Η αποτελεσματικότητα μίας απειλής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον βαθμό της αξιοπιστίας της, η οποία συνίσταται αφ’ ενός στην εκτίμηση της ικανότητας και αφ’ ετέρου στην εκτίμηση της αποφασιστικότητας του απειλούντος. Αν ο απειλών δεν λάβει σοβαρά υπ’ όψιν ότι η πραγμάτωση της απειλής του είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από την αντίπαλη πλευρά, τότε η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη.
Εξεταζόμενες υπό το πρίσμα του ανωτέρω θεμελιώδους αξιώματος της στρατηγικής, οι δύο σημερινές αντικρουόμενες αναρτήσεις του Αμερικανού Προέδρου στο tweeter αντανακλούν μία τρικυμία εν κρανίω, ενός ανθρώπου που όχι μόνο δεν είναι πραγματικά αποφασισμένος να δώσει εντολή επιθέσεως εναντίον της Συρίας (αν και προφανώς διαθέτει την ικανότητα), αλλά στερείται αυτοπροαίρετης πολιτικής βουλήσεως, όντας απολύτως δέσμιος στις μεθοδεύσεις και στην διαχρονική ατζέντα του αμερικανικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Όταν ένας ηγέτης πλανητικής δυνάμεως αυτοαναιρείται δημοσίως μέσα σε μισή ώρα (στο πρώτο του tweet απειλεί την #Ρωσία με «nice, new and #smart #bombs» και στο δεύτερο αναφέρεται στην ανάγκη συνεργασίας και παύσεως του εξοπλιστικού ανταγωνισμού) όχι μόνο δεν κάνει για «πλανητάρχης», αλλά ούτε για «businessman». Για τον «μπαρουτοκαπνισμένο» Ρώσο, του οποίου η στρατηγική κουλτούρα βασίζεται στο μεθοδικό ψυχογράφημα του αντιπάλου και στην τακτική της στρατηγικής αποτροπής, ο Πρόεδρος Τραμπ όχι μόνο έχει ήδη αξιολογηθεί ως απρόθυμος και δειλός, αλλά έχει αποκαλύψει και τον μεγάλο του φόβο, το ανανεωμένο συμβατικό και πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το οποίο προσφάτως επέδειξε στην διεθνή κοινότητα ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η απορρέουσα αποτρεπτική ισχύς της Ρωσίας έχει αναγκάσει πλέον τους πάντες «να την ακούσουν», αφού οι προειδοποιήσεις του Ρώσου Προέδρου - ήδη από το 2007 στο Μόναχο - φαίνεται πως δεν είχαν έως σήμερα ληφθεί με την δέουσα σοβαρότητα.
Εν αντιθέσει με την αμερικανική ηγεσία, η ρωσική πλευρά, εν προκειμένω, διαθέτει τόσο την ικανότητα, όσο και την αποφασιστικότητα να υλοποιήσει τις δικές της απειλές, πληρώντας και τα δύο κριτήρια της (δυνητικής) αποτελεσματικότητας. Ο Henry Kissinger είχε γράψει πως «μία φαινομενική αδυναμία - από την άποψη της αποτροπής - θα έχει τις ίδιες συνέπειες, όπως μία πραγματική». Η Ρωσία μπορεί να μην έχει εξαλείψει πλήρως τις πραγματικές της αδυναμίες, εν τούτοις το μόνο βέβαιο είναι πως δεν αφήνει πλέον κανένα περιθώριο στους αντιπάλους της να εκμεταλλευτούν κάποια φαινομενική της αδυναμία. Ήδη αρκετοί Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει πως η απάντηση σε ενδεχόμενη αμερικανική/δυτική επίθεση θα είναι αποφασιστική, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις προτίθενται να πλήξουν τόσο τους πυραύλους, όσο και τις πλατφόρμες εκτοξεύσεώς τους (αεροσκάφος/πλοίο). Υπάρχει περίπτωση να μπλοφάρουν; Αυτό το γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε εμείς υπ’ όψιν μας είναι πως μία κίνηση-μπλόφα, η οποία εκλαμβάνεται σοβαρά, είναι πιο χρήσιμη στην αποτροπή από μία ειλικρινή απειλή που ερμηνεύεται από τον αντίπαλο ως μπλόφα.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη Πρόεδρος των Η.Π.Α. είχε την ιστορική ευκαιρία να αναπτύξει μία διορατική και πολυδιάστατη πολιτική συνεργασίας με την Ρωσία και την Κίνα υπέρ της ευημερίας, της προόδου και της ασφαλείας του πλανήτη. Πολλές από τις αρχικές του αποφάσεις κινούνταν σε σωστή κατεύθυνση. Η αμερικανική στρατηγική μονοκρατορία, άλλωστε, αποσυντίθεται και το οριστικό της τέλος επίκειται. Μία πολιτική συνεργασίας, σε έναν κόσμο που αναθεωρείται και λαμβάνει νέα μορφή, θα ήταν η πιο ευφυής απόφαση εκ μέρους της αμερικανικής ηγεσίας, αν είχε θέσει όντως ως προτεραιότητά της την ευημερία του αμερικανικού λαού. Ο Τραμπ όμως επέλεξε να ακολουθήσει την ανορθολογική πορεία των προκατόχων του· να υποκύψει στην «νοοτροπία του μηδενικού αθροίσματος» και να αυτοπαγιδευτεί στον ιστό της «ανίερης σιωνοσαλαφιστικής συμπαιγνίας», η οποία δεν αναγνωρίζει καμμία αξία στην ανθρώπινη ζωή, όχι μόνο του Σύρου ή του Ιρακινού, αλλά ούτε καν του ίδιου του Αμερικανού ή του Εβραίου.
Αν ο Τραμπ τελικώς δώσει εντολή για επίθεση, είναι αυτονόητο πως οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές τόσο για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, όσο (ενδεχομένως) και για όλον τον κόσμο. Αν δεν φανεί συνεπής με την ρητορική του και υποχωρήσει, τότε θα εκτεθεί παγκοσμίως ως αναξιόπιστος και δειλός. Από την μία πλευρά, θα δει την Ρωσία να εδραιώνει έτι περαιτέρω τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα στην Μέση Ανατολή και από την άλλη θα δει την Βρεττανή μέγαιρα να ενισχύει δυναμικά την θέση της στην προσπάθεια που καταβάλει να αναδειχθεί σε ηγέτιδα του αγγλοσαξωνικού κόσμου. Όποια και αν είναι η απόφαση του Αμερικανού Προέδρου, αυτό το «chicken game» (παίγνιο του δειλού), δεν αφήνει περιθώρια για μία αποδοτική maximin στρατηγική. Δεν ζούμε στο 1962 αλλά στο 2018. Η μετάβαση της ανθρωπότητας στον νέο πολυπολικό κόσμο είναι αναπόφευκτη. Το μόνο που έχει να καταφέρει η Δύση στη Συρία θα είναι απλώς η επιτάχυνση της αποδομήσεώς της.