cosmix / pixabay |
Ένα από τα επιτακτικά θέματα που τίθενται από την πλειοψηφία των πολιτών πια, παρά το φόβο που διασπείρουν διάφοροι κύκλοι που ελέγχονται από τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς τους, που είναι στη Βουλή, είναι πως καθορίζεται η αξία του Εθνικού Νομίσματος ή γιατί θα έχει αξία το Εθνικό Νόμισμα αν θα φύγουμε από το Ευρώ.
Σπυρίδων Στάλιας
Οικονομολόγος Ph.D
Εισαγωγή
Ας αρχίσουμε από την θέση, ότι όταν ένα Κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα, και το νόμισμα αυτό διακυμαίνεται ελεύθερα στις αγορές, ο μόνος περιορισμός που έχει να δαπανήσει το Κράτος, έτσι ώστε να επιτύχει την πλήρη απασχόληση, είναι η διαθεσιμότητα των πόρων της οικονομίας. Άλλος περιορισμός δεν υπάρχει στην άσκηση μιας ελεύθερης δημοσιονομικής πολίτικης.
Δημοσιονομική Πολιτική ονομάζουμε τις ενέργειες δαπάνης και φορολόγησης του Κράτους.
Κατά συνέπεια η δημοσιονομική πολιτική είναι αναπτυξιακό όργανο στα χέρια του Κράτους με προεξάρχοντα άξονα τις δαπάνες του και με αμυντικό άξονα την φορολογία.
Με άλλα λόγια προηγείται η δαπάνη της ανάπτυξης, ασχέτως αν ακούτε ‘να μειωθούν οι δαπάνες του Κράτους και θα πάμε στην ανάπτυξη’. Κλείστε τ’ αυτιά σας, είναι ανοησία αυτό το τελευταίο, όπως ανοησία είναι ότι της δαπάνης προηγείται η φορολογία.
Φορολογία και αποδοχή του Εθνικό Νομίσματος
Δεδομένων αυτών, το πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι πως ο Λαός θα αποδεχτεί το νέο Εθνικό Νόμισμα ή καλυτέρα γιατί ο Λαός θα ζητήσει το Εθνικό Νόμισμα; Η ζήτηση του Εθνικού Νομίσματος θεμελιώνεται πάνω στη φορολογία. Αν το Κράτος επιβάλει φορολογία στον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα εξοφλείται με το Εθνικό Νόμισμα, τότε κατ ανάγκη το Εθνικό Νόμισμα θα γίνει αποδεκτό. Αυτό γίνεται αιώνες τώρα, δεν είναι κάτι καινούργιο.
Όποτε πάμε στο δεύτερο ερώτημα. Πως οι πολίτες θα βρουν το Εθνικό Νόμισμα; Το Κράτος λοιπόν θα πρέπει πρώτα να δαπανήσει, για να μπορούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να βρουν το νόμισμα, για να ικανοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους. Με την δαπάνη το Κράτος, θέτει μέρος της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα υπό τον έλεγχο του, και την διαθέτει σύμφωνα με το πρόγραμμα του. Από την άλλη ο ιδιωτικός τομέας αποκτά το χρήμα για να ικανοποιήσει την ανάγκη της φορολόγησης του.
Οίκοθεν νοείται ότι οι πολίτες θα μπορούν να συναλλάσσονται όπως αυτοί επιθυμούν, με ή χωρίς το νέο Εθνικό Νόμισμα, αλλά στο βαθμό που ικανοποιούν την νομοθεσία περί φορολογίας, το νόμισμα έχει γίνει ήδη αποδεκτό. Με τον χρόνο, για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών και την επιθυμία για αποταμίευση σε νόμισμα που το Κράτος εγγυάται, όλοι θα συναλλάσσονται με το Εθνικό Νόμισμα. Συνεπώς πάνω στη φορολογία θεμελιώνεται η ζήτηση του Εθνικού Νομίσματος.
Οι Δαπάνες του Κράτους και η Αξία του Νομίσματος
Αλλά η ποσότητα της ζήτησης είναι αυτή που καθορίζει την αξία του νομίσματος. Με άλλα λόγια πόσο δύσκολο είναι να αποκτηθεί το Εθνικό Νόμισμα. Αυτό εξαρτάται:
1) Από το ύψος της φορολογίας σε σχέση με τις δαπάνες του Κράτους.
