Μικρές αλλαγές στην ώρα που καταναλώνουμε τα γεύματα της ημέρας μπορούν να κάνουν τη διαφορά στο αδυνάτισμα, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική μελέτη.
Αναδημοσίευση από: onmed.gr
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σάρρεϋ, η «μετακίνηση» του πρωινού λίγη ώρα αργότερα και ταυτόχρονα του βραδινού λίγη ώρα νωρίτερα διευκολύνει την καύση του συσσωρευμένου λίπους και βελτιώνει βιολογικούς δείκτες που σχετίζονται με τον διαβήτη και την καρδιοπάθεια.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σάρρεϋ, η «μετακίνηση» του πρωινού λίγη ώρα αργότερα και ταυτόχρονα του βραδινού λίγη ώρα νωρίτερα διευκολύνει την καύση του συσσωρευμένου λίπους και βελτιώνει βιολογικούς δείκτες που σχετίζονται με τον διαβήτη και την καρδιοπάθεια.
Τα οφέλη της διατροφής ελεγχόμενου χρόνου
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Τζόναθαν Τζόνστον, ειδικό σε θέματα Χρονοβιολογίας, εξέτασαν την επίδραση της λεγόμενης διατροφής ελεγχόμενου χρόνου (time-restricted feeding, TRF), που αποτελεί ένα είδος διαλειμματικής νηστείας, στο βάρος και σε μια σειρά βιολογικών δεικτών.
Για τον σκοπό αυτόν, ζήτησαν από μια ομάδα εθελοντών για 10 εβδομάδες να αλλάξουν τον προγραμματισμό των γευμάτων τους, καθυστερώντας το πρωινό τους κατά 90 λεπτά και τρώγοντας το βραδινό τους 90 λεπτά νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Για λόγους σύγκρισης, μια δεύτερη ομάδα εθελοντών ακολούθησαν τον συνήθη προγραμματισμό των γευμάτων τους. Καμία από τις δύο ομάδες δεν έλαβε οδηγίες ως προς την ποσότητα ή το είδος των τροφών που έπρεπε να καταναλώνει, ενώ όλοι οι συμμετέχοντες έδιναν τακτικά δείγμα αίματος και κατέγραφαν το διατροφικό τους πρόγραμμα κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Η ομάδα της διατροφής ελεγχόμενου χρόνου, διαπίστωσαν οι ερευνητές, έχασε κατά μέσο όρο υπερδιπλάσια ποσότητα σωματικού λίπους συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Επίσης, οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν τα γεύματά τους εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων φάνηκε πως κατανάλωναν συνολικά μικρότερες ποσότητες τροφής. Σύμφωνα με τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν οι συμμετέχοντες μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, ποσοστό 57% των εθελοντών από την ομάδα της διατροφής ελεγχόμενου χρόνου δήλωσαν ότι έτρωγαν λιγότερο επειδή πεινούσαν λιγότερο, επειδή δεν είχαν την ευκαιρία να φάνε όποτε ήθελαν ή επειδή αναγκάστηκαν να κόψουν τα σνακ (κυρίως το βράδυ).
Μια άλλη παράμετρος που εξέτασαν οι ερευνητές ήταν κατά πόσο η διατροφή ελεγχόμενου χρόνου αποτελεί ένα «βιώσιμο» διατροφικό πλάνο που να μπορεί κανείς να τηρήσει σε βάθος χρόνου. Ποσοστό 43% των εθελοντών της ομάδας που την ακολούθησαν δήλωσαν πως θα μπορούσαν να συνεχίσουν το διατροφικό πρόγραμμα και μετά το πέρας της μελέτης εάν είχαν λίγη περισσότερη ελευθερία στις ώρες κατανάλωσης των γευμάτων τους, ενώ ποσοστό 57% είπαν πως δυσκολεύτηκαν αρκετά να εναρμονίσουν τη διατροφή τους με την οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ο Δρ Τζόνστον δήλωσε: «Η μελέτη μάς έδωσε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το πώς μπορούν να μας ωφελήσουν μικρές αλλαγές στις ώρες κατανάλωσης των γευμάτων. Η μείωση που είδαμε στο ποσοστό σωματικού λίπους μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και σχετικών με αυτή παθήσεων, επομένως είναι πολύ σημαντική για την υγεία».
Ο Δρ Τζόνστον συμπληρώνει πως για να μπορέσει να τηρήσει κανείς τη διατροφή ελεγχόμενου χρόνου και να επωφεληθεί από αυτή, θα πρέπει να βρεθούν τρόποι να γίνει πιο συμβατή με την κοινωνική και οικογενειακή ζωή του κάθε ανθρώπου. Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, σημαίνει πως θα πρέπει να βρεθούν πιο ευέλικτες μορφές του συγκεκριμένου διατροφικού πλάνου.
Η νέα μελέτη δημοσιεύεται αναλυτικά στην επιθεώρηση Journal of Nutritional Sciences.
Το επιστημονικό ενδιαφέρον γύρω από τα διάφορα είδη διαλειμματικής νηστείας είναι αρκετά έντονο τα τελευταία χρόνια, με αρκετές μελέτες να αναδεικνύουν τα οφέλη που έχει για τον μεταβολισμό, την καρδιά κ.ά.