Σαν σήμερα 6 Μαϊου του 1921 γεννήθηκε ο διεθνούς φήμης μαέστρος και μουσικοσυνθέτης Νικόλαος Αστρινίδης στην πόλη Άκκερμαν (Ασπρόπυργος) της Βεσσαραβίας, στις εκβολές του Δνείστερου ποταμού. Εκεί υπήρχε ακμάζουσα ελληνική παροικία με πλούσιο ιστορικό παρελθόν (αποικία της αρχαίας Μιλήτου).
Της Δήμητρας Ρετσινά – Φωτεινίδου
Φιλολόγου – Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Ο πατέρας του Στυλιανός Αστρινίδης καταγόταν από τον Σκοπό της Ανατολικής Θράκης και η μητέρα του Μαρία Ισιντίροβ Πέτροβνα ήταν Ρουμανορωσίδα.
Ήταν το τρίτο αγόρι της οικογένειας και το μόνο που από την εφηβεία του έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική με επιρροές από τη μητέρα του, η οποία έπαιζε μαντολίνο, αλλά και από το σχολικό περιβάλλον με την υποχρεωτική εκμάθηση αρμονίας και μουσικού οργάνου και από την εν γένει κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της μεσοπολεμικής Ρουμανίας.
Σε ηλικία 10 ετών ξεκίνησε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου με την XeniaDiteatef μαθαίνοντας το δακτυλικό πιανιστικό παίξιμο της Ρωσικής Σχολής. Το 1931 γράφτηκε στη Μουσική Σχολή της πόλεως όπου σπούδασε θεωρητικά και πιάνο έως το 1938.
Το 1939 μετέβη στο Βουκουρέστι προκειμένου να σπουδάσει Χημεία στο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα εγγράφηκε στη Μουσική Ακαδημία και ο καθηγητής του Miron Soarec του έμαθε το πιανιστικό σύστημα με χαλαρό τον καρπό, «το παίξιμο σε βάθος ώστε να βγαίνει ήχος στρογγυλός και με μουσικότητα». Μέσω αυτού ήρθε σε επαφή με τον διάσημο πιανίστα και συνθέτη Dinu Lipatti, ο οποίος τον ενθάρρυνε στην δημιουργική σύνθεση.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη Σοβιετική εισβολή του 1940 στη Βεσσαραβία η οικογένεια Αστρινίδη χωρίστηκε στα δύο. Τα δύο του αδέλφια Γιώργος και Παντελής, γιατρός και χημικός αντίστοιχα, αποκλείστηκαν στο Βουκουρέστι, ενώ ο Νίκος με τους γονείς του, οι οποίοι καταστράφηκαν οικονομικά, κατέφυγαν στην Χάιφα της Παλαιστίνης μετά από απίστευτες περιπέτειες.
Η ενδιαίτησή του στην Β. Αφρική είναι εντυπωσιακή, αφού ο Ν. Αστρινίδης σε ηλικία 20 ετών κατατάσσεται εθελοντικά στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και υπηρετεί στο μέτωπο της Λιβύης για δύο χρόνια στην 335η Μοίρα Καταδιώξεων υπό τον Βαρβαρέσο, που ανήκει στην 8η Στρατιά του Montgomery!
Ο τραυματισμός στο πόδι και η ακόλουθη παρασημοφόρησή του με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων τον έφεραν στο Κάϊρο. Από εκεί ξεκίνησε τη λαμπρή σταδιοδρομία του ως πιανίστας και συνθέτης.
Στην τριετία 1943-45 έδωσε περίπου 80 συναυλίες για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Τον Σεπτέμβριο του 1944 παρουσίασε το έργο του «Κυπριακή Ραψωδία» στο Διεθνές Φεστιβάλ Eistedfodd, που έγινε στο Κάϊρο και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Το 1945 διηύθυνε το πρώτο μεγάλο συμφωνικό του έργο (σκηνική μουσική για την τραγωδία) «Οιδίπους Τύραννος» στην Όπερα του Καϊρου.