2) Από τις τιμές που καθορίζει το Κράτος για να αγοράσει τα αγαθά και τις υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα όταν δαπανά συμπεριλαμβανομένης και της εργασίας.
3) Από το ύψος των καθαρών αποταμιεύσεων που επιθυμεί ο ιδιωτικός τομέας να έχει με την μορφή κρατικών αξιών, όπως χρήμα, ομόλογα κα.
Ας δούμε αυτά τα θέματα.
Προσέξτε. Ένα ιδιωτικό δάνειο, δημιουργεί μια αντίστοιχη υποχρέωση, πάλι μέσα στον ιδιωτικό τομέα, και κατά συνέπεια δεν υπάρχει καθαρή αποταμίευση σε ρευστή μορφή στον ιδιωτικό τομέα. Η καθαρή θέση παραμένει η ίδια. Αυτή η συναλλαγή εντός του ιδιωτικού τομέα ονομάζεται ’οριζόντια συναλλαγή’.
Αντίθετα, όταν το κράτος δαπανά, που είναι εκτός του ιδιωτικού τομέα, και δαπανά μέσα στον ιδιωτικό τομέα, που ονομάζεται ’κάθετη συναλλαγή’, δηλαδή έρχεται χρήμα απ’ έξω από τον ιδιωτικού τομέα μέσα σε αυτόν από τον κρατικό τομέα, τότε ο ιδιωτικός τομέας αποκτά ρευστό πλούτο, χωρίς να δημιουργείται σε αυτόν αντίστοιχη υποχρέωση, όπως αν θα γινόταν μια συναλλαγή μέσα στον ιδιωτικό τομέα.
Κατά συνέπεια, η δαπάνη του κράτους είναι αυτή που δημιουργεί, έως την τελευταία δραχμη (ή άλλο νόμισμα), πλούτο, χωρίς αντίστοιχη υποχρέωση στον ιδιωτικό τομέα.
Αντίθετα, όταν το κράτος φορολογεί, αυτόν τον πλούτο του ιδιωτικού τομέα, τον καταστρέφει, αλλά στο βαθμό που οι δαπάνες του κράτους, η έγχυση χρήματος στον ιδιωτικό τομέα, είναι μεγαλύτερη από την φορολογία, από την απορρόφηση χρήματος από τον ιδιωτικό τομέα, τότε ο ιδιωτικός τομέας έχει ρευστά περιουσιακά στοιχεία που τα διαθέτει όπως θέλει, και αυτός ο πλούτος είναι το έλλειμμα του κράτους έως το τελευταίο ευρώ.
Συνοψίζοντας το έλλειμμα του δημόσιου τομέα αυξάνει τον καθαρό ρευστό πλούτο του ιδιωτικού τομέα, ενώ τα πλεονάσματα του δημόσιου καταστρέφουν τον καθαρό ρευστό πλούτο του ιδιωτικού τομέα.
Όταν λοιπόν ο προϋπολογισμός του κράτος είναι ισοσκελισμένος, τότε όσο χρήμα δαπανά το κράτος, τόσο χρήμα είναι και αυτό που εισπράττει από την φορολογία, και κατά συνέπεια ο ρευστός πλούτος του ιδιωτικού τομέα παραμένει αμετάβλητος.
Πάλι, αν η φορολογία είναι μεγαλύτερη από τις δαπάνες του κράτους, τότε ο ρευστός πλούτος του ιδιωτικού τομέα μειώνεται. Ότι γίνεται ακριβώς σήμερα στην χώρα μας.
Συνεπώς, εκείνο που καθορίζει την αξία του νομίσματος είναι το αποτελεσματικό ύψος των δαπανών του Κράτους, σύμφωνα με το όποιο ικανοποιείται ο ιδιωτικός τομέας να αποταμιεύει ρευστό πλούτο, και ταυτόχρονα να αγοράζεται όλη η παραγωγή που αντιστοιχεί στην πλήρη απασχόληση στις τρέχουσες τιμές, δηλαδή χωρίς πληθωρισμό.
Εάν οι δαπάνες του δημόσιου είναι χαμηλότερες από αυτό το επίπεδο, τότε το αποτέλεσμα θα είναι η ανεργία και ως εκ τούτου η αξία του νομίσματος θα είναι υψηλή.
