Η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL) έχει πάρει εδώ και χρόνια το προσωνύμιο «καλή» χοληστερίνη, καθώς συμβάλλει στην απομάκρυνση της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (LDL), η οποία αποκαλείται «κακή» χοληστερίνη, από το κυκλοφορικό σύστημα ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος καρδιοπάθειας.
Από: onmed.gr
Από: onmed.gr
Έτσι, η γενική σύσταση των γιατρών είναι τα επίπεδα της HDL να διατηρούνται υψηλά (τουλάχιστον 60 mg/dL), ενώ της LDL χαμηλά (όχι πάνω από 100 mg/dL).
Πόσο καλή είναι όμως τελικά η «καλή» χοληστερίνη;
Την απάντηση έρχεται να δώσει μια νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση European Heart Journal, σύμφωνα με την οποία η HDL μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Όπως διαπίστωσαν ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης και το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία, με επικεφαλής τον καθηγητή Børge Nordestgaard, τόσο τα πολύ χαμηλά όσο και τα πολύ υψηλά επίπεδα της «καλής» χοληστερίνης ενδέχεται να θέσουν την υγεία σε κίνδυνο.
Το βασικό εύρημα της μελέτης είναι πως οι ακραίες τιμές της HDL χοληστερίνης συνδέονται στενά με τον αυξημένο κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο λόγω λοίμωξης αλλά και με μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου λόγω λοίμωξης.
«Πολυάριθμες μελέτες σε ζώα και καλλιέργειες κυττάρων» αναφέρει ο Christian Medom Madsen, ένας εκ των ερευνητών, «υποδεικνύουν ότι η HDL παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και επομένως στην ευπάθεια σε λοιμώδη νοσήματα, ωστόσο η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που εξετάζει κατά πόσο η HDL συσχετίζεται με τον κίνδυνο λοίμωξης στον γενικό πληθυσμό».
Επικίνδυνη τόσο η χαμηλή όσο και η υψηλή HDL
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές ανέλυσαν τους ιατρικούς φακέλους 106.553 ανθρώπων, εστιάζοντας στα επίπεδα της HDL χοληστερίνης τους και σε τυχόν περιστατικά νοσηλείας λόγω λοίμωξης σε βάθος εξαετίας.
Οι αναλύσεις υπέδειξαν ότι το 21% των συμμετεχόντων με τα χαμηλότερα επίπεδα HDL καθώς και το 8% αυτών που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα HDL ήταν πιθανότερο να νοσήσουν από κάποιο λοιμώδες νόσημα, όπως γαστρεντερίτιδα ή πνευμονία, και να κάνουν εισαγωγή λόγω αυτού στο νοσοκομείο.
Συγκριτικά με τους συμμετέχοντες που είχαν φυσιολογικά επίπεδα HDL, όσοι είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα φάνηκε να διατρέχουν 75% μεγαλύτερο κίνδυνο λοίμωξης, ενώ για όσους είχαν πολύ υψηλή HDL ο κίνδυνος υπολογίστηκε στο 43%.
Οι διαπιστώσεις αυτές προκάλεσαν έκπληξη στους ερευνητές, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε από έντονη ανησυχία όταν σε δεύτερη φάση παρατηρήθηκε και αυξημένος κίνδυνος πρόωρου θανάτου λόγω λοίμωξης μεταξύ όσων είχαν ακραίες τιμές HDL.
Παρά τις ανησυχίες τους, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι προς το παρόν δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα πως υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της «καλής» χοληστερίνης και του κινδύνου λοίμωξης ή θανάτου από λοίμωξη, σε κάθε περίπτωση όμως η μελέτη αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα και σημαντική σχέση που θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.
«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν πως στο μέλλον οι έρευνες για τον ρόλο και τη λειτουργία της HDL χοληστερίνης δεν θα πρέπει να εστιάζουν αποκλειστικά στα καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και στον ρόλο της σε άλλες ασθένειες, όπως τα λοιμώδη νοσήματα» σχολιάζει ο Børge Nordestgaard.