Αγλωσσία με greeklish, αφασία, διαλεξία και τελικώς δυσαρμονία, είναι τα εμφανή συμπτώματα μιας καχεξίας που μαστίζει τα πάντοια στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Και η αγλωσσία διαιωνίζεται, γιατί το πρόβλημα ολίγιστοι το λαμβάνουν υπόψη. Οι πολλοί αρκούνται στη σύγχυση που εκφράζεται δια του "κατά προσέγγιση" και που δημιουργεί την ανάγκη μιας ψευδούς σιγουριάς που εκφέρεται με το αντισταθμιστικό εκείνο "δε βαριέσαι".
Του Στέλιου Συρμόγλου
Στη δυστοκία που ο εγχώριος πνευματικός κόσμος φωνασκώντας δοκιμάζει το επίπεδο του γλωσσικού οργάνου με το οποίο αρέσκεται να εκφράζεται, έχει προστεθεί από μακρού το σύνδρομο της ατελούς και βεβιασμένης επωάσεως, οφειλομένης στην αυθαιρεσία των μελών της κοινωνίας μας. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά συγγενώς πάσχον.
Δεν αληθεύει πως τη γλώσσα τη διαμορφώνουν οι λογοτέχνες και οι ποιητές. Αυτών η προσφορά συνίσταται στα να τη σμιλεύουν, να τη λειαίνουν. Ούτε από τη λογοτεχνία, ούτε πολύ λιγότερο, από τη τεχνολογία, θα ήταν δυνατόν να προέλθει η βελτίωση των ενδιαφερόντων μιας κοινωνίας, από κάθε σκοπιάς ευαίσθητης, μονάχα στο επιδερμικό. Οταν η ελληνική κοινωνία θα αποκτήσει ευρύτερα διαδεδομένο και συνειδητοποιημένο σοφικό, τότε και μόνο υπάρχει δυνατότητα από ένα υωηλού επιπέδου καλλιεργημένο περιβάλλον, να εκπαιδεύσει τη διάνοια εκείνη που ώριμη θα επιβάλει σ΄όλους τη σφραγίδα της μεγαλοφυίας της, με συναίσθηση της βαρύτητας της προσφοράς της.
Προς το παρόν ο τόπος έχει περιέλθει σε κατάσταση πολιτικής αβελτηρίας. Η δε σκόπιμη καταστροφή της γλώσσας, με την εισβολή και των greeklish, που οδήγησε στην πολυσημία των λέξεων, άνοιξε το δρόμο του πολιτικού βερμπαλισμού. Ετσι, νικάνε οι λέξεις τις έννοιες τους, νικιέται του λαού η νοημοσύνη, μας νικάει όλους η πραγματικότητα και νικημένη κατά κράτος η ζωή μας, κρατάει την πολυτέλεια να τραγουδάει "νίκες" πολλές, των μεν κατά των δε, και σε τελευταία ανάλυση, να βγαίνουμε όλοι νικητές, δηλαδή επί της ουσίας ηττημένοι!
Κάποια χρονική στιγμή κάτι δεν πάει καλά και στη εξουσία. και φυσικά δεν ανατρέχει στις λέξεις που κατέστρεψε ή επέτρεψε να καταστραφούν, ούτε στη λογοθύελλα που σάρωσε τα έργα, ούτε στους νεολογισμούς που έπαψαν να σημαίνουν κάτι συγκεκριμένο. Παραπαίοντας η πολιτική σκέψη στο τίποτα, επιδίδεται σε αθροίσματα μωρίας.
Το πρόβλημα διογκώνεται από την ποροιούσα απίσχναση του γλωσσικού μας οργάνου. Από την απαξίωση δηλαδή στη μνήμη του νεαρού έθνους, αυτής της ιστορικής προνομίας του Ελληνισμού. Το γλωσσικό μας όργανο, που ευτύχησε να οριοθετήσει το φιλοσοφικό προβληματισμό και την επιστήμη, ασφαλώς προοδευτικά θα εκμετρήσει το ζην στο στροφικό στόμα της νεοελληνικής απαιδευσίας. Ο τραγικός λόγος που ιχνηλάτισε ποιητικά το ωκεάνιο βάθος του πεπρωμένου μας, θα κρεουργηθεί ποιοτικά από τους τους επιγόνους. Η στίλβουσα καλλιέργεια της ρητορείας, η γεωμετρική συμμετρία των φιλοσοφικών ορισμών και η μετάρσια εικονοπλασία της ποίησης, θα παφλάζουν ως διάλεξη περί χρωμάτων σε τυφλούς.
Πως να ευδοκιμήσει ο εύκρατος ελληνικός λόγος στις χαμηλές θερμοκρασίες ενός απρόσωπου πολιτισμού; Ποιεα ανάγκες θα θεραπεύσει η εκζήτηση της εννοιολογικής ακρίβειας και της καλαίσθητης διατύπωσης;