Αν οι δαπάνες είναι υψηλότερες από αυτό το επίπεδο τότε το αποτέλεσμα θα είναι ο πληθωρισμός, δηλαδή η αξία του νομίσματος θα μειωθεί.
Και μια τελευταία παρατήρηση που αφορά στην Νομισματική Πολιτική σε σχέση με την ανάπτυξη και την αξία του νομίσματος.
Η πώληση και η αγορά ομολόγων, και αντιστρόφως, από την Κεντρική Τράπεζα, είναι μια πράξη ανταλλαγής ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος (ομολόγου) με ένα άλλο ιδίας φύσης (χρήμα) που επηρεάζει τα επιτόκια. Αυτή η πράξη όμως ’ποσοτικής χαλάρωσης’, αφήνει την καθαρή θέση του χρηματοοικονομικού πλούτου του ιδιωτικού τομέα αμετάβλητη. Δηλαδή, ο ιδιωτικός τομέας σε μια τέτοια περίπτωση, για να αποκτήσει χρήμα, θα πρέπει να πουλήσει τα ομόλογα που έχει αποκτήσει από το παρελθόν, από τις ελλειμματικές δαπάνες του δημόσιου ή να δανειστεί.
Οίκοθεν νοείται ότι τέτοιες ενέργειες (δανεισμού και από-αποταμίευση) αποκλείεται να φέρουν μείωση της ανεργίας και ανάπτυξη. Αυτό το βλέπουμε 8 ολόκληρα χρόνια τώρα να γίνεται στη χώρα μας, ασχέτως των ισχυρισμών του κυρίου Ντράγκι, της Καθημερινής και του Σκάϊ.
Η Αξία του Νομίσματος και οι Μισθοί
Το Κράτος ως μονοπωλιακός εκδότης του νομίσματος του, μπορεί να θέσει μονομερώς, τους όρους ανταλλαγής μιας μονάδας Εθνικού Νομίσματος. Με άλλα λόγια, τι θα πρέπει να προσφερθεί από ένα πολίτη για να αποκτήσει μια μονάδα του Εθνικού Νομίσματος. Με αυτό τον τρόπο το Κράτος καθορίζει τον ελάχιστο μισθό που ανταποκρίνεται στην ανειδίκευτη εργασία που πάνω σε αυτή οικοδομούνται μετά τα ημερομίσθια και οι αμοιβές των πιο εξειδικευμένων, και πιο σύνθετων εργασιών. Ας υποθέσουμε ότι το κράτος ορίζει ότι για μια ώρα εργασίας, ο απλός εργαζόμενος θα αμείβεται με 5 μονάδες Εθνικού Νομίσματος ή ας πούμε με 5 δραχμές την ώρα. Άρα η αξία της μιας δραχμής θα αντιστοιχεί σε εργασία 12 λεπτών της ώρας. Αν κάποιος άλλος, που ασκεί μια πιο σύνθετη εργασία, αμείβεται με 60 δραχμές την ώρα, τότε σε κάθε λεπτό της ώρας θα αποκτά 1 δραχμή. Αν υποθέσουμε τώρα μια γενική αύξηση των μισθών και των τιμών, και ο κατώτερος ωριαίος μισθός αυξηθεί από 5 δραχμές σε 10 δραχμές, τότε η μια δραχμή να αποκτηθεί απαιτεί εργασία 6 λεπτών. Άρα ο πληθωρισμός είναι αιτία μείωσης της αξίας του Εθνικού Νομίσματος.
Η φορολογική πολιτική ως μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής είναι αυτή που επιλύει το πρόβλημα αν παραστεί ανάγκη. Φορολογεί και αποκαθιστά την αξία του Εθνικού Νομίσματος. Δεν φορολογεί για να δαπανά το Κράτος.
Παραγωγικότητα και η Αξία του Εθνικού Νομίσματος
Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι μια οικονομία βρίσκεται στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, το εργατικό της δυναμικό παραμένει σταθερό, και οι μισθοί είναι σταθεροί. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι η παραγωγικότητα της οικονομίας αυτής αυξάνεται, δηλαδή ο ίδιος αριθμός εργατών παράγει πιο πολλά προϊόντα κάθε χρόνο.
