Libyan dissident Abdel Hakim Belhaj speaks after receiving a letter of apology from the UK government |
Μετάφραση:
Μιχαήλ Στυλιανού
Τυπικοί Ρώσοι, έ;
Απάγουν έναν άνδρα και την έγκυο γυναίκα του μέρα-μεσημέρι, και έπειτα τους
κρύβουν σε μια μυστική φυλακή σε ένα ασιατικό αεροδρόμιο, όπου διαθέτουν μιαν
σκοτεινή επιρροή.
Και εκεί αρχίζουν να τους βασανίζουν. Παρά το γεγονός ότι
αυτή είναι εξόφθαλμα έγκυος, την αλυσοδένουν σ’ ένα τοίχο και της καλύπτουν το
κεφάλι με μια κουκούλα, για πέντε μέρες. Στην συνέχεια την τυλίγουν ολόκληρη, από την κεφαλή μέχρι τα
δάκτυλα των ποδιών, με συγκολλητική ταινία και ενώ αυτή βρίσκεται σε αγωνία
γιατί ένα μάτι της έχει κολληθεί ανοιχτό, τους μεταφέρουν και τους δύο στη
Συρία ώστε να μπορούν να βασανιστούν πιο εμπεριστατωμένα επί αρκετά χρόνια.
Μαζί με τους δυο αλυσοδεμένους κρατούμενους έρχεται και ένα
Δελτίο Παράδοσης από τον αρχηγό της ρωσικής κατασκοπίας στο Σύριο
αρχικατάσκοπο: «Αυτό είναι δείγμα της θαυμαστής συνεργασίας μας»
Αυτή είναι η εμετική συμπεριφορά που μας έμαθαν να
περιμένουμε από το Κρεμλίνο.
Μόνο
πως έχω αλλάξει κάποιες λεπτομέρειες. Αποστολέας δεν ήταν το Κρεμλίνο. Η
πραγματική ιστορία αφορά την βρετανική μυστική υπηρεσία ΜΙ6 και τους συμμάχους
μας στην αμερικανική CIA. Και ο
άνδρας που βοηθήσαμε στην απαγωγή του, ο Abdel Belhaj δεν στάλθηκε στην Συρία, αλλά στην Λιβύη,
τον δικτάτορα της οποίας τότε φλερτάραμε.
Όλες οι λεπτομέρειες αυτής της ακατανόμαστης, παράνομης
επιχείρησης είναι γνωστές και μη επιδεχόμενες διάψευση. Διέφυγαν την μυστικότητα μόνο χάρις
στο γεγονός ότι μια ομάδα πολιτοφυλάκων σκόνταψε σ’ ένα πάκο χαρτιά σε
εγκαταλειμμένο γραφείο της Τρίπολης.
Η (βρετανική) κυβέρνηση ομολόγησε την αλήθεια, απολογούμενη
γι’ αυτά και έγραψε μια μεγάλη επιταγή ( για πολύ σκληρά κερδισμένα λεφτά
φυσικά), στην σύζυγο του κ. Μπελχάζ, την Φατίμα Μπουντσάρ. Δεν αποπειράθηκε καν
κανείς να διαψεύσει, μολονότι οι υπεύθυνοι υπουργοί της τότε (2004) εργατικής
κυβέρνησης φαίνεται να δυσκολεύονται να θυμηθούν αυτό το επεισόδιο.
Πολλά μπορεί να σκεφτεί κανείς γι’ αυτήν την ιστορία, όπως
το εάν όσοι αναμίχθηκαν, πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί, θα έπρεπε να
αντιμετωπίσουν κάποιο είδος δικαιοσύνης. Αλλά δεν θα ενθάρρυνα πολλές ελπίδες.
