕΠΟ. Λίγο πριν τη διενέργειά τους αποσύρθηκε η υποψηφιότητά του. Το αποτέλεσμα μετά από μερικές μέρες 46-1 υπέρ του Βασίλη Γκαγκάτση. Αυτό το ποδόσφαιρο, τελικά, ποτέ δεν ταίριαξε με εκείνον τον παράξενο ταξιδιώτη…