Αν αυτό συμβαίνει, τότε καθώς οι τιμές των προϊόντων μειώνονται, αλλά, όπως λέει ο Μάρξ, η ‘συνολική τιμή όλων των προϊόντων παραμένει σταθερή’, οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων αυξάνονται, αφού με τους ίδιους μισθούς, μπορούν να αγοράσουν πιο πολλά προϊόντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αξία του νομίσματος αυξήθηκε, απλά η παραγωγικότητα της οικονομίας αυξήθηκε. Η αξία του νομίσματος παραμένει σταθερή.
Κάτω από αυτό το υποθετικό σενάριο, που η προσφορά του χρήματος παραμένει σταθερή, απαιτείται ο προϋπολογισμός του δημόσιου τομέα να είναι ελλειμματικός; Αυτό εξαρτάται από το ύψος της επιθυμίας του ιδιωτικού τομέα να αποταμιεύει, να έχει ρευστό πλούτο, χωρίς αντίστοιχη υποχρέωση. Οποιοδήποτε εισόδημα παράγεται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δεν έπεται ότι καταναλώνεται ή επενδύεται. Ένα μέρος αποταμιεύεται.
Άρα ο δημόσιος τομέας πρέπει να κάνει έλλειμμα, για να προστατεύει την πλήρη απασχόληση, να ικανοποιεί τον ιδιωτικό τομέα να αποταμιεύσει, χωρίς να μεταβάλει την αξία του Νομίσματος.
Η Αξία του Χρήματος Διαχρονικά
Άλλα ας δούμε και μια άλλη πτυχή αυτού του θέματος. Ας υποθέσουμε ότι την αύξηση της παραγωγικότητας οι εργαζόμενοι την αφομοιώνουν στο μισθό τους, τότε θα υπάρξει μια μείωση της αξίας του νομίσματος, αφού θα θέλουν λιγότερο χρόνο να εργαστούν για να κερδίσουν μια δραχμή. Αυτό δεν σημαίνει ότι με μια δραχμή θα αγοράζουν λιγότερα προϊόντα, άλλα ότι η μια δραχμή αντιστοιχεί σε λιγότερη εργασία, άρα μειώνεται η αξία του νομίσματος. Αν υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός είναι μικρότερος από την αύξηση της παραγωγικότητας τότε θα υπάρξει μια αύξηση των πραγματικών και ονομαστικών τιμών και των μισθών και ταυτόχρονα μείωση της αξίας του νομίσματος. Ενώ λοιπόν πέφτει η αξία του νομίσματος στη διάρκεια του χρόνου, εμείς μπορούμε και αγοράζουμε πιο πολλά αγαθά απ’ ότι πριν 50 χρόνια, και το επίπεδο της ζωής μας να έχει ανέβει. Οφείλεται αυτό το γεγονός στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Διανομή της Αύξησης της Παραγωγικότητας και η Αξία του Νομίσματος
Πως διανέμεται η αύξηση της παραγωγικότητας της Οικονομίας
Στην πραγματική ζωή, αντίθετα απ’ ότι στο παράδειγμα μας, βρίσκουμε μπροστά μας τον πληθωρισμό να είναι αυτός που νομισματικά επιλύει το πρόβλημα της διανομής της αύξησης του εισοδήματος μεταξύ φόρων, κερδών και μισθών που όλα μαζί προστιθέμενα μας δίνουν το Εθνικό Εισόδημα.
Πίσω από αυτά βρίσκονται πολιτικοί, τραπεζίτες, κόμματα, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, δημοσιογράφοι, κανάλια, ποικίλα συμφέροντα, χυδαίος λαϊκισμός, ιδεολογίες, θρησκείες και τέλος πάντων φιλοδοξία και απληστία.
Εκείνο που πρέπει να θυμόμαστε, είναι ότι μέσα από την πάλη αυτής της διαδικασίας της διανομής του πλούτου, που αυξάνει την ποσότητα του χρήματος, λογά υψηλοτέρων τιμών και αμοιβών γενικώς, και που μειώνουν την αξία του χρήματος, το κράτος πρέπει να είναι εκεί και να δαπανά.
Αν δαπανά λιγότερο από την φορολογία που εισπράττει θα έχουμε ανεργία και υψηλή αξία νομίσματος. Αν δαπανά περισσότερο θα έχουμε πληθωρισμό και μείωση της αξίας του νομίσματος.
Η σωστή δαπάνη είναι εκείνη που συμπίπτει μα την πλήρη απασχόληση που αντιστοιχεί στη σταθερή αξία του νομίσματος.