Αυτό που θέλω να πως είναι το εξής. ΄Ολο το σημερινό μας μένος
εναντίον της Ρωσίας και της Συρίας έχει σαν βάση εξόρμησης την υποθετική ηθική υπεροχή μας. Αλλά διαθέτουμε
πράγματι τέτοιαν ηθική υπεροχή, όταν αρπάζουμε ανθρώπους και τους στέλνουμε σε
τυράννους για να τους βασανίσουν; Επομένως δεν θα έπρεπε να πάψουμε να
παριστάνουμε πως η εχθρότητά μας κατά της Ρωσίας και της Συρίας έχει υψηλά
κίνητρα –και να εξηγήσουμε ποια σε αυτήν την περίπτωση είναι τα πραγματικά
κίνητρά μας;
΄Η μήπως ντρεπόμαστε γιατί τα κίνητρά μας είναι το ίδιο
ελεεινά όπως το απαίσιο επεισόδιο Μπελχάζ;
Είναι βέβαιο πως από πριν την εισβολή στο Ιράκ το 2003, την
οποία τα περισσότερα μέλη της σημερινής κυβέρνησης υποστήριζαν, αυτή η χώρα
συμμετείχε στις πιο φρικώδεις πράξεις, πολλές από τις οποίες πιθανότατα θα
παραμείνουν για πάντα μυστικές.
Παραδόξως, πολλές από αυτές τις απαγωγές και πολλή από αυτή
την συνενοχή σε ακατανόμαστα βασανιστήρια δικαιολογείτο από την ηθική αποστροφή
μας κατά της Αλ Κάϊντα, το ισλαμιστικό κίνημα με το οποίο τώρα συνεργαζόμαστε
στην Συρία.
Μπορεί βέβαια να επιχειρηματολογήσει κανείς ότι η εισβολή
στο Ιράκ ήταν το βαρύτερο πολιτικό σφάλμα της εποχής μας, με δεύτερο στην σειρά
την επίθεση του Ντέϊβιντ Κάμερον στην Λιβύη.
Και τώρα σπεύδουμε προς ένα σοβαρό πόλεμο στην Μέση Ανατολή,
συρόμενοι από το λουράκι αυτού του περίεργου, προφανώς ανισόρροπου τύπου, του
Ντόναλντ Τραμπ, του οποίου η πλήρης,
μορφασμών, σπασμών και ματαιοδοξίας παράσταση το βράδυ της Τρίτης ήταν το πιο
τρομαχτικό θέαμα που έχω δει στην ζωή μου. Μπορούσε να δει κανείς καθαρότερα
ότι μας βλέπει όχι σαν συμμάχους αλλά σαν λακέδες;
Και γιατί να μην μας βλέπει έτσι όταν συνεργαζόμαστε με την CIA σε δουλειές σαν αυτήν;
Μια ευπρεπής βρετανική κυβέρνηση θα είχε πάψει τέτοιου
είδους συνεργασία, οσεσδήποτε μικροπεριποιήσεις και χάδια στην κεφαλή μπορεί να
προσφέρονται σε αντάλλαγμα. Και μια σοβαρή βρετανική κυβέρνηση θα όφειλε να
κάνει στην άκρη από τις πολιτικές πολέμου στην Μέση Ανατολή, οι οποίες μπορούν
να οδηγήσουν μόνο σε περισσότερη φρίκη, βασανιστήρια και οδύνη.
Ο Πήτερ Τζόναθαν Χίτσενς είναι Άγγλος συγγραφέας και
δημοσιογράφος, εργάσθηκε ως ανταποκριτής στην Μόσχα και στην Ουάσιγκτον, είναι
κόλουμνιστ στην Mail
of Sunday,
σχολιαστής στη τηλεόραση, και έχει δική του ιστοσελίδα. «Η κατάργηση της
Βρετανίας», «Η Ιστορία του Εγκλήματος» και «Η Κατάργηση της Ελευθερίας» είναι
τα πιο συζητημένα από τα έξη βιβλία του. ΄Εχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες
και είναι ο νεότερος αδελφός του συγγραφέα Κρίστοφερ Χίτσενς, υπέρμαχου του
αγώνα της Κύπρου και Βιογράφου αποδόμησης του μύθου Κίσινγκερ.