Μετά την αποστράτευσή του το 1947 έγινε δεκτός στην φημισμένη σχολή Juliard NewYork αλλά δεν πήγε για οικονομικούς λόγους. Συνέχισε όμως τις σπουδές του στο Παρίσι στην Schola Cantorum παίρνοντας πτυχίο δεξιοτεχνίας πιάνου και συνθέσεως το 1948 με βαθμό άριστα.
Μάθαινε τα έργα με μικρή προετοιμασία γιατί είχε το χάρισμα της prima vista. Διπλωματική του εργασία ήταν η σύνθεση «Το πάθος του Σίβα», συμφωνικό ποίημα σε ποίηση του Jean Lahor, ψευδώνυμο του Έλληνα ποιητή του 19ου αιώνα, Ερρίκου Καζάλη).
Συνεχείς περιοδείες έκανε ως πιανίστας ανά την υφήλιο, δίνοντας περισσότερες από 3000 συναυλίες είτε ως σολίστ είτε σε συνεργασία με άλλους γνωστούς καλλιτέχνες («...μόνο στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία δεν έχω δώσει συναυλίες», έλεγε ο ίδιος). Ήταν καλεσμένος ως σολίστ στους γάμους του διαδόχου Χιροχίτο της Ιαπωνίας.
Συνεργάστηκε με τον Τάσο Γιαννόπουλο με την soprano Lily Pons, τον βιολοντσελίστα Bernard Michelin, τις βιολονίστριες JanineAndrade, ColetteFranz, τους βιολονίστες HenrykSzeryng, C. Ferras, D. Erlich και JacquesThibaud.
Όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φόρα (οι γονείς του ζούσαν μόνιμα στην Θεσσαλονίκη) «…το πρώτο πράγμα που έκανα, κατεβαίνοντας από τ’ αεροπλάνο ήταν να φιλήσω το χώμα της πατρίδας μου», είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Κατά τα έτη 1959-1962 βρέθηκε σχεδόν μόνιμα στη Μαρτινίκα (Antilles Francaises) με παρότρυνση της γαλλικής κυβέρνησης. Μαζί με την βιολονίστα Colette Frantz ίδρυσαν και διηύθυναν μουσική σχολή. Ήταν, θα λέγαμε, ιεραπόστολοι της μουσικής!
Το 1950 εμφανίστηκε ως πιανιστας στην τηλεόραση του Παναμά. Στις 25 Μαρτίου 1957 παρουσίασε ως πιανίστας και συνθέτης στη γαλλική τηλεόραση, αφιέρωμα για την Ελληνική Επανάσταση με εισήγηση του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Rene Coty.
Το 1962 τιμήθηκε με το Μετάλλιο του Τάγματος Γεωργίου Α'. Στη δεκαετία του ’60 άρχισε να έχει πυκνότερη συμμετοχή στη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης.
Το 1966 παρουσιάσθηκαν στα Α’ Δημήτρια τα ορατόριά του «Άγιος Δημήτριος» και «Κύριλλος και Μεθόδιος». Στο πλαίσιο της ίδιας διοργανώσεως ερμηνεύθηκαν το ορατόριό του «Ψαλμοί» (1968) και η «Συμφωνία 1821» (1971) συμβάλλοντας κατά πολύ στην ανάπτυξη του καλλιτεχνικού θεσμού.
Διηύθυνε μερικές από τις πρώτες παραστάσεις της Όπερας Θεσσαλονίκης και αργότερα τις παραστάσεις της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος και της Χορωδίας Όπερας. Το 1979 ανέλαβε τη Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης. Από το 1980 διετέλεσε διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.
Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη την 10η Δεκεμβρίου του 2010 πριν προλάβει να ολοκληρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για τη σύνθεση όπερας με θέμα την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου.
Τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη δραστηριοποιείται ο «Όμιλος Φίλων Νίκου Αστρινίδη» με ιδρυτικά μέλη τους Θωμά Παπαθωμά (τραπεζικό και ξάδελφο του μουσικοσυνθέτη), Αλέκο Δαφνομήλη (συγγραφέα του λιμπρέτου «Τα νεανικά χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου»), Χάρη Ηλιάδη (αρχιμουσικό), Γιάννη Δημητρίου (αρχιμουσικό), την υπογράφουσα κ.ά.