Τα άτομα μέσης ηλικίας με υψηλότερα από το μέσο όρο επίπεδα κορτιζόλης, γνωστής και ως ορμόνης του στρες, έχουν αυξημένες πιθανότητες να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη μνήμη τους, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Αναδημοσίευση από: onmed.gr
Η μελέτη σε πάνω από 2.000 ενήλικες, ανακάλυψε ότι τα άτομα με σχετικά υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα τους έτειναν να έχουν χειρότερες επιδόσεις σε τεστ μνήμης.
Η μελέτη σε πάνω από 2.000 ενήλικες, ανακάλυψε ότι τα άτομα με σχετικά υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα τους έτειναν να έχουν χειρότερες επιδόσεις σε τεστ μνήμης.
Είχαν επίσης μικρότερο όγκο ιστού σε ορισμένα σημεία του εγκεφάλου, συγκριτικά με τα άτομα με μέτρια επίπεδα κορτιζόλης.
Τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν ότι τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης ή το καθημερινό στρες τραυματίζουν άμεσα τον εγκέφαλο.
Σύμφωνα όμως με τους ερευνητές, προσθέτουν αποδεικτικά στοιχεία στη θεωρία ότι η συγκεκριμένη ορμόνη μπορεί να επηρεάσει τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου, ακόμη και χρόνια πριν προκύψουν ορατά προβλήματα μνήμης.
«Η κορτιζόλη επηρεάζει πολλές διαφορετικές λειτουργίες, επομένως είναι σημαντικό να διερευνηθούν πλήρως τα επίπεδα της ορμόνης που μπορούν να επηρεάσουν τον εγκέφαλο», σύμφωνα με τον ερευνητή Justin Echouffo.
Η κορτιζόλη παράγεται στα επινεφρίδια και έχει τρεις κύριες λειτουργίες: αυξάνει το σάκχαρο, αυξάνει την αρτηριακή πίεση και ρυθμίζει την ανοσοποιητική λειτουργία. Βοηθά επίσης στη ρύθμιση του μεταβολισμού, των ανοσολογικών αποκρίσεων και της φλεγμονής.
Η έρευνα σε πειραματόζωα διαπίστωσε ότι η συνεχής αύξηση της κορτιζόλης, μπορεί να μεταβάλλει τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Στους ανθρώπους υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ανώμαλα επίπεδα κορτιζόλης, που προκαλούνται από κάποιες παθήσεις, όπως το σύνδρομο Cushing, μπορεί να επηρεάσουν τη δομή του εγκεφάλου ή τις πνευματικές ικανότητες. Τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για άλλες παραλλαγές της ορμόνης.
Τα ευρήματα βασίζονται σε στοιχεία περισσότερων από 2.200 ενηλίκων στις ΗΠΑ που συμμετέχουν σε μια μακροπρόθεσμη μελέτη υγείας. Στην αρχή -όταν ήταν περίπου 49 ετών, κατά μέσο όρο- οι ερευνητές μετρούσαν μία φορά τα επίπεδα κορτιζόλης το πρωί.
Υποβάλλονταν επίσης σε τυπικά τεστ μνήμης και δεξιοτήτων σκέψης, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, οι περισσότεροι υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τρία γκρουπ, με χαμηλά, μεσαία και υψηλά επίπεδα κορτιζόλης. Όσοι ανήκαν στη μεσαία κατηγορία είχαν μεταξύ 10,8 και 15,8 μικρογραμμάρια κορτιζόλης ανά δέκατο του λίτρου αίματος.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα κορτιζόλης είχαν χαμηλότερες επιδόσεις σε τεστ μνήμης, προσοχής και σκέψης. Στις απεικονιστικές εξετάσεις εγκεφάλου, είχαν επίσης ελαφρώς μειωμένο όγκο σε ορισμένα σημεία του εγκεφάλου, συγκριτικά με όσους είχαν μέτρια επίπεδα κορτιζόλης.
Τα ευρήματα ίσχυαν ακόμη και όταν οι ερευνητές απέκλειαν ανθρώπους που είχαν διαγνωσθεί με μείζονα κατάθλιψη, η οποία μπορεί να επηρεάσει τόσο τα επίπεδα κορτιζόλης όσο και την νοητική οξύτητα.
Ορισμένες από τις διαφορές στον εγκέφαλο παρατηρήθηκαν σε τμήματα της λεγόμενης φαιάς ουσίας, η οποία είναι σημαντική για την επεξεργασία πληροφοριών. Αυτό, πιστεύουν, ότι μπορεί να είναι ένας λόγος για τις χαμηλότερες επιδόσεις στα τεστ.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Neurology.