Από: Ιστορίες από τη δεκαετία του 40
Στο βιβλίο «Γυναίκες στην Αντίσταση» διηγείται πώς ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1944 το μεγάλο ταλέντο του Βασίλη Λογοθετίδη, στο έργο του Δημήτρη Μπόγρη «Φουσκοθαλασσιές», όχι μόνο διέσωσε την παράσταση κι απέφυγε τη στοχοποίηση του θεάτρου, αλλά γλίτωσε και την ίδια από τυχόν «κάρφωμα» στους Γερμανούς.
«Έπρεπε να βγω στη σκηνή με ένα δίσκο που είχε μέσα γράμματα. Εγώ στο καμαρίνι μου τύπωνα τις προκηρύξεις ξένοιαστη και ήσυχη, όπως πάντα, ότι ο τσιλιαδόρος θα με ειδοποιήσει. Εκείνο το βράδυ τσίλιας ήτανε ο συνάδελφος Νάσος Κεδράκας.
Ο τσίλιας όμως ξεχάστηκε, δεν με ειδοποίησε και γίνεται στη σκηνή ένα τεράστιο χάσμα που μόνο ο έμπειρος Λογοθετίδης – με αυτόν είχα σκηνή – μπορούσε να το καλύψει, λέγοντας δικά του λόγια έξω από το κείμενο του έργου. Για πόσο όμως;
Κάποια στιγμή ακούω έντονες σιγανές φωνές, μα πολύ έντονες.
– Παπαδούκα … Παπαδούκα. . .
Κατάλαβα τι είχε γίνει. Είχα προξενήσει χάσμα! Με το «Παπαδούκα» που έφτασε στ’ αυτιά μου πετιέμαι τρέχοντας και κουτρουβαλώντας τα σκαλοπάτια (τα καμαρίνια ήτανε ψηλά) για τη σκηνή, ενώ συγχρόνως, όπως κατέβαινα, έβαζα τα τρικάκια στο στήθος μου και με τα χέρια μου – που ήτανε γεμάτα από το τυπογραφικό μελάνι και από την ταραχή μου δεν το είχα προσέξει – διόρθωνα τα μαλλιά μου και..φρεσκάριζα το πρόσωπο να στρώσω τις πούδρες του μακιγιάζ. Παίρνω το δίσκο με τα γράμματα που μου ‘δωσε ο φροντιστής που με περίμενε στην κουΐντα και λαχανιασμένη βγαίνω στη σκηνή… Από την ταραχή μου όμως, δεν ξέρω κι εγώ πώς, ανοίγει ο μπούστος μου, ξεχύνονται τα τρικάκια από το στήθος μου κι απλώνονται χάμω στη σκηνή, χωρίς να μπορέσω ούτε λέξη να πω από το ρόλο μου. Είχα χάσει τη μιλιά μου από το πάθημά μου.
– Εσύ με τα ραβασάκια σου θα μας κάψεις. Κι εσύ θα καείς και θα μας κάψεις. Τι ραβασάκια και κακό ειν’ τούτο. Άλλη δουλειά δεν κάνετε, γράφετε γράφετε…Για ξεκουράστε και λίγο τα χεράκια σας, μην το μάθει η κυρά και χάθηκες και χαθήκαμε όλοι! Ερωτιάρηδες! Θα σας το φάει το κεφάλι ο έρωτας!
Είπε και άλλα σχετικά δε θυμάμαι. Μου τα ξαναβάζει στο στήθος
– Κρύφτα. Κρύφτα μην τα δει η «κυρά»!
Με κοιτάζει στο πρόσωπο:
-Τι χάλια ειν’ αυτά μωρή; Άε πλύσου. Χάσου και πλύσου!
Έτσι, με τους σωτήριους αυτοσχεδιασμούς του Λογοθετίδη και με μια χτυπιά στον πισινό, παίχτηκε η σκηνή και καταχειροκροτήθηκε – φτιάχτηκε επί σκηνής, μα ήταν «αληθινή» αυτή η σκηνή.
Οι θεατές, βέβαια, ούτε πήρανε είδηση απ’ ότι είχε πραγματικά γίνει. Φάνηκε σα να ήτανε στο έργο η κωμικοτραγική – για ‘κείνη την εποχή – σκηνή. Στην περίσταση εκείνη αποφύγαµε λοιπόν χτυπήματα από τους καταχτητές χάρη στην ετοιμότητα, την εξυπνάδα και την πείρα του μεγάλου εκείνου κωμικού, του Λογοθετίδη, που ήξερε τις εαµικές δραστηριότητες των ηθοποιών του θιάσου, όπως και όλων των ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου, που τίποτα δεν μπορούσε να τις αναχαιτίσει».
Η ηθοποιός Ολυμπία Παπαδούκα ήταν μέλος του ΚΚΕ, υπεύθυνη διαφώτισης του ΕΑΜ για τους ηθοποιούς, συμμετείχε στις εμφύλιες μάχες των Δεκεμβριανών και φυλακίστηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ από το 1948 έως το 1952.
