Το σταθερό εύρημα των δημοσκοπήσεων των τελευταίων ετών είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί μεν να έχει υποχωρήσει στη δεύτερη θέση με διακριτή διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, ωστόσο εμφανίζεται μπετοναρισμένος σε πανελλαδικό επίπεδο σε ποσοστό που ίσως ξεπεράσει και το 20%.
Του Στρατή Μαζίδη
Είναι απορίας άξιο πως μετά την επιβολή των capital controls, τη θύελλα των κατασχέσεων, την ποινικοποίηση της άποψης, την καλλιέργια κλίματος διχασμού, το σάρωμα της ιδιωτικής οικονομίας, την κατεδάφιση παραδοσιακών αξιών με την προώθηση της φιλελεύθερης ατζέντας, την εγκληματικότητα και την κάκιστη πορεία των εθνικών μας θεμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί σημαντικό ποσοστό αντί απλά να έχει εξαφανιστεί από το χάρτη επιστρέφοντας στα προ 2012 ποσοστά;
Προφανώς όλα αυτά τα χρόνια που κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ (κοντεύει τέσσερα) προστάτευσε τους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ μπόλιασε το δημόσιο με δικά του παιδιά. Ίσως και αυτό να αποτελεί μια εξήγηση γιατί ο Τσίπρας δεν προσέφυγε νωρίτερα στις κάλπες. Διότι ήθελε να εξαντλήσει το χρόνο για να κατακτήσει το κράτος και με τον τρόπο αυτό να στερεοποιήσει το κόμμα του.
Επιπλέον το αντίπαλο δέος, η ΝΔ των γιων, ανηψιών, θυγατέρων και λοιπών συγγενών υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δεν πείθει. Συν τοις άλλοις σε αρκετά ζητήματα δε φαίνεται να διαφέρει και πολύ. Αν υπήρχε ένα υγιές, ακμαίο και δυναμικό κόμμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, ο Αλέξης Τσίπρας με το ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν προ πολλού παρελθόν, οριστικό και αμετάκλητο.
Ωστόσο όσο πιο κοντά φτάσει στο 20% (ή κι αν το ξεπεράσει), σε τόσο μεγαλύτερη αντίστοιχα θέση ισχύος θα βρέθει όταν θα αρχίσουν να σκάνε η μία μετά την άλλη, οι ωρολογιακές βόμβες που έχει τοποθετήσει στον επόμενο. Γνωρίζει άλλωστε πως απευθύνεται σε εύκολα πειθόμενους ψηφοφόρους.