Η αξία του νομίσματος είναι συνυφασμένη με την πλήρη απασχόληση, όχι όπως η αξία του ευρώ που είναι τόσο υψηλή όσο η ανεργία είναι μεγαλύτερη, πράγμα που συμφέρει μόνο τους Τραπεζίτες.
Η Αξία του Νομίσματος και οι Εγγυημένες Θέσεις Εργασίας
Η Κυβέρνηση του Κράτους που εκδίδει το δικό του νόμισμα, το όποιο ελευθέρα διακυμαίνεται στις αγορές, έχει την δυνατότητα ευθύς εξ αρχής να δημιουργήσει ένα αγκυροβόλιο για την αξία του Εθνικού Νομίσματος και για το γενικό επίπεδο τιμών.
Πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Η Κυβέρνηση πρέπει να δημιουργήσει παραγωγικές θέσεις εργασίας καταβάλλοντας ένα εγγυημένο κατώτερο μισθό και μόνον αυτό. Οίκοθεν νοείται ότι εγχειρήματα αυτού του είδους θα περιλαμβάνουν και σύνθετες θέσεις εργασίας. Οι θέσεις αυτές θα προσφέρονται σε όσους θα θέλουν να εργαστούν με αυτόν τον μισθό.
Κάνοντας αυτό η Κυβέρνηση επιτυγχάνει τους εξής στόχους.
1) Εξωγενώς προσδιορίζει την αξία του νομίσματος με βάση το ωρομίσθιο ενός απλού εργαζόμενου.
2) Πάνω σε αυτό το ωρομίσθιο θα οικοδομηθούν όλοι οι μισθοί και οι αμοιβές
3) Οι εγγυημένες αυτές θέσεις εργασίας οδηγούν με ταχύτητα στην πλήρη απασχόληση χωρίς να δημιουργούν πληθωρισμό. Αυτό ισχύει γιατί αν στην αγορά εργασίας δημιουργηθεί ζήτηση για εργασία, πράγμα που σημαίνει αύξηση των αμοιβών, ο εργοδότης κράτος δεν θα μεταβάλει τους μισθούς των θέσεων εργασίας που εγγυάται.
4) Οι εγγυημένες θέσεις εργασίας σταθεροποιούν το γενικό επίπεδο τιμών ή επιτρέπουν μια διακύμανση περί την αξία του χρήματος. Σε περιόδους ύφεσης θέτουν ένα κατώτερο όριο ζήτησης, δηλαδή η ζήτηση δεν μπορεί να πέσει κάτω από ένα σημείο, ενώ σε περιόδους ανάκαμψης δεν μπορεί να ανέλθει και να γίνει πληθωριστική. Με άλλα λόγια οι εγγυημένες θέσεις εργασίας δρουν στην οικονομία ως σταθεροποιητές.
Η δημιουργία εγγυημένων παραγωγικών θέσεων εργασίας, δεδομένου ότι το κράτος δεν έχει κανένα περιορισμό να δαπανά έως ότου απορροφήσει όλη την ανεργία, είναι αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη αυτού του στόχου χωρίς πληθωρισμό. Καθώς θα οδηγούμαστε στην πλήρη απασχόληση ορισμένες περιοχές της προσφοράς είναι δυνατόν να αναθερμανθούν. Οι εγγυημένες όμως αμοιβές θα δράσουν ανασταλτικά.
Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι τον στόχο χαμηλού πληθωρισμού και πλήρους απασχόλησης μόνο με το Εθνικό Νόμισμα και με συγκεκριμένες πολιτικές που αναλύθηκαν μπορούμε να επιτύχουμε.
Αντίθετα τον διπλό στόχο, χαμηλή ανεργία και χαμηλό πληθωρισμό, υπό το ευρώ, δεν μπορούμε να τον πετύχουμε. Ένα από τους δυο στόχους θα πετύχουμε και προτιμητέος είναι χαμηλός πληθωρισμός, ισχυρό ευρώ και υψηλή ανεργία.
Κατά συνέπεια, η οδός της επιλογής του Εθνικού Νομίσματος, μετά από 8 χρονιά φτώχειας που θα διογκώνεται, καθώς και της ανεργίας που θα αυξάνεται, αποτελεί πια Εθνικό Στόχο.
Πιο άπλα δεν γίνεται.