Στη διάρκεια της κατοχής έκρυβε στο θέατρο Ρεξ, όπου έπαιζε, έναν μικρό πολύγραφο στον οποίο τύπωνε προκηρύξεις με κίνδυνο για τη ζωή της, αλλά και για όλους τους συντελεστές της παράστασης.Στο βιβλίο «Γυναίκες στην Αντίσταση» διηγείται πώς ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1944 το μεγάλο ταλέντο του Βασίλη Λογοθετίδη, στο έργο του Δημήτρη Μπόγρη «Φουσκοθαλασσιές», όχι μόνο διέσωσε την παράσταση κι απέφυγε τη στοχοποίηση του θεάτρου, αλλά γλίτωσε και την ίδια από τυχόν «κάρφωμα» στους Γερμανούς.
«Έπρεπε να βγω στη σκηνή με ένα δίσκο που είχε μέσα γράμματα. Εγώ στο καμαρίνι μου τύπωνα τις προκηρύξεις ξένοιαστη και ήσυχη, όπως πάντα, ότι ο τσιλιαδόρος θα με ειδοποιήσει. Εκείνο το βράδυ τσίλιας ήτανε ο συνάδελφος Νάσος Κεδράκας.
Ο τσίλιας όμως ξεχάστηκε, δεν με ειδοποίησε και γίνεται στη σκηνή ένα τεράστιο χάσμα που μόνο ο έμπειρος Λογοθετίδης – με αυτόν είχα σκηνή – μπορούσε να το καλύψει, λέγοντας δικά του λόγια έξω από το κείμενο του έργου. Για πόσο όμως;
Κάποια στιγμή ακούω έντονες σιγανές φωνές, μα πολύ έντονες.
– Παπαδούκα … Παπαδούκα. . .
Κατάλαβα τι είχε γίνει. Είχα προξενήσει χάσμα! Με το «Παπαδούκα» που έφτασε στ’ αυτιά μου πετιέμαι τρέχοντας και κουτρουβαλώντας τα σκαλοπάτια (τα καμαρίνια ήτανε ψηλά) για τη σκηνή, ενώ συγχρόνως, όπως κατέβαινα, έβαζα τα τρικάκια στο στήθος μου και με τα χέρια μου – που ήτανε γεμάτα από το τυπογραφικό μελάνι και από την ταραχή μου δεν το είχα προσέξει – διόρθωνα τα μαλλιά μου και..φρεσκάριζα το πρόσωπο να στρώσω τις πούδρες του μακιγιάζ. Παίρνω το δίσκο με τα γράμματα που μου ‘δωσε ο φροντιστής που με περίμενε στην κουΐντα και λαχανιασμένη βγαίνω στη σκηνή… Από την ταραχή μου όμως, δεν ξέρω κι εγώ πώς, ανοίγει ο μπούστος μου, ξεχύνονται τα τρικάκια από το στήθος μου κι απλώνονται χάμω στη σκηνή, χωρίς να μπορέσω ούτε λέξη να πω από το ρόλο μου. Είχα χάσει τη μιλιά μου από το πάθημά μου.
Ο αυτοσχεδιασμός του Λογοθετίδη
Ο Λογοθετίδης, έκπληκτος από το θέαμα που παρουσίαζα και τα τρικάκια σκόρπια στη σκηνή, σκύβει, τα μαζεύει λέγοντάς μου:– Εσύ με τα ραβασάκια σου θα μας κάψεις. Κι εσύ θα καείς και θα μας κάψεις. Τι ραβασάκια και κακό ειν’ τούτο. Άλλη δουλειά δεν κάνετε, γράφετε γράφετε…Για ξεκουράστε και λίγο τα χεράκια σας, μην το μάθει η κυρά και χάθηκες και χαθήκαμε όλοι! Ερωτιάρηδες! Θα σας το φάει το κεφάλι ο έρωτας!
Είπε και άλλα σχετικά δε θυμάμαι. Μου τα ξαναβάζει στο στήθος
– Κρύφτα. Κρύφτα μην τα δει η «κυρά»!
Με κοιτάζει στο πρόσωπο:
-Τι χάλια ειν’ αυτά μωρή; Άε πλύσου. Χάσου και πλύσου!
Έτσι, με τους σωτήριους αυτοσχεδιασμούς του Λογοθετίδη και με μια χτυπιά στον πισινό, παίχτηκε η σκηνή και καταχειροκροτήθηκε – φτιάχτηκε επί σκηνής, μα ήταν «αληθινή» αυτή η σκηνή.
Οι θεατές, βέβαια, ούτε πήρανε είδηση απ’ ότι είχε πραγματικά γίνει. Φάνηκε σα να ήτανε στο έργο η κωμικοτραγική – για ‘κείνη την εποχή – σκηνή. Στην περίσταση εκείνη αποφύγαµε λοιπόν χτυπήματα από τους καταχτητές χάρη στην ετοιμότητα, την εξυπνάδα και την πείρα του μεγάλου εκείνου κωμικού, του Λογοθετίδη, που ήξερε τις εαµικές δραστηριότητες των ηθοποιών του θιάσου, όπως και όλων των ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου, που τίποτα δεν μπορούσε να τις αναχαιτίσει».